Κατά το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, η πραγματική εγχώρια ζήτηση στην ευρωζώνη ήταν κατά 5 τοις εκατό χαμηλότερη από το πρώτο τρίμηνο του 2008.
Το ποσοστό ανεργίας έχει αυξηθεί κατά μόλις λίγο κάτω από 5 τοις εκατό από το 2008. Φέτος, μέχρι και τον Ιούλιο, ο πληθωρισμός των τιμών καταναλωτή στην ευρωζώνη ήταν 0,4 τοις εκατό. Από αυτά τα αποκαλυπτικά στοιχεία και μόνο, μπορεί κανείς να καταλήξει σε τρία απλά συμπεράσματα: η ευρωζώνη βρίσκεται σε ύφεση, η έλλειψη ζήτησης έχει παίξει σημαντικό ρόλο, και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αποτύχει στον στόχο της για σταθερότητα των τιμών. Η κατάσταση δεν είναι απλά θλιβερή, είναι και επικίνδυνη. Είναι παράλογο να υποθέσουμε ότι θα υπάρξει συνεχιζόμενη σταθερότητα χωρίς βελτίωση της οικονομικής απόδοσης.
Μία αναγκαία, αν όχι επαρκής, προϋπόθεση για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, είναι η κατανόησή τους. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, που είναι και ο μοναδικός ανώτερος αξιωματούχος της ευρωζώνης που φαίνεται να κατανοεί την κατάσταση, έκανε ένα σημαντικό σχόλιο στο φετινό συμπόσιο των κεντρικών τραπεζιτών στο Τζάκσον Χολ. Αξίζει να συγκρατήσουμε δύο στοιχεία από τις παρατηρήσεις του. Πρώτο, δήλωσε ότι «χρειαζόμαστε δράση και στις δύο πλευρές της οικονομίας: οι πολιτικές της συνολικής ζήτησης πρέπει να συνοδευτούν από εθνικές διαρθρωτικές πολιτικές». Δεύτερον, έκανε μία νέα υπόσχεση: παρατήρησε, εκτός κειμένου, ότι η ΕΚΤ «θα χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα που απαιτούνται για την εξασφάλιση της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα».
Ήταν σαν να ακούστηκε ένα συλλογικό «αλληλούια» όταν ειπώθηκε το ότι η ευρωζώνη έχει πρόβλημα με τη ζήτηση. Μέχρι σήμερα, επρόκειτο για μία ξεκάθαρα ακατανόμαστη αλήθεια της «ορθοδοξίας» της ευρωζώνης. Το ίδιο σημαντική είναι και η υπόσχεση για δράση. Μας θυμίζει το πολυδοξασμένο σχόλιο «θα κάνω ό,τι χρειαστεί» του ίδιου του κ. Ντράγκι, στο Λονδίνο το 2012. Αυτό είχε οδηγήσει στο πρόγραμμα οριστικών συναλλαγών της ΕΚΤ, το οποίο με τη σειρά του προστάτευσε την ευρωζώνη από τον πανικό, χωρίς να χρειαστεί ποτέ να μπει σε εφαρμογή. Παραδόξως, οι αποδόσεις των ιταλικών και ισπανικών 10ετών ομολόγων χρέους έχουν πέσει από το 6,3 τοις εκατό και το 7 τοις εκατό, αντίστοιχα, στις αρχές του Αυγούστου του 2012, σε μόλις 2,3 και 2,1 τοις εκατό νωρίτερα αυτόν το μήνα. Τα ποσοστά αυτά είναι χαμηλότερα και από τα Gilts (κρατικά ομόλογα) του Ηνωμένου Βασιλείου.
Στο Τζάκσον Χολ, ο κ. Ντράγκι δήλωσε ότι ήταν «βέβαιος» πως το πακέτο των μέτρων που ανακοινώθηκε τον Ιούνιου, και που υλοποιούνται επί του παρόντος, θα προσφέρουν την «απαιτούμενη ώθηση στη ζήτηση». Είναι λογικό να είμαστε επιφυλακτικοί. Στα έξι χρόνια μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 2014, η ονομαστική ζήτηση αυξήθηκε κατά μόλις 2 τοις εκατό. Τα κανάλια πίστωσης παραμένουν προβληματικά. Επιπλέον, εξακολουθεί να «σφίγγει» η δημοσιονομική πολιτική, ακόμη και αν τα επιτόκια οδεύουν προς το μηδέν: ο ΟΟΣΑ έχει προβλέψει ότι το κυκλικά προσαρμοσμένο έλλειμμα της ευρωζώνης θα συρρικνωνόταν από το μόλις 1,4 τοις εκατό το 2013 σε ένα ακόμα πιο χαμηλό 0,9 τοις εκατό το 2014. Εξακολουθούν να υπάρχουν τεράστιες αποκλίσεις στην ανταγωνιστικότητα. Αυτές είναι πολύ πιο δύσκολο να διορθωθούν όταν ο πληθωρισμός είναι σε τόσο χαμηλά επίπεδα. Όλο αυτό, οδηγεί τις ευάλωτες χώρες σε πληθωρισμό, ο οποίος αυξάνει το πραγματικό ύψος του χρέους τους. Εντωμεταξύ, οι φερέγγυες χώρες αποτελούν μαύρες τρύπες για τη ζήτηση: το φετινό πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας μπορεί να αντιστοιχεί μέχρι και στο 8 τοις εκατό του ΑΕΠ.
Την περασμένη εβδομάδα, η ΕΚΤ υποσχέθηκε να αγοράσει ένα ευρύ χαρτοφυλάκιο «απλών και διάφανων τίτλων που προέρχονται από τιτλοποίηση». Ελπίζει πως αυτό θα βελτιώσει την πιστωτική διαμεσολάβηση στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Ελπίζει επίσης, μέσα από αυτό αλλά και από τα υπόλοιπα προγράμματα που έχει ανακοινώσει, ότι θα μπορέσει να επεκτείνει τον ισολογισμό της, φτάνοντάς τον στα επίπεδα που βρισκόταν πριν από δύο χρόνια. Αυτό έχει νόημα. Ήταν λάθος να τον αφήσει να συρρικνωθεί κατά περίπου 10 τοις εκατό του ΑΕΠ της ευρωζώνης όταν οι άλλες κεντρικές τράπεζες –με πολύ μικρότερα προβλήματα από αυτό της ευρωζώνης– απέφυγαν την πρόωρη απόσυρση της εν λόγω στήριξης. Επιπλέον, το εύρος των νέων μέτρων ενισχύει τον ηγετικό ρόλο της ΕΚΤ στην πορεία προς το μέλλον. Έχει «κλειδώσει» τον εαυτό της σε υπερ-χαλαρές νομισματικές πολιτικές για χρόνια, όπως θα έπρεπε.
Ωστόσο, παρ’ όλες αυτές τις δράσεις, τα διάφορα αλληλένδετα προβλήματα της ευρωζώνης είναι απίθανο να επιλυθούν σύντομα. Πράγματι, ακόμη και η ίδια η ΕΚΤ, δεν προβλέπει κάτι παραπάνω από ισχνή ανάπτυξη για το μέλλον. Τι παραπάνω πρέπει λοιπόν να κάνει η ΕΚΤ; Και, το σημαντικότερο, τι πρέπει να κάνουν οι υπόλοιποι φορείς για να την στηρίξουν?
Το άμεσο ερώτημα είναι το κατά πόσον η ΕΚΤ θα πρέπει να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα οριστικής ποσοτικής χαλάρωσης (QE), αγοράζοντας κρατικά ομόλογα, πιθανώς κατ’ αναλογία προς τα μερίδια των κρατών-μελών του ΑΕΠ της ευρωζώνης. Σε ένα blog post του Ιουλίου, ανώτεροι αξιωματούχοι του ΔΝΤ υποστήριξαν ότι αυτού του είδους το QE θα ήταν αποτελεσματικό, λέγοντας πως θα ενίσχυε την αξιοπιστία του στόχου της ΕΚΤ και ότι θα είχε σημαντικές επιπτώσεις στις τιμές των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένων των ομολόγων και των μετοχών, και κατά πάσα πιθανότητα, των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Συμφωνώ ότι θα πρέπει να το δοκιμάσουμε. Η σημερινή κατάσταση είναι υπερβολικά δύσκολη για τους φορείς χάραξης πολιτικής, για να μη χρησιμοποιήσουν ένα τόσο πολύτιμο εργαλείο. Ωστόσο, οι μειώσεις στις αποδόσεις των ομολόγων είναι ήδη τόσο δραματικές που τα αποτελέσματα του QE δεν θα είναι τόσο εντυπωσιακά όσο θα ήταν πριν από δύο χρόνια. Επιπλέον, είναι ξεκάθαρο ότι η ΕΚΤ θα αναλάβει τον πιστωτικό κίνδυνο. Θα είναι υπεύθυνη για τη νομισματική χρηματοδότηση των κυβερνήσεων. Προσωπικά, πιστεύω ότι οφείλει να το κάνει. Αλλά, ο «καυγάς» που θα ακολουθήσει μεταξύ βόρειας και νότιας Ευρώπης, θα είναι σίγουρα ισχυρού μεγέθους.
Τι άλλο μένει; Μία δυνατότητα, την οποία άφησε να εννοηθεί ο κ. Ντράγκι στην ομιλία του, είναι η ενεργή χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής. Ιδανικά, θα πρέπει να υπάρξει ένα μίγμα αύξησης των δημόσιων επενδύσεων και μείωσης των φόρων, ιδίως σε χώρες με περιθώρια για δημοσιονομικούς ελιγμούς. Ο συνολικός δημοσιονομικός προσανατολισμός είναι εξαιρετικά «σφικτός», με ένα έλλειμμα να προβλέπεται από τον ΟΟΣΑ σε μόλις 2,5 τοις εκατό του ΑΕΠ, σε μία βαθιά ύφεση. Σε αντάλλαγμα, όπως απαιτεί ο κ. Ντράγκι, οι χώρες θα πρέπει να αγκαλιάσουν τις σοβαρές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να αυξήσουν την προσφορά –και, με την τόνωση των επενδύσεων, θα έρθει και η αύξηση της ζήτησης. Αυτό που θα πρέπει να προσπαθήσει η ευρωζώνη είναι να έχει την αποφασιστικότητα που χρειάζεται ώστε να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα και τα εργαλεία που είναι στη διάθεσή της προκειμένου να αυξήσει τη ζήτηση, να ενισχύσει την προσφορά και να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα. Η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να πάρει μια στάση κοινής λογικής και ανάπτυξης, αντί να συνεχίσει να εμμένει στη μιζέρια.
Η όλη κατάσταση, δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομία. Εξαντλούνται και οι αντοχές του κόσμου και των επιμέρους κρατών-μελών όσον αφορά την υψηλή ανεργία και τις βαθιές υφέσεις. Αν συνεχίσουν με τις παρούσες πολιτικές τους οι απανταχού «άρχοντες» της ευρωζώνης, το αποτέλεσμα θα είναι η λαϊκιστική αντίδραση. Ποιος είναι πλέον σίγουρος ότι η Μαρίν Λε Πεν δεν θα είναι η επόμενη πρόεδρος της Γαλλίας; Ποιος θα ακολουθήσει τον Ματέο Ρέντσι, τον πρωθυπουργό της Ιταλίας, εάν αποτύχει; Φυσικά, οι συγκεκριμένες χώρες έχουν δουλειά να κάνουν. Αλλά, σίγουρα, χρειάζονται και υποστήριξη. Ο κ. Ντράγκι μας έχει δείξει το δρόμο. Τώρα πρέπει να ακολουθήσει και η ευρωζώνη.