Μπορεί η Ευρωζώνη να παρέπαιε μεταξύ φθοράς και κατάρρευσης, αλλά ο «σούπερ Μάριο» ήταν ανένδοτος, διαμηνύοντας προς όλες τις κατευθύνσεις ότι «θεσμικός ρόλος της ΕΚΤ είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών».
Έως ότου ενηλικιώθηκε. Πιθανώς πιεζόμενος και από τις διόλου ευχάριστες εξελίξεις στην οικονομία της ζώνης του ευρώ. Η μία μετά την άλλη οι χώρες του Νότου εισέρχονταν σε ειδικά προγράμματα στήριξης, ενώ το ίδιο συνέβη και στο άλλοτε οικονομικό θαύμα της Ευρώπης, που φέρει το όνομα Ιρλανδία.
Ο άλλοτε «καλός μαθητής» ανακάλυψε ότι ο μόνος τρόπος για να σώσει την Ευρωζώνη –και πιθανώς και τη δική του θέση στην ΕΚΤ– δεν ήταν άλλος από το να ξεχάσει το γράμμα του νόμου στο καταστατικό της τράπεζας και να προχωρήσει στη λήψη μη συμβατικών μέτρων.
Και όπως συμβαίνει με όλους τους καλούς και πιστούς μαθητές, οι οποίοι αρχίζουν ξαφνικά να αμφισβητούν την αυθεντία των δασκάλων τους, έφθασε η στιγμή της σύγκρουσης με τη Γερμανία. ΕΚΤ και Bundesbank μοιάζουν πλέον ως… δύο ξένοι στην ίδια πόλη, με δεδομένο ότι και οι δύο έχουν την έδρα τους στη Φρανκφούρτη.
Κάθε φορά που ο Μάριο Ντράγκι εκφράζει «μη ορθολογικά οικονομικές απόψεις» (πάντα κατά τους Γερμανούς) καταφθάνει η επίθεση από τον έτερο ισχυρό άνδρα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, τον επικεφαλής της Bundesbank, Γενς Βάιντμαν. Ταυτόχρονα, ο κ. Βάιντμαν δεν παραλείπει, σχεδόν σε κάθε συνεδρίαση της ΕΚΤ, να είναι το μοναδικό μέλος του διοικητικού της συμβουλίου που διαφωνεί με τις αποφάσεις της τράπεζας, ιδιαίτερα όταν αυτές αφορούν σε αγορές ομολόγων ή επιτόκια-πέναλτι για τις τράπεζες που επιμένουν να «παρκάρουν» τα κεφάλαιά τους στο θησαυροφυλάκιο της ΕΚΤ και όχι να τα διοχετεύουν –όπως υποτίθεται ότι είναι ο «θεσμικός τους ρόλος»– στην πραγματική οικονομία.
Οι ανησυχίες του Ντράγκι
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ σπεύδει, το τελευταίο διάστημα, να εκφράσει τις έντονες ανησυχίες του για την πορεία της Ευρωζώνης, δηλώνοντας ότι αναμένει ήπια ανάπτυξή της στο β’ εξάμηνο. Ταυτόχρονα, φροντίζει να τονίζει ότι ακόμη κι αυτή η ήπια ανάπτυξη θα επιτευχθεί χάρη στις αποφάσεις της ΕΚΤ να προχωρήσει στη χρήση μη συμβατικών μέτρων.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του σε εφημερίδα της Λιθουανίας υποστήριξε: «Βάσει των προκαταρκτικών στοιχείων που έχουμε συγκεντρώσει κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, έχουμε οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η ανάπτυξη ήταν πιο αδύναμη απ’ ό,τι είχαμε υπολογίσει. Εκτιμούμε ότι στο β’ εξάμηνο θα ακολουθήσει ήπια πορεία».
Προκειμένου, πάντως, να μην καταστρέψει όλες τις γέφυρες που τον ενώνουν με το γερμανικό διευθυντήριο, επανέλαβε την προτροπή προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να συνεχίσουν την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και να μην ξεχάσουν ότι η πολιτική της ορθής δημοσιονομικής προσαρμογής είναι μονόδρομος προκειμένου να φανεί φως στο βάθος του τούνελ της κρίσης.
Παράλληλα, με έμμεσο και ιδιαίτερα ευγενικό τρόπο, προέτρεψε τις τράπεζες να προχωρήσουν σε αύξηση των πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία. Πάντως, φαίνεται ότι οι χρηματοοικονομικοί όμιλοι δεν τον «άκουσαν», γεγονός το οποίο αποδεικνύεται και από το ότι κυριολεκτικά γύρισαν την πλάτη στην ΕΚΤ κατά την πρόσφατη διαδικασία παροχής ιδιαίτερα φθηνών δανείων.
Την ίδια στιγμή ο κ. Ντράγκι φροντίζει να αποφεύγει με κάθε τρόπο τη χρήση του όρου «αποπληθωρισμός». Ακόμη κι όταν το πράττει, προσπαθεί με κάθε τρόπο να πείσει ότι αυτό το ενδεχόμενο δεν θα συμβεί στην Ευρώπη. Αρνείται πεισματικά ότι η Ευρωζώνη μπορεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με μια μακρά περίοδο αποπληθωρισμού ανάλογου τύπου με αυτήν που βίωσε στη δεκαετία του ’90 η Ιαπωνία.
Σύμφωνα με τον Ιταλό τραπεζίτη, «η Ευρωζώνη δεν μοιάζει σε τίποτε με την Ιαπωνία της δεκαετίας του ’90». Ο λόγος; Μα φυσικά γιατί η ΕΚΤ φρόντισε να επέμβει έγκαιρα (;) και να αντιμετωπίσει την κρίση, ενώ επιπρόσθετα προετοιμάζεται να υποβάλει το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα σε νέο γύρο ελέγχου, ούτως ώστε να προλάβει τυχόν προβλήματα πριν καν αυτά εμφανιστούν.
Οι διαφωνίες του Βάιντμαν
Ο επικεφαλής της Bundesbank έχει τη συνήθεια να διαφωνεί με τις δηλώσεις (και τις προθέσεις) του Μάριο Ντράγκι ακόμη και όταν δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρες. Πρόσφατα, σε δηλώσεις του στο περιοδικό «Der Spiegel» έσπευσε να κατακεραυνώσει την ΕΚΤ, υποστηρίζοντας ότι τόσο η μείωση των επιτοκίων όσο και η απόφαση για αγορά χρεογράφων θα οδηγήσουν σε χαλάρωση την εφαρμογή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων σε συγκεκριμένες –και φυσικά προβληματικές, τόσο κατά τον ίδιο, αλλά μάλλον και στην πραγματικότητα– χώρες της Ευρωζώνης. «Κατά την άποψή μου, οι πρόσφατες αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ αποτελούν μια δραστική στροφή στη μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενη νομισματική πολιτική. Ανεξάρτητα το τι πιστεύει κανείς για τις αποφάσεις αυτές, είναι φανερό ότι τα περισσότερα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ είναι αποφασισμένα να σπρώξουν τη νομισματική πολιτική πολύ μακριά και να την αφήσουν να εισέλθει σε μια νέα φάση» σημείωσε.
Κατά τον κ. Βάιντμαν, η απόφαση της ΕΚΤ να προχωρήσει στην αγορά εγγυημένων χρεογράφων χαμηλού ρίσκου (ABS), αλλά και περισσότερο ριψοκίνδυνων, εάν φυσικά οι κυβερνήσεις αποφασίσουν να εγγυηθούν γι’ αυτά, προκάλεσε την έντονη διαφωνία όχι μόνο της Γερμανίας αλλά και έως έναν βαθμό και της Γαλλίας.
Εκφραστής αυτής της διαφωνίας, για μία ακόμη φορά, ο Γενς Βάιντμαν, ο οποίος έσπευσε να υπογραμμίσει ότι με αυτή την κίνηση η ΕΚΤ «αφαιρεί το ρίσκο από τις τράπεζες εις βάρος των φορολογουμένων». Συμβούλεψε, ακόμη, τον Μάριο Ντράγκι και την υπόλοιπη διοίκηση της ΕΚΤ να δημιουργήσουν μια λίστα στην οποία θα ενταχθούν «τα λιγότερο επικίνδυνα στοιχεία ενεργητικού που μπορούν να αγοραστούν».
Βέβαια, έσπευσε να προσθέσει ότι τα παραπάνω στοιχεία ενεργητικού ουσιαστικά είναι ελάχιστα και ως εκ τούτου ενδεχόμενη αγορά τους από την ΕΚΤ δεν πρόκειται να εξυπηρετήσει κατά το ελάχιστο τον σκοπό του προγράμματος που ανακοινώθηκε.
Εάν υπάρχει, όμως, κάτι στο οποίο Βάιντμαν και Ντράγκι μοιάζουν να συμφωνούν απόλυτα, αυτό είναι ο αποπληθωρισμός. Ο Γερμανός τραπεζίτης δηλώνει συνεχώς ότι ο κίνδυνος να πληγεί η Ευρωζώνη από αποπληθωριστικές πιέσεις είναι «πολύ ήπιος», ενώ δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει σε Γάλλους και Ιταλούς (άλλο ένα μήνυμα για τον κ. Ντράγκι;) ότι εάν αυτοί δεν δώσουν το καλό παράδειγμα και δεν προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις αλλά και δημοσιονομική πειθαρχία, τότε «η αδυναμία της Ευρωζώνης θα συνεχιστεί και το ίδιο θα ισχύσει και στις πιέσεις που ασκούνται στη νομισματική της πολιτική».
Ένας αστάθμητος παράγοντας
Υπάρχει περίπτωση οι γερμανικές αντιρρήσεις να υποχωρήσουν και η ΕΚΤ να αφεθεί να πράξει όλα όσα υπόσχεται, ή ακόμη και να προχωρήσει –κατά το παράδειγμα της Fed– στην αγορά κρατικών ομολόγων; Όσο απίστευτο και εάν θεωρηθεί η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, μπορεί να είναι, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, θετική. Εάν η γερμανική οικονομία συνεχίσει τη μάλλον όχι και τόσο καλή πορεία της, ακόμη και το πειθαρχημένο εξ όλων των απόψεων Βερολίνο μπορεί να αναγκαστεί να αλλάξει τακτική.
Tα τελευταία στοιχεία
Τα τελευταία στοιχεία για τη γερμανική οικονομία δεν ήταν και τόσο ενθαρρυντικά: ο δείκτης PMI Σεπτεμβρίου υπέδειξε ότι η γερμανική βιομηχανία μετά βίας αναπτύσσεται. Ο δείκτης επιχειρηματικής εμπιστοσύνης Ifo, για τον ίδιο μήνα, διαμορφώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο για διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών. Ταυτόχρονα, η οικονομία συρρικνώθηκε, σε μηνιαία βάση, κατά 0,2% στο β’ τρίμηνο του έτους.
Πιθανώς, μέρος της αδυναμίας που εμφάνισε ο δείκτης Ifo να οφείλεται από τη μία πλευρά στο γεγονός ότι η σύγκριση γίνεται με το ιδιαίτερα δυναμικό (από πλευράς ανάπτυξης) α’ τρίμηνο, και από την άλλη να καταγράφει την αντίδραση των επιχειρηματιών στο εμπάργκο που επέβαλε η Ρωσία σε ευρωπαϊκά προϊόντα. Και παρά το γεγονός ότι το γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα παραμένει κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες ότι κατά τη διάρκεια του γ’ τριμήνου η αδυναμία της οικονομίας θα συνεχιστεί. Ως εκ τούτου, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το γερμανικό πολιτικοοικονομικό κατεστημένο να αρχίσει να βλέπει με περισσότερο θετικό τρόπο την προσπάθεια της ΕΚΤ να στηρίξει την ανάπτυξη της Ευρωζώνης.
Αλλαγή πλεύσης
Κατά τη διάρκεια της κρίσης η Άνγκελα Μέρκελ δεν δίστασε να αλλάξει αρκετά τη στάση της και να στηρίξει με χρήματα των Γερμανών φορολογουμένων τις οικονομίες που δέχθηκαν ανελέητες επιθέσεις από τις αγορές. Επίσης, επέλεξε να διαφωνήσει ανοικτά με την Bundesbank και να προσφέρει στήριξη στην ΕΚΤ και στο πρόγραμμα OMT που είχε ανακοινώσει ο Μάριο Ντράγκι.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Holger Schmieding, οικονομολόγο της Berenberg, γερμανικής εταιρείας παροχής χρηματοοικονομικών συμβουλών, η Γερμανίδα καγκελάριος, σε περίπτωση που η οικονομία της Γερμανίας εμφανίσει περαιτέρω σημάδια αδυναμίας, θα προτιμήσει να στηρίξει ακόμη και μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ, αν και γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο θα φέρει και την ίδια σε ευθεία σύγκρουση με την Bundesbank.
Βέβαια, θεωρείται ακόμη πρόωρο ο κ. Ντράγκι να θελήσει να εφαρμόσει ένα πλήρες πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, με δεδομένο ότι τα μη συμβατικά μέτρα που ανακοίνωσε η ΕΚΤ τόσο τον Ιούνιο όσο και στις αρχές του τρέχοντος μηνός δεν έχουν ακόμη «δείξει» τα οφέλη τους. Εάν όμως οι εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό εξακολουθήσουν να υποβαθμίζονται και εάν η ΕΚΤ δεν κατορθώσει να διασφαλίσει ικανοποιητική ρευστότητα στην Ευρωζώνη –ο κ. Ντράγκι έχει δηλώσει ότι επιθυμεί ο ισολογισμός της ΕΚΤ να φθάσει κοντά στα 750 δισ. ευρώ–, τότε το κορυφαίο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της ζώνης του ευρώ δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να προχωρήσει σε αγορά κρατικών ομολόγων. Σε περίπτωση μάλιστα που, ταυτόχρονα με την ενίσχυση των αποπληθωριστικών πιέσεων, παραμείνουν οι ενδείξεις αδυναμίας της γερμανικής οικονομίας, ακόμη και ο άτεγκτος ορθολογισμός της Bundesbank μπορεί να καμφθεί…