«Αν τα γεγονότα δεν ταιριάζουν με τη θεωρία, άλλαξε τη θεωρία», λέει το παλιό ρητό. Πολύ συχνά, ωστόσο, είναι πολύ πιο εύκολο να κρατήσεις τη θεωρία και να αλλάξεις τα γεγονότα –ή τουλάχιστον αυτό φαίνεται να πιστεύουν η Άνγκελα Μέρκελ και οι υπόλοιποι ευρωπαίοι ηγέτες που υποστηρίζουν τη λιτότητα. Παρόλο που τα γεγονότα είναι ξεκάθαρα και εμφανή, συνεχίζουν να αρνούνται την πραγματικότητα.
Η λιτότητα έχει αποτύχει. Ωστόσο, οι υποστηρικτές της είναι διατεθειμένοι να διεκδικήσουν ακόμη και τη νίκη, με βάση την πιο αδύναμη λογική που μπορεί να φανταστεί κανείς: η οικονομία δεν καταρρέει πλέον, που σημαίνει ότι η λιτότητα λειτουργεί! Αλλά, αν αυτό είναι το σημείο αναφοράς, θα μπορούσαμε επίσης να ισχυριστούμε ότι το να πηδήξει κανείς από έναν γκρεμό είναι ο καλύτερος τρόπος να κατέβει το βουνό. Εξάλλου, η πτώση σταματάει!
Αλλά, κάθε ύφεση φτάνει στο τέλος της. Η επιτυχία δεν πρέπει να μετριέται από το γεγονός ότι, τελικά, εμφανίζεται η ανάκαμψη, αλλά από το πόσο γρήγορα λαμβάνει δράση και το πόσο εκτεταμένη είναι η ζημιά που έχει προκληθεί από την ύφεση.
Από αυτή την οπτική γωνία, η λιτότητα έχει υπάρξει μία απόλυτη και ολοκληρωτική καταστροφή, η οποία έχει γίνει όλο και πιο εμφανής καθώς οι οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιμετωπίζουν και πάλι στασιμότητα, αν όχι τριπλή ύφεση, με την ανεργία να επιμένει σε επίπεδα ρεκόρ και το κατά κεφαλή (αποπληθωρισμένο) ΑΕΠ σε πολλές χώρες να παραμένει κάτω από τα προ-κρίσης επίπεδα. Ακόμη και στις οικονομίες με τις καλύτερες επιδόσεις, όπως η Γερμανία, οι ρυθμοί της ανάπτυξης είναι τόσο αργοί μετά το 2008 που, υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες, θα θεωρούνταν καταστροφικοί.
Οι χώρες που έχουν πληγεί χειρότερα, βρίσκονται σε ύφεση. Δεν υπάρχει άλλη λέξη για να περιγράψει μία οικονομία όπως της Ισπανίας ή της Ελλάδας, όπου σχεδόν ένας στους τέσσερις ανθρώπους –και πάνω από το 50% των νέων– δεν μπορεί να βρει δουλειά. Το να πει κανείς ότι η θεραπεία λειτουργεί επειδή το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί κατά μια-δυο ποσοστιαίες μονάδες, ή επειδή παρατηρείται μια σταγόνα ανάπτυξης, είναι σαν τον μεσαιωνικό κουρέα που λέει ότι η αφαίμαξη λειτουργεί επειδή ο ασθενής είναι ακόμη ζωντανός.
Αναλύοντας την μέτρια ανάπτυξη της Ευρώπης από το 1980 και μετά, οι υπολογισμοί μου δείχνουν ότι η παραγωγή στην σημερινή ευρωζώνη είναι περισσότερο από 15% πιο χαμηλή από ό,τι θα ήταν αν δεν είχε συμβεί η οικονομική κρίση του 2008, πράγμα που σημαίνει απώλεια περίπου $1,6 τρισ. για το φετινό έτος μόνο, και μία αθροιστική απώλεια άνω των $6,5 τρισ. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι το χάσμα διευρύνεται, αντί να μικραίνει (όπως θα περίμενε κανείς μετά από μία ύφεση, όταν η ανάπτυξη είναι συνήθως ταχύτερη καθώς η οικονομία ανακτά το χαμένο έδαφος).
Με απλά λόγια, η μακρά ύφεση υπονομεύει κάθε δυνητική πιθανότητα ανάπτυξης για την Ευρώπη. Οι νέοι, οι οποίοι θα έπρεπε να συσσωρεύουν ικανότητες, δεν το κάνουν. Υπάρχουν συντριπτικά στοιχεία ότι αντιμετωπίζουν την προοπτική σημαντικά χαμηλότερου εισοδήματος εφ’ όρου ζωής από ό,τι αν ενηλικιώνονταν σε μία χρονική περίοδο πλήρους απασχόλησης.
Εντωμεταξύ, η Γερμανία αναγκάζει τις υπόλοιπες χώρες να ακολουθήσουν πολιτικές οι οποίες αποδυναμώνουν τις οικονομίες τους –και τις δημοκρατίες τους. Όταν οι πολίτες ψηφίζουν επανειλημμένα για μία αλλαγή της πολιτικής –και είναι ελάχιστες οι πολιτικές που ενδιαφέρουν περισσότερο τους πολίτες από ό,τι αυτές που επηρεάζουν το βιοτικό τους επίπεδο– αλλά τους λένε ότι τα ζητήματα αυτά διευθετούνται αλλού και ότι δεν έχουν άλλη επιλογή, τότε υποφέρουν και η δημοκρατία και η πίστη στο ευρωπαϊκό ιδεώδες.
Η Γαλλία ψήφισε για να αλλάξει πορεία πριν από τρία χρόνια. Αντ’ αυτού, οι ψηφοφόροι πήραν απλά μια ακόμα δόση της ίδιας λιτότητας, προς όφελος των επιχειρήσεων. Μία από τις παλιότερες προτάσεις στα οικονομικά είναι ο πολλαπλασιαστής ισοσκελισμένου προϋπολογισμού (balanced-budget multiplier) –δηλ. η συνδυαστική αύξηση των φόρων και των δαπανών με σκοπό την τόνωση της οικονομίας. Και, εφόσον η φορολογία στοχεύει στους πλουσίους και οι δαπάνες στους φτωχούς, ο πολλαπλασιαστής μπορεί να είναι εξαιρετικά υψηλός. Ωστόσο, η λεγόμενη σοσιαλιστική κυβέρνηση της Γαλλίας μειώνει τους εταιρικούς φόρους ενώ παράλληλα μειώνει και τις δαπάνες –μία συνταγή που είναι σχεδόν βέβαιο ότι οδηγεί σε αποδυνάμωση της οικονομίας, ωστόσο κερδίζει επαίνους από τη Γερμανία.
Η ελπίδα είναι ότι η μείωση των εταιρικών φόρων θα τονώσει τις επενδύσεις. Αυτό είναι σκέτη ανοησία. Αυτό που εμποδίζει τις επενδύσεις (και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη) είναι η έλλειψη ζήτησης, και όχι η υψηλή φορολογία. Πράγματι, δεδομένου ότι οι περισσότερες επενδύσεις χρηματοδοτούνται από το χρέος, και ότι οι πληρωμές τόκων εκπίπτουν από τον φόρο, το επίπεδο της φορολογίας έχει μικρή επίδραση στις επενδύσεις.
Ομοίως, η Ιταλία ενθαρρύνεται να επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις. Αλλά, ο πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι έχει τη λογική να αναγνωρίσει το γεγονός ότι το να ξεπουλήσει σε εξευτελιστικές τιμές τα εθνικά περιουσιακά στοιχεία δεν έχει κανένα νόημα. Οι μακροχρόνιες εκτιμήσεις, και όχι οι βραχυπρόθεσμες οικονομικές έκτακτες ανάγκες, θα πρέπει να είναι αυτές που θα καθορίσουν το ποιες δραστηριότητες θα πρέπει να λαμβάνουν χώρα στον ιδιωτικό τομέα. Η απόφαση θα πρέπει να βασίζεται στο που διεξάγονται πιο αποτελεσματικά οι δραστηριότητες, εξυπηρετώντας καλύτερα τα συμφέροντα των περισσότερων πολιτών.
Η ιδιωτικοποίηση των συντάξεων, για παράδειγμα, έχει αποδειχθεί εξαιρετικά δαπανηρή για τις χώρες που έχουν δοκιμάσει το πείραμα. Το, ως επί το πλείστον, ιδιωτικό σύστημα υγείας των ΗΠΑ είναι το λιγότερο αποτελεσματικό στον κόσμο. Αυτά είναι δύσκολα ερωτήματα, αλλά είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι το να πουλάς κρατικά περιουσιακά στοιχεία σε εξευτελιστικές τιμές, δεν είναι καλός τρόπος για να βελτιώσεις την μακροπρόθεσμη οικονομική ευρωστία.
Όλα τα δεινά της Ευρώπης –τα οποία έχουν προκληθεί στο βωμό του τεχνάσματος του ευρώ– είναι ακόμη πιο τραγικά επειδή δεν υπάρχει λόγος να συμβαίνουν. Ενώ συνεχίζουν να πληθαίνουν οι αποδείξεις ότι η λιτότητα δεν λειτουργεί, η Γερμανία και τα άλλα γεράκια την έχουν κάνει λάβαρό τους, στοιχηματίζοντας το μέλλον της Ευρώπης δε μία θεωρία που έχει από καιρό απαξιωθεί. Γιατί πρέπει λοιπόν να δώσουν κι άλλα στοιχεία στους οικονομολόγους προκειμένου να αποδείξουν το αυτονόητο;