Ο Γάλλος πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς και ο Ιταλός ομόλογός του, Ματέο Ρέντσι, δήλωσαν –ή τουλάχιστον άφησαν να εννοηθεί– ότι δεν θα συμμορφωθούν με το δημοσιονομικό σύμφωνο στο οποίο προσχώρησαν όλα τα κράτη μέλη της ευρωζώνης το 2012. Αντ’ αυτού, σκοπεύουν να ξεκινήσουν νέα χρέη.
Η στάση τους αναδεικνύει ένα θεμελιώδες ελάττωμα στη δομή της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης –το οποίο οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να αναγνωρίσουν και να αντιμετωπίσουν προτού να είναι πολύ αργά.
Το δημοσιονομικό σύμφωνο –που προηγουμένως ήταν γνωστό ως η Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση– ήταν για τη Γερμανία το «δούναι και λαβείν» προκειμένου να εγκρίνει τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), ο οποίος ήταν ουσιαστικά ένα συλλογικό πακέτο διάσωσης. Το σύμφωνο θέτει ένα αυστηρό «ταβάνι» για το διαρθρωτικό έλλειμμα του προϋπολογισμού μιας χώρας, και προβλέπει ότι οι δείκτες δημόσιου χρέους άνω του 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να μειώνονται σε ετήσια βάση κατά ένα εικοστό της διαφοράς μεταξύ του τρέχοντος δείκτη και του στόχου.
Ωστόσο, ο δείκτης χρέους/ΑΕΠ της Γαλλίας θα ανέλθει σε 96% μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, από 91% το 2012, ενώ της Ιταλίας θα φτάσει το 135%, από το 127% το 2012. Η ουσιαστική αποκήρυξη του δημοσιονομικού συμφώνου από τους Βαλς και Ρέντσι, δείχνει ότι οι δείκτες αυτοί θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο μέσα στα επόμενα χρόνια.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ηγέτες της ευρωζώνης καλούνται να ανταποκριθούν στα δύσκολα ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα του τρέχοντος συστήματος για τη διαχείριση του χρέους στο πλαίσιο της ΟΝΕ. Θα πρέπει να αρχίσουν εξετάζοντας δύο πιθανά μοντέλα για την διασφάλιση της σταθερότητας και της βιωσιμότητας του χρέους εντός της νομισματικής ένωσης: το μοντέλο της αμοιβαιοποίησης του χρέους και το μοντέλο ευθύνης (liabilitymodel).
Μέχρι στιγμής, η Ευρώπη έχει κολλήσει στο μοντέλο της αμοιβαιοποίησης του χρέους, σύμφωνα με το οποίο οι επιμέρους οφειλές των κρατών ασφαλίζονται από μια κοινή κεντρική τράπεζα ή μέσω δημοσιονομικών συστημάτων διάσωσης, διασφαλίζοντας την ασφάλεια για τους επενδυτές και εξαλείφοντας σε μεγάλο βαθμό τα spreads μεταξύ των χωρών, ανεξάρτητα από το επίπεδο του χρέους τους. Προκειμένου να αποφευχθεί η τεχνητή μείωση των επιτοκίων εξαιτίας της ενθάρρυνσης των χωρών για υπερβολικό δανεισμό, θεσπίζονται επίσης και πολιτικά «φρένα» χρέους.
Στην ευρωζώνη, η αμοιβαιοποίηση πραγματοποιήθηκε χάρη στις γενναιόδωρες διασώσεις του ΕΜΣ και το περίπου €1 τρισ. του συστήματος TARGET2 σε πιστώσεις από τα εθνικά πιεστήρια για τις χώρες που έχουν πληγεί από την κρίση. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υποσχέθηκε να προστατεύσει αυτές τις χώρες από την χρεοκοπία δίχως καμία χρέωση, μέσω του προγράμματος «οριστικών νομισματικών συναλλαγών» της (OMT) –δηλαδή, υπόσχοντας να αγοράσει το δημόσιο χρέος τους στις δευτερογενείς αγορές– το οποίο λειτουργεί περίπου όπως τα ευρωομόλογα. Η υποτιθέμενη σύσφιξη του ανώτατου ορίου του χρέους το 2012, ακολούθησε αυτό το μοντέλο.
Η εναλλακτική λύση –το μοντέλο ευθύνης– προϋποθέτει ότι κάθε κράτος αναλαμβάνει την ευθύνη για τις δικές του οφειλές, με τους πιστωτές να φέρουν το κόστος της αθέτησης. Αντιμέτωποι με αυτόν τον κίνδυνο, οι επενδυτές απαιτούν υψηλότερα επιτόκια από την αρχή ή αρνούνται να χορηγήσουν πρόσθετη πίστωση, επιβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα μέτρο πειθαρχίας στους οφειλέτες.
Το καλύτερο παράδειγμα μοντέλου ευθύνης είναι αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών. Όταν πολιτείες των ΗΠΑ όπως η Καλιφόρνια, το Ιλινόις ή η Μινεσότα παρουσιάζουν δημοσιονομικά προβλήματα, κανείς δεν περιμένει από τις υπόλοιπες πολιτείες ή από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να τις διασώσει, πόσο μάλλον από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) να εγγυηθεί ή να αγοράσει τα ομόλογά τους.
Πράγματι, η Fed, σε αντίθεση με την ΕΚΤ, δεν αγοράζει ομόλογα από επιμέρους πολιτείες. Οι επενδυτές οφείλουν να φέρουν το κόστος οποιασδήποτε αφερεγγυότητας. Το 1975, η Νέα Υόρκη χρειάστηκε να δεσμεύσει τα μελλοντικά της φορολογικά έσοδα στους πιστωτές της, προκειμένου να παραμείνει φερέγγυα.
Φυσικά, οι ΗΠΑ δεν ήταν πάντα τόσο αυστηρές. Λίγο μετά την ίδρυσή τους, δοκίμασαν την αμοιβαιοποίηση του χρέους, με τον AlexanderHamilton, τον πρώτο υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ, περιγράφοντας το πρόγραμμα το 1971 ως τη «βάση» για τη νέα αμερικανική ομοσπονδία.
Όμως, όπως αποδείχθηκε, το μοντέλο της αμοιβαιοποίησης –που χρησιμοποιήθηκε ξανά το 1813 κατά τη διάρκεια του δεύτερου πολέμου ενάντια στους Βρετανούς– τροφοδότησε μία πιστωτική φούσκα η οποία έσκασε το 1837 και οδήγησε σε χρεοκοπία τις 9 από τις 29 πολιτείες των ΗΠΑ. Το άλυτο πρόβλημα του χρέους επιδείνωσε τις εντάσεις σχετικά με το ζήτημα της δουλείας, το οποίο προκάλεσε τον Εμφύλιο Πόλεμο του 1861.
Από αυτή την άποψη, όπως σημειώνει και ο ιστορικός HaroldJames, η αμοιβαιοποίηση αποδείχθηκε «δυναμίτης» –και όχι η βάση για τη νέα ομοσπονδία. Μόνο μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο αποφάσισαν οι ΗΠΑ να λειτουργήσουν την ομοσπονδία βάσει του μοντέλου ευθύνης –μία προσέγγιση που έχει στηρίξει τη σταθερότητα και έχει περιορίσει τα επίπεδα χρέους των επιμέρους πολιτειών από τότε μέχρι και σήμερα.
Για τους Ευρωπαίους ηγέτες, η αποχώρηση της Γαλλίας και της Ιταλίας από το δημοσιονομικό σύμφωνο θα πρέπει να χρησιμεύσει ως ξεκάθαρη ένδειξη ότι το μοντέλο της αμοιβαιοποίησης δεν είναι σωστό, ούτε για την ευρωζώνη. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Fed, η ΕΚΤ θα πρέπει να καταργήσει το πρόγραμμα OMT–το οποίο, σύμφωνα με το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, δεν συμμορφώνεται με το δίκαιο των συνθηκών της ΕΕ ούτως ή άλλως.
Επιπλέον, η ΕΚΤ θα πρέπει να επαναφέρει την απαίτηση ότι τα χρέη του TARGET2 θα πρέπει να αποπληρώνονται με χρυσό, όπως συνέβη και στις ΗΠΑ πριν από το 1975 για να επανέλθουν οι ισορροπίες μεταξύ των περιφερειών του Ομοσπονδιακού Συστήματος. Καλό θα ήταν ίσως, ακόμη και να επανεξεταστεί το ίδιο το δημοσιονομικό σύμφωνο.
Τέτοιου είδους μέτρα, θα χρησίμευαν και ως ειδοποίηση προς τους επενδυτές ότι δεν μπορούν να ελπίζουν ότι θα λυτρωθούν από τα νομισματοκοπεία σε καιρούς κρίσης, υποχρεώνοντάς τους έτσι να απαιτήσουν υψηλότερα επιτόκια ή αποτρέποντάς τους από το να χορηγούν πιστώσεις εξαρχής. Με τη σειρά του, αυτό θα οδηγούσε σε αυξημένη πειθαρχία ανάμεσα στις χρεωμένες χώρες της ευρωζώνης και θα γλίτωνε την Ευρώπη από μια χιονοστιβάδα χρέους, η οποία θα μπορούσε τελικά να οδηγήσει τις σήμερα φερέγγυες χώρες στη χρεοκοπία και να καταστρέψει το σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.