Ο νέος πρόεδρος της Κομισιόν, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, έχει επαναφέρει τις δημόσιες επενδύσεις στην ημερήσια διάταξη με την ιδέα του για ένα τριετές επενδυτικό σχέδιο €300 δισ.
Οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναμένεται να συζητήσουν την πρότασή του το Δεκέμβριο. Όλοι φαίνεται να συμφωνούν ότι οι περισσότερες επενδύσεις θα βοηθούσαν στην ενίσχυση της ανησυχητικά αδύναμης ευρωπαϊκής οικονομίας. Αλλά, πίσω από την φαινομενική αυτή συναίνεση, κρύβονται πολλά αναπάντητα ερωτήματα.
Καταρχάς, αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η Ευρώπη εξετάζει μια τέτοιου είδους πρωτοβουλία. Το 1993, η Κομισιόν, υπό τον Ζακ Ντελόρ, πρότεινε ένα επενδυτικό σχέδιο στη Λευκή Βίβλο για την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση. Το σχέδιο έτυχε ευρείας αποδοχής, ωστόσο δεν ελήφθη κανένα μέτρο. Αντίστοιχα, το 2000, ως μέρος της στρατηγικής της Λισαβόνας, η ΕΕ επεδίωξε να αυξήσει τις εθνικές δαπάνες για την έρευνα και την ανάπτυξη στο 3% του ΑΕΠ. Δεν κατάφερε να πετύχει αυτόν τον στόχο. Πιο πρόσφατα, τον Ιούνιο του 2012, οι ηγέτες της ΕΕ ενέκριναν ένα Σύμφωνο για την Ανάπτυξη και την Απασχόληση, που υποτίθεται ότι θα κινητοποιούσε €120 δισ. Η επιταγή αυτή «κόλλησε στο ταχυδρομείο».
Είναι πράγματι εύκολο να προσποιηθεί κανείς ότι κάνει κάτι χωρίς ουσιαστικά να λαμβάνει αποτελεσματικά μέτρα. Ένας απλός τρόπος είναι να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), την τράπεζα ανάπτυξης της ΕΕ, να δανείσει περισσότερα χρήματα. Αυτό συνεπάγεται δύο περιορισμούς: η ίδια η ΕΤΕπ είναι ιδιαίτερα προσεκτική ώστε να μην θέσει σε κίνδυνο την πιστοληπτική της διαβάθμιση αναλαμβάνοντας περισσότερο ρίσκο, και τα δάνειά της υποκαθιστούν εύκολα την ιδιωτική χρηματοδότηση. Έτσι, ο περισσότερος δανεισμός μπορεί να είναι μάταιος αν οδηγεί στον παραγκωνισμό της ιδιωτικής χρηματοδότησης των βέλτιστων διαθέσιμων προγραμμάτων από την ΕΤΕπ. Μία γέφυρα που χρηματοδοτείται από την ΕΤΕπ μπορεί να είναι πιο οικονομική λύση από μία αντίστοιχη γέφυρα που χρηματοδοτείται από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, αλλά παραμένει η ίδια γέφυρα και έχει τον ίδιο οικονομικό αντίκτυπο. Το μέγεθος του ισολογισμού της ΕΤΕπ δεν αποτελεί καλό μέτρο της αποτελεσματικότητάς της.
Αντ’ αυτού, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται τρεις επενδυτικοί «μοχλοί». Ο πρώτος έχει τη βάση του στον προϋπολογισμό: οι κυβερνήσεις που απολαμβάνουν τα δημοσιονομικά περιθώρια θα πρέπει να δαπανούν χρήματα σε οικονομικά αξιόπιστα έργα. Οι δημόσιες επενδύσεις είναι ένα συμπλήρωμα των ιδιωτικών επενδύσεων. Αν έχουν σχεδιαστεί σωστά και είναι στοχευμένες, τότε μπορούν να προκαλέσουν περισσότερες ιδιωτικές επενδύσεις, αντί να τις απωθούν.
Για παράδειγμα, οι επαρκείς υποδομές στους τομείς των μεταφορών και της ευρυζωνικότητας ευνοούν την άνθηση των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Σε μία εποχή που οι αγορές είναι πρόθυμες να δανείσουν στις αφερέγγυες κυβερνήσεις σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά, δεν θα έπρεπε να υπάρχει χώρος για αμφιβολία.
Προφανώς, η φθηνή χρηματοδότηση δεν δικαιολογεί τις δημόσιες επενδύσεις σε έργα με αμφίβολες κοινωνικές αποδόσεις, ή σε αυτά που οι επαγγελματίες της ανάπτυξης αποκαλούν «λευκούς ελέφαντες»: τα έργα που γεμίζουν τα πρωτοσέλιδα αλλά των οποίων η αξία είναι αμφισβητούμενη και τα οποία στηρίζονται από ειδικά συμφέροντα. Οι επενδύσεις θα πρέπει να αξιολογούνται με βάση τις συνολικές οικονομικές τους επιπτώσεις, μέσα από τις κατάλληλες διαδικασίες που έχουν τεθεί σε εφαρμογή προκειμένου να μην πηγαίνουν χαμένα τα δημόσια χρήματα.
Ο δεύτερος επενδυτικός «μοχλός» είναι ρυθμιστικού χαρακτήρα. Πολλές επενδύσεις μεγάλης κλίμακας που αποδίδουν μόνο μακροπρόθεσμα –για παράδειγμα, στους τομείς της ενέργειας, των ψηφιακών υποδομών, και των μεταφορών– είναι συγκεντρωμένες στους τομείς που ρυθμίζονται από το κράτος, δίνοντας στις κυβερνήσεις την εξουσία να επηρεάζουν τις επιχειρηματικές αποφάσεις.
Η προβλεψιμότητα σχετικά με τη μελλοντική πορεία των ρυθμίσεων θα ξεμπλόκαρε τα έργα που καθυστερούν λόγω της υπάρχουσας αβεβαιότητας. Μία αξιόπιστη προοπτική σχετικά με την τιμή του άνθρακα, για παράδειγμα, θα προκαλούσε νέες ιδιωτικές επενδύσεις σε καθαρότερες τεχνολογίες. Ομοίως, ένα συμφωνημένο ευρωπαϊκό πλαίσιο για έργα που θα συνδέουν τις χώρες μεταξύ τους, θα αφαιρούσε τα εμπόδια για τις διασυνοριακές επενδύσεις.
Απέχουμε πολύ ακόμα από το να πετύχουμε αυτές τις συνθήκες, πράγμα που σημαίνει ότι δεν επιχειρούνται κερδοφόρες επενδύσεις. Το να αλλάξει αυτή η κατάσταση δεν θα κόστιζε ούτε ένα ευρώ. Το μόνο που απαιτείται είναι πολιτική βούληση.
Ο τρίτος επενδυτικός «μοχλός» είναι οικονομικός. Η επενδυτική ζήτηση δεν έχει ατονήσει εξαιτίας των υπερβολικά υψηλών επιτοκίων, αλλά επειδή δεν υπάρχει αρκετή όρεξη για ανάληψη κινδύνου εντός του τραπεζικού συστήματος. Η χρηματοδότηση στην ηπειρωτική Ευρώπη είναι παραδοσιακά βασισμένη στις τράπεζες, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, όπου οι κεφαλαιακές αγορές βασιλεύουν. Ωστόσο, οι ρυθμιστικές αρχές υπαγορεύουν στις τράπεζες να μειώσουν τη μόχλευσή τους και να συγκεντρώνουν υψηλότερο κεφάλαιο προτού προβούν σε δανειοδοτήσεις υψηλού κινδύνου, και οι πιστωτές λαμβάνουν το μήνυμα ότι δεν πρέπει να περιμένουν να διασωθούν αν οι τράπεζες μπουν σε μπελάδες.
Όλο αυτό γίνεται επίτηδες. Οι κυβερνήσεις και οι πολίτες της Ευρώπης έχουν πληρώσει –και ακόμη πληρώνουν– το υπερβολικά υψηλό τίμημα για τον απερίσκεπτο δανεισμό και τις επενδύσεις της δεκαετίας του 2000. Είναι λοιπόν κατανοητό το γεγονός ότι δεν επιθυμούν να επαναλάβουν αυτή την εμπειρία.
Το αποτέλεσμα, ωστόσο, είναι ότι τα έργα που έχουν υψηλό ρίσκο και υψηλές αποδόσεις είναι πιο δύσκολα να χρηματοδοτηθούν από ό,τι θα έπρεπε. Προκειμένου να αναζωογονήσει η Ευρώπη την οικονομία της και να αποφύγει την στασιμότητα, οι επιχειρηματίες της θα πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερο κίνδυνο ώστε να καινοτομήσουν. Αλλά, το χρηματοπιστωτικό της σύστημα βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο, από ένα σύστημα που βασιζόταν στις τράπεζες σε ένα σύστημα που έχει τη βάση του στις αγορές, και το οποίο περιλαμβάνει την αποστροφή κινδύνου.
Σε αυτό το σημείο λοιπόν, οι δημόσιοι φορείς –τόσο οι εθνικές κυβερνήσεις όσο και η ΕΕ– θα πρέπει να παρέμβουν και να μοιραστούν μέρος του κινδύνου με τους ιδιωτικούς φορείς. Θα πρέπει, τουλάχιστον προσωρινά, να φερθούν περισσότερο σαν επενδυτές που ελέγχουν τα έργα, συμβάλλουν στη χρηματοδότηση, και κερδίζουν αποδόσεις. Η χρήση της ΕΤΕπ και των εθνικών αναπτυξιακών τραπεζών για τον σκοπό αυτό θα βοηθούσε στο να ξεπεραστεί το σημερινό αδιέξοδο.
Θα μπορούσαν άραγε αυτές οι τρεις πρωτοβουλίες να φτάσουν έως και τα €300 δισεκατομμύρια; Σε αυτή τη φάση, κανείς δε γνωρίζει την απάντηση. Αλλά, αυτή θα ήταν η καλύτερη κατεύθυνση προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος.