Οι κυριότερες οικονομίες υψηλού εισοδήματος –οι ΗΠΑ, η ευρωζώνη, η Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο– υποφέρουν εδώ και καιρό από το «σύνδρομο χρόνιας ανεπάρκειας της ζήτησης».
Πιο συγκεκριμένα, οι ιδιωτικοί τους τομείς έχουν αποτύχει να σπαταλήσουν αρκετά για να φέρουν την παραγωγή κοντά στο δυναμικό της, χωρίς τις παραινέσεις της εξαιρετικά επιθετικής νομισματικής πολιτικής, των μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ή και των δύο. Το σύνδρομο χρόνιας ανεπάρκειας της ζήτησης έχει πλήξει την Ιαπωνία από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, και τις υπόλοιπες οικονομίες τουλάχιστον από το 2008. Τι μπορεί να γίνει για αυτό; Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα, θα πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε την ασθένεια.
Οι κρίσεις είναι οι καρδιακές ανακοπές του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Έχουν δυνητικά καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία. Ο ρόλος του οικονομικού «γιατρού» είναι να κρατήσει τον ασθενή ζωντανό: να αποτρέψει το χρηματοπιστωτικό σύστημα από την κατάρρευση, και να στηρίξει τη ζήτηση. Η σωστή στιγμή να ανησυχήσει ο γιατρός για τον τρόπο ζωής του ασθενή δεν είναι κατά τη διάρκεια της καρδιακής προσβολής. Η ανάγκη επιτάσσει σε πρώτη φάση το να κρατηθεί ο ασθενής εν ζωή.
Όπως οι καρδιακές προσβολές, έτσι και οι οικονομικές κρίσεις έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις. Ένας λόγος είναι η ζημιά στον ίδιο τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Ένας άλλος λόγος είναι η απώλεια της εμπιστοσύνης στο μέλλον. Ακόμη ένας λόγος είναι ότι το χρέος που συσσωρεύεται στον δρόμο προς την κρίση δεν είναι πια βιώσιμο. Αυτό που συμβαίνει στη συνέχεια, είναι μία «ύφεση ισολογισμού» –μία περίοδος κατά την οποία οι χρεωμένοι επικεντρώνονται στην αποπληρωμή του χρέους τους. Η μετά κρίσης πολιτική, πρέπει να αντισταθμίσει αυτή την απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα. Οι υποστηρικτικές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές μπορούν και οι δύο να βοηθήσουν. Χωρίς τέτοιου είδους πολιτικές, πιθανό αποτέλεσμα είναι οι τεράστιες υφέσεις, όπως συνέβη και στα κράτη μέλη της ευρωζώνης που επλήγησαν από την κρίση.
Ένα συμπλήρωμα για την απομόχλευση είναι η αναδιάρθρωση του χρέους. Πολλοί οικονομολόγοι προτείνουν αυτή την αναδιάρθρωση ως ουσιαστικό μέρος της λύσης. Τουλάχιστον στον τομέα των νοικοκυριών, οι ΗΠΑ έχουν κάνει πολύ καλύτερη δουλειά από ό,τι η ευρωζώνη. Αλλά, η οργάνωση της αναδιάρθρωσης του χρέους είναι εξαιρετικά δύσκολη εφόσον οι οφειλέτες αρνούνται να παραδεχθούν την ήττα. Αυτό ισχύει για τον ιδιωτικό τομέα, και, ακόμη περισσότερο, για τον δημόσιο. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο το χρέος κρατάει τόσο πολύ καιρό.
Ωστόσο, υπάρχουν και ακόμη πιο ανησυχητικές πιθανότητες από την απειλή του χρέους (debt overhang). Στο βιβλίο μου, με τίτλο «The Shifts and the Shocks», προτείνω ότι μία σειρά από αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία δημιούργησαν χρονίως ασθενή ζήτηση εν απουσία των πιστωτικών επεκτάσεων (credit booms). Μεταξύ αυτών των αλλαγών, ήταν οι πλεονάζουσες αποταμιεύσεις στις αναδυόμενες οικονομίες, οι αλλαγές στην κατανομή του εισοδήματος, η γήρανση του πληθυσμού και η πτώση στην τάση για επενδύσεις στις χώρες υψηλού εισοδήματος. Πίσω από αυτές τις αλλαγές κρύβονται, μεταξύ άλλων παραγόντων, η παγκοσμιοποίηση, η τεχνολογική καινοτομία και ο αυξανόμενος ρόλος του χρηματοπιστωτικού τομέα. Δεν αρκούν οι κινήσεις για εξυγίανση που έρχονται μετά την κατάρρευση της φούσκας του χρέους. Οι φορείς χάραξης πολιτικής πρέπει επίσης να εξαλείψουν την εξάρτηση της ζήτησης από τη μη βιώσιμη πίστωση.
Χωρίς αυτό, ακόμη και η πιο ριζική εξυγίανση δεν θα επιφέρει συνεχιζόμενη υψηλή ζήτηση. Πράγματι, αν μία χώρα είναι μικρή, μπορεί να καταφέρει να εισάγει την ελλείπουσα ζήτηση μέσω του εξωτερικού ισοζυγίου. Αλλά, όταν πλήττονται τεράστια τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας, απαιτούνται εναλλακτικές λύσεις. Υπάρχουν τρεις γενικές εναλλακτικές λύσεις: να συνεχίσουμε να ζούμε με την χρόνια αδυναμία της ζήτησης, να εφαρμόσουμε επιθετικές πολιτικές ζήτησης επ’ αόριστον (όπως έχει κάνει η Ιαπωνία), ή να διορθώσουμε τις υποκείμενες διαρθρωτικές αδυναμίες της ζήτησης.
Η υπερ-επιθετική νομισματική πολιτική συμβάλλει με την παροχή πραγματικών επιτοκίων που είναι πολύ κάτω από το μηδέν. Μία εναλλακτική λύση είναι τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Αλλά, αυτό διατρέχει τον κίνδυνο του να τεθεί το χρέος σε μία μόνιμη αυξητική τροχιά. Μία ακόμη πιο ανορθόδοξη λύση είναι η οριστική νομισματική χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, όπως έχει προτείνει ο Adair Turner, πρώην πρόεδρος της Αρχής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτή συνεπάγεται την κρατικοποίηση της δημιουργίας του χρήματος, η οποία ανατίθεται επί του παρόντος σε συχνά ανεύθυνες ιδιωτικές τράπεζες. Αυτός είναι ένας πιο άμεσος (και πιθανότατα πιο αποτελεσματικός) τρόπος να χρησιμοποιηθεί η δύναμη μίας κεντρικής τράπεζας για τη δημιουργία χρήματος, προκειμένου να επεκταθεί η ζήτηση, από ό,τι να χρησιμοποιηθεί έμμεσα, μέσω της χειραγώγησης των τιμών των περιουσιακών στοιχείων. Αυτού του είδους η άμεση νομισματοποίηση των ελλειμάτων, φαίνεται ιδιαίτερα λογική λύση στην Ιαπωνία.
Η εναλλακτική είναι να αντιμετωπιστούν οι πηγές της διαρθρωτικά αδύναμης ζήτησης. Μία πιθανή πολιτική, θα ήταν η αναδιανομή των εισοδημάτων από τους αποταμιευτές στους ξοδευτές. Μία άλλη θα ήταν η προαγωγή των δαπανών. Γι’ αυτό και η αύξηση στον φόρο κατανάλωσης της Ιαπωνίας ήταν τόσο εσφαλμένη. Η Ιαπωνία, θα έπρεπε αντ’ αυτού να φορολογήσει τις αποταμιεύσεις. Αυτό παραβιάζει την προκατάληψη ότι η λιτότητα είναι πολύτιμη. Αλλά, σε έναν κόσμο που υποφέρει από το σύνδρομο χρόνιας ανεπάρκειας της ζήτησης, αυτό δεν συμβαίνει. Θα πρέπει να αποθαρρύνονται οι μη παραγωγικές αποταμιεύσεις.
Πέραν της μετα-κρίσης δυσφορίας και της επίμονα αδύναμης ζήτησης, βρίσκεται η πιθανότητα της διαρθρωτικά αδύναμης προσφοράς. Η λύση είναι η ενθάρρυνση για εργασία, επενδύσεις και καινοτομία. Αλλά, οι πολιτικές που είναι σχεδιασμένες για την προώθηση της προσφοράς πρέπει παράλληλα να μην αποδυναμώνουν τη ζήτηση. Αυτό είναι και ένα από τα προβλήματα της στερεοτυπικής σύστασης των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, οι οποίες συνεπάγονται τη μείωση των μισθών για ένα μεγάλο ποσοστό του εργατικού δυναμικού και την διευκόλυνση των εργοδοτών να προσλαμβάνουν και να απολύουν προσωπικό. Αυτό είναι πιθανό να μειώσει την κατανάλωση, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα –ακριβώς όπως έδειξε και η εμπειρία της Γερμανίας κατά την πρώτη δεκαετία του 2000. Οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να προωθούν τη ζήτηση. Για το λόγο αυτόν, η ευρωζώνη θα πρέπει να καταλήξει σε ένα ισορροπημένο πακέτο, και να μην εξαρτάται υπερβολικά από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Η κρίση άφησε μία ζοφερή κληρονομιά. Η ευρωζώνη τα έχει πάει πολύ χειρότερα στην αντιμετώπισή της από ό,τι, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ. Αλλά, οι αιτίες της κρίσης κρύβονται στις μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές αδυναμίες. Η πολιτική θα πρέπει να αντιμετωπίσει και αυτές τις ελλείψεις, προκειμένου η έξοδος από την κρίση να μην αποτελέσει την αρχή μίας πορείας προς την επόμενη. Οι απαντήσεις, είναι πιθανό να είναι ανορθόδοξες. Αλλά, το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για την σημερινή οικονομική κατάσταση. Οι σπάνιες παθήσεις, χρειάζονται και ασυνήθιστες θεραπείες. Οπότε, θα πρέπει να τις αναζητήσουμε.