Εντός των τελευταίων πέντε μηνών, η τιμή του πετρελαίου έχει μειωθεί περισσότερο από 25%, σε λιγότερο από 80 δολάρια ανά βαρέλι.
Αν η τιμή παραμείνει σε αυτό το επίπεδο, θα έχει σημαντικές επιπτώσεις –κάποιες καλές και κάποιες κακές– για πολλές χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο. Αν πέσει ακόμη παραπάνω, όπως φαίνεται πιθανό, οι γεωπολιτικές συνέπειες για ορισμένες πετρελαιοπαραγωγές χώρες, μπορεί να είναι δραματικές.
Η τιμή του πετρελαίου ανά πάσα στιγμή εξαρτάται από τις προσδοκίες των συμμετεχόντων στην αγορά σχετικά με τη μελλοντική προσφορά και ζήτηση. Ο ρόλος των προσδοκιών καθιστά την αγορά πετρελαίου πολύ διαφορετική από τις περισσότερες άλλες αγορές. Για παράδειγμα, στην αγορά φρέσκων λαχανικών, οι τιμές πρέπει να εξισορροπούν την προσφορά και τη ζήτηση της τρέχουσας συγκομιδής. Αντιθέτως, οι παραγωγοί πετρελαίου και άλλοι εντός της βιομηχανίας, μπορούν να κρατούν την προσφορά μακριά από την αγορά εφόσον θεωρούν ότι η τιμή θα αυξηθεί αργότερα, ή αν μπορούν να αυξήσουν την προσφορά στην αγορά αν θεωρούν ότι η τιμή πρόκειται να πέσει.
Οι πετρελαϊκές εταιρείες σε όλο τον κόσμο συγκρατούν τον εφοδιασμό της αγοράς, μειώνοντας την ποσότητα του πετρελαίου που παίρνουν από το έδαφος. Οι πετρελαιοπαραγωγοί μπορούν επίσης να περιορίσουν την προσφορά, κρατώντας τα αποθέματα του πετρελαίου σε πετρελαιοφόρα στη θάλασσα ή σε άλλες αποθηκευτικές εγκαταστάσεις. Αντίθετα, οι παραγωγοί μπορούν να «γεμίσουν» την αγορά με περισσότερο πετρέλαιο, αυξάνοντας την παραγωγή ή χρησιμοποιώντας τα αποθέματά τους.
Οι προσδοκίες της αγοράς που αντικατοπτρίζονται στη σημερινή τιμή του πετρελαίου, αντανακλούν τη μελλοντικά χαμηλότερη ζήτηση και την αυξημένη μελλοντικά προσφορά. Η χαμηλότερη ζήτηση αντανακλά τόσο την σημερινή αδυναμία της οικονομικής δραστηριότητας, ιδιαίτερα στην Ευρώπη και στην Κίνα και, το σημαντικότερο, τις μακροπρόθεσμες αλλαγές στην τεχνολογία, οι οποίες αυξάνουν την αποδοτικότητα των καυσίμων των αυτοκινήτων και καθιστούν ευρέως διαθέσιμη τη χρήση της ηλιακής ενέργειας και των υπόλοιπων πηγών ενέργειας, πέραν του πετρελαίου. Η αύξηση της μελλοντικής δυνητικής προσφοράς του πετρελαίου, αντανακλά τη νέα παραγωγή μέσω της μεθόδου του Fracking, την ανάπτυξη των πισσούχων άμμων του Καναδά, και την πρόσφατη απόφαση του Μεξικού να επιτρέψει στις ξένες πετρελαϊκές εταιρείες να αναπτύξουν τους ενεργειακούς πόρους της χώρας.
Οι αλλαγές αυτές στην προσφορά και τη ζήτηση, υποδηλώνουν ότι η μελλοντική τιμή του πετρελαίου μπορεί να είναι χαμηλότερη από ό,τι ανάμεναν οι συμμετέχοντες στη βιομηχανία μέχρι πριν λίγους μήνες. Ορισμένες από τις πρόσφατες αλλαγές στην αναμενόμενη, μελλοντική προσφορά και ζήτηση θα μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί νωρίτερα. Αλλά, δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζει κανείς πότε θα αλλάξουν οι στάσεις και οι προσδοκίες. Η ιστορική μεταβλητότητα των τιμών του πετρελαίου, αντικατοπτρίζει αυτές τις ψυχολογικές μεταπτώσεις, καθώς και τις αλλαγές στην αντικειμενική πραγματικότητα.
Η σημερινή τιμή του πετρελαίου συνδέεται επίσης με τα αναμενόμενα μελλοντικά επιτόκια. Πιο συγκεκριμένα, οι πετρελαιοπαραγωγοί έχουν μία επενδυτική επιλογή: Μπορούν να αυξήσουν τώρα την παραγωγή, πωλώντας το επιπλέον πετρέλαιο στη σημερινή τιμή και επενδύοντας τα έσοδα με το τρέχον επιτόκια, ή μπορούν να αφήσουν το πετρέλαιο στο έδαφος ως επένδυση.
Ένα χαμηλό επιτόκιο ενθαρρύνει τους παραγωγούς να αφήσουν το πετρέλαιο στο έδαφος. Όταν τα τρέχοντα, ασυνήθιστα χαμηλά, επιτόκια των μακροπρόθεσμων ομολόγων αυξηθούν ξανά μέσα στα επόμενα χρόνια, θα καταστεί πιο ελκυστικό για τους παραγωγούς να αυξήσουν την προμήθεια πετρελαίου και να επενδύσουν το προκύπτον εισόδημα με βάση υψηλότερα επιτόκια. Εκτός και αν αλλάξουν οι προσδοκίες σχετικά με τα θεμελιώδη της μελλοντικής προσφοράς και ζήτησης, η άνοδος στα επιτόκια θα προκαλέσει περαιτέρω μείωση στις τιμές του πετρελαίου.
Η χαμηλή τιμή του πετρελαίου είναι ένα καλό νέο για την οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών, διότι συνεπάγεται αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων για τους Αμερικανούς καταναλωτές. Εντός των ΗΠΑ, η χαμηλότερη τιμή μεταφέρει το πραγματικό εισόδημα από τους πετρελαιοπαραγωγούς προς τα νοικοκυριά, γεγονός που αυξάνει την βραχυπρόθεσμη ζήτηση, διότι τα νοικοκυριά δαπανούν μεγαλύτερο ποσοστό των εισοδημάτων τους από ό,τι οι πετρελαϊκές εταιρείες. Για τον ίδιο λόγο, η χαμηλότερη τιμή, δίνει επίσης μία ώθηση στη συνολική ζήτηση στην Ευρώπη, την Ασία και σε άλλες περιοχές που εισάγουν πετρέλαιο.
Οι μεγάλοι χαμένοι από την πτώση των τιμών του πετρελαίου, περιλαμβάνουν αρκετές χώρες που δεν είναι «φίλοι» των ΗΠΑ, καθώς και τους συμμάχους τους, όπως η Βενεζουέλα, το Ιράν και η Ρωσία. Οι χώρες αυτές εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα πετρελαϊκά τους έσοδα για την στήριξη των δαπανών των κυβερνήσεών τους –ιδιαίτερα των μαζικών προγραμμάτων μεταφοράς. Ακόμα και στα 75 με 80 δολάρια το βαρέλι, οι κυβερνήσεις αυτές θα δυσκολευτούν να χρηματοδοτήσουν τα λαϊκίστικα προγράμματα που χρειάζονται για να διατηρήσουν τη δημόσια στήριξη.
Παρά το γεγονός ότι η Σαουδική Αραβία και αρκετές από τις χώρες του Κόλπου είναι επίσης σημαντικοί εξαγωγείς πετρελαίου, διαφέρουν από τους άλλους παραγωγούς με δύο σημαντικούς τρόπους. Πρώτον, το κόστος εξόρυξης πετρελαίου για αυτές τις χώρες είναι εξαιρετικά χαμηλό, που σημαίνει ότι θα είναι σε θέση να παράγουν με κέρδος στην τρέχουσα τιμή –ή ακόμη και σε πολύ χαμηλότερη τιμή. Δεύτερον, τα τεράστια οικονομικά τους αποθέματα τους επιτρέπουν να χρηματοδοτούν τις εγχώριες και τις διεθνείς τους δραστηριότητες για εκτεταμένες χρονικές περιόδους, ενώ επιδιώκουν να μεταμορφώσουν τις οικονομίες τους για να μειώσουν την εξάρτησή τους από τα έσοδα του πετρελαίου.
Μία περαιτέρω πτώση στην τιμή του πετρελαίου θα μπορούσε να έχει σημαντικές γεωπολιτικές επιπτώσεις. Η τιμή των $60 το βαρέλι, θα μπορούσε να δημιουργήσει ιδιαιτέρως σοβαρά προβλήματα συγκεκριμένα για τη Ρωσία. Ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν δεν θα μπορούσε πλέον να διατηρήσει τα προγράμματα μεταφοράς που «συντηρούν» επί του παρόντος τη λαϊκή του στήριξη. Παρόμοιες συνέπειες θα παρατηρούνταν και στο Ιράν και τη Βενεζουέλα.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν τα τρέχοντα καθεστώτα αυτών των χωρών θα μπορούσαν να επιβιώσουν μία σημαντική και διαρκή μελλοντική πτώση των τιμών του πετρελαίου. Αντιθέτως, είναι προφανές ότι οι χώρες που εισάγουν πετρέλαιο θα ωφεληθούν σε μεγάλο βαθμό –όπως άλλωστε κάνουν ήδη.