Σε άλλες εποχές, οι επίσημοι πιστωτές έλυναν απλά τις διαφορές τους με τους ατίθασους δανειολήπτες: έστελναν τις κανονιοφόρους!
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν πρόκειται, βεβαίως, να στείλει σκάφη για να επιβάλουν ναυτικό αποκλεισμό στην κυβέρνηση, αλλά, σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, φέρεται αποφασισμένο να «βομβαρδίσει» το Μαξίμου μέσω της τρόικας, μέχρι να εγκαταλείψει οριστικά ο Πρωθυπουργός τη δέσμευσή του για «διαζύγιο» από το ΔΝΤ.
Ο ιδιότυπος «ναυτικός αποκλεισμός» που έχει επιβάλει στην κυβέρνηση το ΔΝΤ, αναφέρουν οι ίδιες πληροφορίες, δεν πρόκειται να τελειώσει όσο εύκολα άφηναν να εννοηθεί τα τελευταία 24ωρα τα κυβερνητικά στελέχη. Η αποστολή, από τα ξημερώματα της Κυριακής, λίστας με μέτρα που προτίθεται να λάβει η κυβέρνηση, προκειμένου να πειστεί η τρόικα να ολοκληρώσει την αξιολόγηση, δεν φαίνεται ότι είναι αρκετή για να επιτευχθεί ο στόχος.
Το Ταμείο κρατάει, σύμφωνα με πληροφορίες, πολύ σκληρή στάση και έχει όλα τα προσχήματα για να μπλοκάρει την αξιολόγηση, αφού το «πακέτο» μέτρων είναι προδήλως ανεπαρκές για να καλύψει το εκτιμώμενο δημοσιονομικό κενό των 2,5 δισ. ευρώ. Σε αυτή τη φάση, άλλωστε, ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ, Ρίσι Γκογιάλ, έχει άνωθεν εντολές να επιμείνει στην πρόβλεψη για αυτό το κενό, όσο και αν αυτή αμφισβητείται από το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών ως υπερβολικά απαισιόδοξη και ατεκμηρίωτη.
Σε χθεσινές δηλώσεις του, μάλιστα, ο Γκογιάλ υπενθύμισε με νόημα ότι το πρόγραμμα του Ταμείου στην Ελλάδα ολοκληρώνεται το 2016, ενώ άφησε σαφώς να εννοηθεί ότι η κυβέρνηση «ξεχνάει» τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει με το μνημόνιο. «Η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει τις δεσμεύσεις που πρέπει να υλοποιήσει», είπε. «Η δημοσιονομική περίοδος προσαρμογής δεν έχει τελειώσει και πρέπει να συνεχιστεί».
Πώς «έμπλεξε» όμως η κυβέρνηση με το Ταμείο; Τι είναι αυτό που ζητεί μετ’ επιτάσεως το ΔΝΤ και δεν θα άρει τις πιέσεις μέχρι να το εξασφαλίσει;
Όπως γνωρίζουν όσοι έχουν μελετήσει την ιστορία και τις μεθόδους του ΔΝΤ, μια κυβέρνηση μπορεί να ξεφύγει από το Ταμείο μόνο όταν πραγματικά είναι σε θέση να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες από άλλες πηγές. Σε αυτή την περίπτωση, ακόμη και ο πρόωρος τερματισμός ενός προγράμματος είναι σχετικά απλή υπόθεση, που απαιτεί μόνο μια σχετική επίσημη επιστολή προς τη διοίκηση του Ταμείου.
Το μεγάλο σφάλμα της ελληνικής κυβέρνησης ήταν ότι αποφάσισε πρόωρα, χωρίς να υπάρχουν αντικειμενικά οι δυνατότητες εξόδου από το πρόγραμμα, να αρχίσει άτυπα τη διαδικασία απομάκρυνσης του Ταμείου από την Ελλάδα. Και αυτό έγινε χωρίς να υπάρξει προηγούμενη σχετική διαβούλευση με την Ουάσιγκτον, αλλά με μια ξαφνική αναγγελία από τον Πρωθυπουργό, Αντώνη Σαμαρά, στη συνέντευξη Τύπου, μετά τη συνάντηση με την καγκελάριο Μέρκελ.
Αυτή η αναγγελία δεν προκάλεσε οργή μόνο στην Ουάσιγκτον, αλλά και στο Βερολίνο, που ήταν επίσης απροετοίμαστο για την προσπάθεια της Αθήνας να τερματίσει πρόωρα το πρόγραμμα του ΔΝΤ. Πάγια θέση της Γερμανίας, άλλωστε, από την αρχή της κρίσης, το 2010, ήταν ότι η εμπλοκή του Ταμείου στα προγράμματα διάσωσης ευρωπαϊκών οικονομιών ήταν επιβεβλημένη.
Από τη συνάντηση Σαμαρά-Μέρκελ μέχρι τώρα έχει κυλήσει αρκετό νερό στο αυλάκι. Η κυβέρνηση έχει πλέον αποδεχθεί αυτό που συμφωνήθηκε ήδη μεταξύ των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Ότι, δηλαδή, η παρουσία του Ταμείου στην επιτήρηση της Ελλάδας θα συνεχισθεί και το 2015.
Αυτό, όμως, δεν είναι αρκετό για να επανέλθει η ομαλότητα στις σχέσεις με το Ταμείο, ώστε να ξεμπλοκαριστεί και η αξιολόγηση. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Ουάσιγκτον δεν έχει ικανοποιηθεί από τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει ήδη η ελληνική κυβέρνηση, ενώ εξακολουθεί να αντιμετωπίζει με καχυποψία τις προτάσεις της Αθήνας για διάφορες εναλλακτικές λύσεις συνέχισης της σχέσης με το ΔΝΤ, οι οποίες θα είχαν μικρότερο πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση.
Το Ταμείο φέρεται, αντίθετα, να επιμένει σε «καθαρές» λύσεις. Δηλαδή, να δεχθεί η ελληνική κυβέρνηση ότι το πρόγραμμα του ΔΝΤ θα συνεχισθεί κανονικά, όπως ακριβώς έχει ήδη συμφωνηθεί, και ότι θα λήξει, επίσης κανονικά, το πρώτο τρίμηνο του 2016. Η μοναδική εναλλακτική λύση που θα συζητούσε το Ταμείο θα ήταν να υποβάλει η Αθήνα μια αίτηση για υπαγωγή σε πρόγραμμα προληπτικής χρηματοδοτικής στήριξης από το ΔΝΤ, με τα 16 δισ. ευρώ που έχουν απομείνει στο παλαιό πρόγραμμα. Αυτό δεν θα άλλαζε κάτι στη φύση της σχέσης με το ΔΝΤ, αλλά μόνο στον τρόπο χρηματοδότησης, η οποία θα δινόταν μόνο αν η ελληνική κυβέρνηση συναντούσε δυσκολίες στο δανεισμό από την αγορά ομολόγων.
Το Ταμείο, όμως, δεν συζητεί καν τις λύσεις που έχουν προταθεί από ελληνικής πλευράς, όπως η σύναψη σύμβασης της Αθήνας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), με το ΔΝΤ να περιορίζεται σε ρόλο τεχνικού συμβούλου του ΕΜΣ, χωρίς να έχει απευθείας συμβατική σχέση με την Ελλάδα. Είναι προφανές ότι αυτή η πρόταση αποσκοπεί σε επικοινωνιακά/πολιτικά οφέλη για την κυβέρνηση, αλλά το ΔΝΤ είναι απολύτως αρνητικό σε οποιαδήποτε λύση θα μείωνε τις δυνατότητές του να παρεμβαίνει άμεσα στην οικονομική πολιτική της Ελλάδας.
Η κυβέρνηση βρίσκεται, λοιπόν, μπροστά σε ένα σκληρό δίλημμα: αν «συνθηκολογήσει» με το Ταμείο, θα είναι πολύ δύσκολο να εκλέξει Πρόεδρο και να αποφύγει τις εκλογές. Αν συνεχίσει τις προσπάθειες απομάκρυνσης του Ταμείου, η αξιολόγηση δεν θα ολοκληρωθεί και οι Ευρωπαίοι θα ενεργοποιήσουν τα σενάρια πολύμηνης παράτασης του μνημονίου. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για μία “no–winsituation”…