Ως οικονομικό μέσο, το νέο επενδυτικό fund του Jean–ClaudeJuncker είναι πολύ έξυπνο. Ως οικονομικό μέτρο, δε θα πετύχει. Ο πρόεδρος της ευρωπαϊκής κομισιόν παρουσίασε το επενδυτικό του πρόγραμμα των 315 δις ευρώ για να αναζωογονηθεί η ευρωζώνη ως «έναν φιλόδοξο και νέο τρόπο ώθησης των επενδύσεων χωρίς να δημιουργηθεί νέο χρέος».
Είναι σίγουρα νέο, και θυμίζει ένα προϊόν που υπήρξε για λίγο δημοφιλές στην πιστωτική φούσκα της προηγούμενης δεκαετίας: μια συνθετική υποχρέωση εξασφαλισμένου χρέους – ένα τρομερά περίπολο εργαλείο, όπου τα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία δεν ήταν αληθινά. Ήταν μια προσπάθεια να βγει κάτι από το τίποτα.
Δεν υπάρχει πρόβλημα με τη διαρθρωτική χρηματοδότηση, αρκεί να μπορεί να εφαρμοστεί σε έναν χρήσιμο κοινωνικό σκοπό, όπως στην περίπτωση του fund του κ. Juncker. Οι αντιρρήσεις είναι πρακτικές, όχι θεμελιώδεις.
Αυτό είναι το σχέδιο: η κομισιόν ξεκινά με 8 δις από τον υπάρχοντα προϋπολογισμό. Αφήνει στην άκρη αυτά τα χρήματα ως παρακαταθήκη με εγγύηση 16 δις ευρώ. Το σκεπτικό που διέπει αυτή τη μόχλευση είναι πως όλα τα σχέδια θα αποτύχουν την ίδια στιγμή, ώστε να μπορεί να εγγυηθεί περισσότερα από όσα μπορεί να έχει στην πραγματικότητα. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα προσθέσει άλλα 5 δις ευρώ σε αυτήν την εγγύηση. Ως αυτό το σημείο, δεν υπάρχει ανησυχία. Η ΕΤΕ είναι ένας θεσμός με συντηρητική διοίκηση και πολλούς διαμεσολαβητές. Η ΕΤΕ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα 21 δις ευρώ για να συγκεντρώσει περίπου 60 δις € σε μετρητά με την έκδοση ομολόγων. Αυτό θα ήταν ένα δεύτερο επίπεδο μόχλευσης. Ο αέρας γίνεται πιο αραιός, αλλά ακόμη δεν υπάρχει τόσο μεγάλη ανησυχία. Μετά θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα 60 δις ευρώ για να συγχρηματοδοτήσει επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα. Σε αυτό το σημείο, τα αρχικά 8 δις θα έχουν μοχλευτεί τρεις φορές και με συνολικό συντελεστή σχεδόν στο 40.
Το τελικό στάδιο, από τα 60 δις στα 300 δις ευρώ – είναι το πιο σημαντικό και το λιγότερο βέβαιο. Ας πούμε, για παράδειγμα, ότι η ΕΤΕ θέλει μα επενδύσει σε ένα ενεργειακό σχέδιο των 1 δις ανάμεσα στη Γαλλία και την Ισπανία. Βάζει μια επένδυση σε μετοχές ύψους 2 δις ευρώ και τα υπόλοιπα τα παρέχουν ιδιώτες επενδυτές. Εάν επέλθουν ζημίες, η πρώτη που θα φέρει το χτύπημα θα είναι η ΕΤΕ. Μια τέτοια κατασκευή θα μπορούσε να πετύχει. Τα μετρητά έρχονται από πριν λόγω της εγγύησης της πρώτης απώλειας που προστατεύει τους ιδιώτες επενδυτές. Ο δείκτης μόχλευσης είναι πέντε προς ένα – αγνοώντας προς στιγμήν πως η συμβολή της ΕΤΕ έχει ήδη μοχλευτεί δυο φορές ως εκείνο το σημείο.
Αυτή η δομή θα εξασφάλιζε το καλύτερο αποτέλεσμα. Υπάρχει φόβος, ωστόσο, πως αντί να βάλει από πριν μετρητά σε ένα σχέδιο, η ΕΤΕ μπορεί απλά να εκδώσει μια εγγύηση.
Αυτό θα οδηγούσε σε τρία προβλήματα. Χωρίς μετρητά από πριν, μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο να προσελκυστούν επενδυτές. Εάν το σχέδιο παράξει ζημίες, πόσο αξίζει η εγγύηση; Μπορεί ο εγγυητής να αρνηθεί να πληρώσει εάν, για παράδειγμα, εμπλέκεται θέμα απάτης; Μπορεί η εγγύηση να υποβληθεί σε οποιουδήποτε είδους πολιτική ή νομική παρέμβαση; Το πλεονέκτημα των μπροστά χρημάτων είναι πως εξαφανίζονται αυτόματα όταν εμφανίζονται ζημίες. Η εγγύηση θα πρέπει πρώτα να επικληθεί.
Ο Jean–Claude Juncker, πρόεδρος της ευρωπαϊκής κομισιόν, έχει δώσει πληροφορίες για το σχέδιο της κομισιόν να ξεκινήσει τα επενδυτικά έξοδα στην Ευρώπη και να «σπείρει» την ανάπτυξη.
Η εγγύηση έχει μια δεύτερη αδυναμία. Ο οικονομικός σκοπός του κεφαλαίου δεν είναι μόνο να καλύψει το ρίσκο, αλλά και να παρέχει από πριν ρευστότητα σε ένα έργο. Όταν υπάρχουν χρήματα, είναι ευκολότερο να συγκεντρωθούν περισσότερα χρήματα, και το έργο μπορεί να ξεκινήσει νωρίτερα.
Το τρίτο πρόβλημα είναι πιο βασικό. Ο κ. Juncker θέλει να ενθαρρύνει 300 δις ευρώ σε επενδύσεις μέσα σε τρία χρόνια, που μεταφράζονται σε περίπου 0,8% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της ΕΕ τον χρόνο. Αυτό θα έκανε μεγάλη διαφορά. Όμως ακόμη κι αν καταφέρει να φτάσει αυτόν τον αριθμό, δεν είναι βέβαιο πως θα έχει ωθήσει νέες επενδύσεις.
Το πρόβλημα με τους δανεισμούς της ΕΤΕ είναι πως ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος πόσες καθαρά νέες επενδύσεις προκαλούν. Φυσικά, γνωρίζουμε πόσα δανείζει και το συνολικό ποσό της συγχρηματοδότησης από τον ιδιωτικό τομέα. Αλλά κάποια από αυτά θα γίνονταν και χωρίς την ΕΤΕ. Για ένα δάνειο μικρής επιχείρησης, για παράδειγμα, η διαφορά των επιτοκίων σε ένα δάνειο με τη συμμετοχή της ΕΤΕ και σε ένα εμπορικό δάνειο μπορεί να είναι της τάξης του 0,5%. Η δοκιμασία του προγράμματος δε βρίσκεται στο εάν ο κ. Juncker μπορεί να φτάσει τον στόχο του των 300 δις ευρώ, αλλά εάν οι επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα στην ευρωζώνη θα αυξηθούν κατά 1% ετησίως. Είναι μια αρκετά βέβαιη πρόβλεψη πως κάτι τέτοιο δε θα συμβεί.
Το fund του κ. Juncker μπορεί να αποδειχτεί τόσο γραφειοκρατικός θρίαμβος όσο και οικονομική αποτυχία. Και αυτή θα ήταν μια από τις καλύτερες περιπτώσεις.
Το γενικότερο συμπέρασμα είναι πως δε θα υπάρξει δημοσιονομικό κίνητρο στην ευρωζώνη, ούτε καν έμμεσο. Η γενική δημοσιονομική στάση θα συνεχίσει να είναι σχετικά αντιφατική.
Η άρση βαρών θα πρέπει να γίνει από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – με τη μορφή αγοράς δημοσίου χρέους. Για να πετύχει αυτό, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που θα είναι αρκετά διαφορετικό από το πνεύμα του προγράμματος των 300 δις του κ. Juncker. Θα πρέπει να διαρκέσει για όσο χρειαστεί, και θα πρέπει να συμπεριλάβει πραγματικά χρήματα μπροστά, και όχι εγγυήσεις και όχι κόλπα. Η ευρωζώνη χρειάζεται μια πραγματικά ώριμη αντίδραση εάν είναι να επανέλθει η ανάπτυξη.