Με την ανάπτυξη να είναι μόλις ορατή, τον και επικίνδυνα χαμηλό πληθωρισμό να οδηγεί στην αύξηση των επιτοκίων, το βάρος του δημοσίου και του ιδιωτικού χρέους έχει γίνει πολύ μεγάλο, και πολύ φοβούνται πως επέρχεται μια ακόμη χαμένη δεκαετία.
Και παρ’ ότι η απειλή της διάσπασης της ευρωζώνης έχει απομακρυνθεί, δεν έχει εξαφανιστεί. Δεδομένων όλων αυτών, η Ευρώπη χάνει τη σχετικότητά της εσωτερικά και εξωτερικά.
Η Γαλλία και η Γερμανία – που σε μεγάλο βαθμό οδηγούσαν την ευρωπαϊκή ενοποίηση για περισσότερο από έξι δεκαετίες – δε θα πρέπει να παραιτηθούν υπό αυτές τις συνθήκες. Χρειάζονται επειγόντως ένα κοινό σχέδιο, και όχι αμοιβαίες αλληλοκατηγορίες από τους γερμανούς παρόχους προσφοράς και τους γάλλους παρόχους ζήτησης.
Βρίσκουμε αυτού του είδους τις αντιθέσεις άσκοπες. Η άτονη αύξηση παραγωγικότητας είναι εκ πρώτης όψεως απόδειξη μιας έλλειψης προσφοράς. Ο συνδυασμός της υψηλής ανεργίας και ο μειωμένος πληθωρισμός είναι εκ πρώτης όψεως απόδειξη έλλειψης ζήτησης. Οι διαφορές στα επιτόκια μέσα στην περιοχή του κοινού νομίσματος είναι εκ πρώτης όψεως απόδειξη διάσπασης. Η αλήθεια είναι ότι οι Ευρώπη υποφέρει από πολλαπλά προβλήματα. Συνεπώς χρειάζεται δράση και στα τρία αυτά πεδία. Η ερώτηση είναι πώς αυτή θα πραγματοποιηθεί. Εάν η Ευρώπη ήταν μία χώρα με μία μόνο κυβέρνηση, θα υιοθετούσε μια διπλή στρατηγική, συνδυάζοντας φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις υπέρ της ανάπτυξης με υποστήριξη δημοσιονομικής πολιτικής. Η κεντρική τράπεζα θα ξεκαθάριζε ότι είναι έτοιμη – εφόσον οι μεταρρυθμίσεις είναι πραγματικές και η δέσμευση για επόμενη δημοσιονομική εξυγίανση αξιόπιστη – να λειτουργήσει ως υποστηρικτής της κρατικής χρηματοδότησης (όπως το έθεσε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι τον Αύγουστο).
Η Ευρώπη δεν μπορεί να κάνει τίποτα από αυτά, και δεν υπάρχουν διαθέσιμες εύκολες λύσεις. Κάποιοι λένε πως η Γερμανία θα πρέπει να ωθήσει τη ζήτηση, ενώ άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, να πραγματοποιήσουν μεταρρυθμίσεις που να αφορούν την προσφορά. Όμως η αύξηση του χρέους σε μια χώρα πέρα από το επιθυμητό από εθνική σκοπιά, δεν μπορεί να ανταλλαχθεί με τα πλεονεκτήματα των αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων σε άλλες χώρες.
Μια λύση θα ήταν να τεθεί δημοσιονομική αυτάρκεια σε επίπεδο ευρωζώνης, ή, με απλούστερα λόγια, ένας προϋπολογισμός της ευρωζώνης, που θα συμπεριλαμβάνει τις δυνατότητες δανεισμού. Ωστόσο, παρ’ ότι αυτό είναι σίγουρα επιθυμητό μακροπρόθεσμα, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν ροές εσόδων για έναν τέτοιο προϋπολογισμό και δεν υπάρχει κυβερνητική δομή για να τον εκτελέσει.
Δεδομένων αυτών, οι επενδύσεις έχουν γίνει η αγαπημένη απάντηση όλων. Η ευρωπαϊκή κομισιόν έχει προτείνει ένα σχέδιο για την ώθηση των επενδυτικών εξόδων μέσω ενός νέου χρηματοδοτικού σχήματος, κάτι που ελπίζουμε να πετύχει. Ωστόσο η λύση του ευρωπαϊκού αναπτυξιακού προβλήματος απαιτεί κάτι περισσότερο από το πέταγμα χρημάτων.
Σε μια πρόσφατη αναφορά προς τους υπουργούς Οικονομίας της Γαλλίας και της Γερμανίας, προτείνεται μια πραγματιστική ατζέντα που λαμβάνει υπόψη πως, ενώ τόσο οι Γαλλία όσο και η Γερμανία χρειάζονται μεταρρυθμίσεις, αντιμετωπίζουν η κάθε μία διαφορετικές προκλήσεις και πρέπει να συγκεντρωθούν στις πολιτικές τους σύμφωνα με αυτές. Στη Γαλλία, η μεσοπρόθεσμη αβεβαιότητα εμποδίζει την εμπιστοσύνη, αλλά η μακροπρόθεσμη εικόνα φαίνεται αισιόδοξη. Στη Γερμανία, η πιο μακροπρόθεσμη αβεβαιότητα μειώνει την εμπιστοσύνη, αλλά οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές φαίνονται καλές. Στη Γαλλία, υπάρχει φόβος ατολμίας, στη Γερμανία εφησυχασμού.
Οι γάλλοι δημιουργοί πολιτικών θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, βασισμένο σε μεγαλύτερη ελαστικότητα και ασφάλεια για τους εργαζομένους, και ένα πιο λιτό και αποτελεσματικό κράτος. Η Γερμανία, από την άλλη, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις δημογραφικές της προκλήσεις, συγκεκριμένα να προετοιμάσει τη γερμανική κοινωνία για αυξημένη μετανάστευση, και να προωθήσει τη μετατόπιση σε ένα συνολικό αναπτυξιακό μοντέλο, βασισμένο σε βελτιωμένη ζήτηση και καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στην αποταμίευση και την επένδυση.
Χρειάζεται επίσης ένα καλύτερο ρυθμιστικό περιβάλλον. Η ιδιωτική επένδυση είναι η άσκηση μιας κρίσης για το μέλλον. Στην ενέργεια, τις μετακινήσεις και τον ψηφιακό τομέα, για παράδειγμα, οι ρυθμιστές θα πρέπει να θέσουν τις σωστές παραμέτρους και να εξασφαλίσουν την προβλεψιμότητα. Οι επενδυτές θα πρέπει να γνωρίζουν μετά βεβαιότητας πως η Ευρώπη είναι δεσμευμένη να επιταχύνει τη μετάβασή της σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα και βασισμένη στη γνώση. Αυτό απαιτεί τη μείωση της αβεβαιότητας για τις μελλοντικές τιμές του άνθρακα και τους μελλοντικούς κανονισμούς για την προστασία των πληροφοριών. Η Γαλλία και η Γερμανία θα πρέπει επίσης να προωθήσουν ένα μοντέλο «τομέα χωρίς σύνορα» σε μερικές στρατηγικά σημαντικές βιομηχανίες, κάτι που σημαίνει κοινή νομοθεσία, κοινή ρύθμιση και ακόμη και κοινό ρυθμιστή. Θεωρείται πως η ενεργειακή και η ψηφιακή οικονομία είναι τέτοιοι τομείς, και προτείνεται παρόμοια πρωτοβουλία για την εξασφάλιση της ολικής κινητικότητας των ικανοτήτων και των κοινωνικών παροχών.
Επιπροσθέτως, και σύμφωνα με την ευρωπαϊκή κομισιόν, οι μεγαλύτερες επενδύσεις είναι ένα μεγάλο μέρος στο ερώτημα της ευρωπαϊκής ανάπτυξης. Το πλαίσιο της γερμανικής δημόσιας χρηματοδότησης πολύ σωστά αποδίδει συνταγματικό στάτους για τον έλεγχο του χρέους, ωστόσο παραβλέπει την προώθηση των επενδύσεων στον εναπομένοντα δημοσιονομικό χώρο. Το να αφήνεις ένα κατεστραμμένο σπίτι για να το επιδιορθώσουν οι επόμενες γενιές δεν είναι σωστός τρόπος διαχείρισης πλούτου. Η γερμανική κυβέρνηση μπορεί και θα πρέπει να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις.
Ταυτόχρονα, ενώ οι αρχές ζητούν από τις τράπεζες να αναλάβουν μικρότερο ρίσκο, θα πρέπει επίσης να εμποδίσουν την διάχυτη αποστροφή κινδύνου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Προτείνεται η χρήση νέου ευρωπαϊκού δημοσίου χρήματος για την ανάπτυξη οργάνων για τη διανομή του ρίσκου και μέσων που θα στηρίξουν μετοχικές επενδύσεις. Επίσης προτείνεται η δημιουργία ενός μεγάλου ευρωπαϊκού κεφαλαίου για τη στήριξη των δημόσιων επενδύσεων στην ευρωζώνη που θα προωθούν τους κοινούς στόχους, θα ενισχύουν την αλληλεγγύη και θα προωθούν την αριστεία.
Η Ευρώπη είναι κάτι περισσότερο από μία αγορά, ένα νόμισμα, ένας προϋπολογισμός. Χτίστηκε πάνω σε ένα σύνολο κοινών αξιών. Για να στηρίξουν αυτές τις αξίες, η Γαλλία και η Γερμανία θα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να ξαναανακαλύψουν και να ξαναδημιουργήσουν το κοινωνικό μοντέλο της Ευρώπης, ξεκινώντας με σταθερές πρωτοβουλίες στους χώρους των προδιαγραφών των κατώτατων μισθών, των πολιτικών της αγοράς εργασίας, της συνταξιοδότησης και της παιδείας.
Για δεκαετίες, η γαλλο-γερμανική συμμαχία ένωνε την Ευρώπη και την οδηγούσε μπροστά. Σήμερα, γάλλοι και γερμανοί αξιωματούχοι εκδίδουν κοινές δηλώσεις και ανταλλάσουν κατηγορίες. Όμως ο χρόνος των διαπληκτισμών έχει τελειώσει. Η Ευρώπη χρειάζεται δράση.