Πολλές συζητήσεις για το χρέος της Ελλάδας, το οποίο αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο 175% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, προκύπτουν από την υπόθεση πως είναι μη βιώσιμο και δεν μπορεί να ξεπληρωθεί. Το επιχείρημα αυτό είναι αρκετά αμφίβολο.
Αρχικά, τα κυρίαρχα κράτη ποτέ δεν αποπληρώνουν τα χρέη τους. Τα αναχρηματοδοτούν με την έκδοση νέου χρέους. Από αυτήν την σκοπιά, η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή σοβαρά προβλήματα, καθώς το χρέος της διακρατάται σε μεγάλο μέρος του από επίσημους πιστωτές, όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (το κεφάλαιο διάσωσης των 500 δις ευρώ της ευρωζώνης), και άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης. Το χρέος έχει μια σχετικά μεγάλη προθεσμία, η οποία μπορεί να παραταθεί στα 30 χρόνια, ως μέρος των όρων που συνδέονται με το πρόγραμμα προσαρμογής. Θα μπορούσε να παραταθεί και περισσότερο, αν χρειαστεί και αν τηρηθούν οι όροι. Γενικώς, το ελληνικό χρέος διατρέχει λιγότερους κινδύνους αναχρηματοδότησης σε σχέση με τις χώρες της ευρωζώνης που πρέπει να παρουσιάζουν δισεκατομμύρια ευρώ στην αγορά κάθε χρόνο.
Δεύτερον, η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται από τις δυναμικές με το πέρασμα του χρόνου, και όχι με το γενικό επίπεδο. Ένας υψηλός λόγος χρέους προς ΑΕΠ μπορεί να είναι πιο βιώσιμος από έναν χαμηλό, εάν ο πρώτος αναμένεται να σταθεροποιηθεί και να πέσει με την πάροδο του χρόνου, ενώ ο δεύτερος συνεχίζει να ανεβαίνει ανεμπόδιστα. Στην πραγματικότητα, η βιωσιμότητα του χρέους είναι αντιστρόφως ανάλογη με το επίπεδο των επιτοκίων που πληρώνονται για το χρέος, και ανάλογη του αναμενόμενου ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας και του πρωτογενούς ισοζυγίου προϋπολογισμού που έχει επιτευχθεί.
Σε αυτούς τους τομείς, η Ελλάδα βρίσκεται σε σχετικά καλή κατάσταση, σε σύγκριση με κάποιες άλλες οικονομίες της ευρωζώνης. Το επιτόκιο του χρέους βρίσκεται περίπου στο 4% του ΑΕΠ το 2015, χαμηλότερο από ότι σε χώρες όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ιταλία, και παρόμοιο με των ΗΠΑ. Αυτό οφείλεται στο ότι οι επίσημοι πιστωτές έχουν δεχτεί να μειωθεί το επιτόκιο των δανείων, φτάνοντας στα επίπεδα των καλύτερων οφειλετών της ευρωζώνης. Επιπλέον, η Ελλάδα αναμένεται να βελτιώσει το πρωτογενές ισοζύγιο σε 4,1% του ΑΕΠ (κατά 1,4% περισσότερο από την περασμένη χρονιά), καλύτερα από την Πορτογαλία και την Ιταλία. Γι’ αυτόν τον λόγο το χρέος της Ελλάδας αναμένεται να μειωθεί κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ αυτόν τον χρόνο και κατά 11 το 2016, στο 135% του ΑΕΠ το 2019 και συνολικά κατά 40 ποσοστιαίες μονάδες σε 5 χρόνια, περισσότερο από όσο απαιτείται από το δημοσιονομικό σύμφωνο. Στην Πορτογαλία το χρέος αναμένεται να μειωθεί μόνον κατά 2 μονάδες φέτος και 1,5 τον επόμενο χρόνο. Στην Ιταλία το χρέος θα πρέπει να σταθεροποιηθεί στο 135% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου, ενώ στην Ισπανία κατά τη διάρκεια του επόμενου. Στην Ιρλανδία το χρέος αναμένεται να μειωθεί κατά 1 μονάδα φέτος και 2,5 το 2016.
Συνολικά, κοιτάζοντας τις δυναμικές, το χρέος της Ελλάδας φαίνεται πιο βιώσιμο από αυτό αρκετών άλλων χωρών. Μπορεί να πει κανείς πως το κόστος για τη διατήρηση του χρέους είναι πολύ υψηλό για μια οικονομία που έχει υποστεί σημαντική συρρίκνωση από την αρχή της κρίσης. Πράγματι, σε σύγκριση με την περίοδο προ κρίσης, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας έχει πέσει κατά περίπου 25%, περισσότερο από οποιασδήποτε άλλης χώρας της ευρωζώνης, συγκεκριμένα της Ιταλίας (13%), της Ισπανίας (9%), ή της Πορτογαλίας (6%). Ωστόσο, παρά την πρόσφατη πτώση, το μέσο εισόδημα της Ελλάδας παραμένει 8% υψηλότερο από ότι ήταν στην αρχή της νομισματικής ένωσης, το ίδιο με την Ισπανία, τη Γαλλία και το μέσο όρο της ευρωζώνης, και καλύτερα από την Ιταλία και την Πορτογαλία. Ο λόγος είναι πως κατά τα 8 χρόνια πριν την κρίση – ανάμεσα στο 1999 και το 2007 – το μέσο εισόδημα στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 36%, το τριπλάσιο της τιμής στην ευρωζώνη, κάτι σαφώς μη βιώσιμο και που βοήθησε να «σκάσει η φούσκα».
Γενικότερα, το χρέος της Ελλάδας δε φαίνεται τόσο κακό όσο ο απλός υπολογισμός του «175% του ΑΕΠ» προδιαθέτει. Το αίτημα για μια ουσιαστική παραγραφή του χρέους, επομένως, δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τη βιωσιμότητα και μόνο. Φαίνεται μάλλον να έχει σαν στόχο, τη δημιουργία χώρου για χρηματοδότηση μιας πιο επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Κάτι τέτοιο, όμως, εμπεριέχει τον κίνδυνο της επιστροφής σε πολιτικές προ-κρίσης, με αύξηση των κρατικών εξόδων και παραίτηση από τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και να την κάνουν ένα σταθερό μέλος της νομισματικής ένωσης. Η διαφορά θα βρισκόταν στη χρηματοδότηση, η οποία θα προερχόταν αυτή τη φορά από τους φορολογούμενους της ευρωζώνης, και όχι από τις αγορές κεφαλαίων.
Δυστυχώς, η ιστορία δείχνει πως το αποτέλεσμα μιας τέτοιας πολιτικής θα ήταν το αίτημα για νέα απαλλαγή χρέους μέσα σε λίγα χρόνια.