Λυπηθείτε τον Μάριο Ντράγκι, τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Προσπαθεί να οδηγήσει την ευρωζώνη σε νομισματικά νερά. Δυστυχώς, το θηρίο έχει πολλά κεφάλια: κάποια ανυπομονούν να πιουν, κάποια άλλα επιμένουν πως αυτό θα κάνει κακό σε όλους. Παρ’ όλα αυτά η ΕΚΤ πρέπει να προσπαθήσει. Το να επιτρέψει να επικρατήσει ο αποπληθωρισμός θα ήταν πολύ πιο επικίνδυνο.
Έτσι η ΕΚΤ έχει αποφασίσει να αγοράζει περιουσιακά στοιχεία αξίας 60 δις ευρώ κάθε μήνα, μέχρι τουλάχιστον τον Σεπτέμβριο του 2016. Σε κάθε περίπτωση, οι αγορές θα συνεχιστούν έως ότου η τράπεζα δει μια «βάσιμη προσαρμογή» στην πορεία του πληθωρισμού που να οδηγεί στον επιθυμητό στόχο του «κάτω από αλλά κοντά στο» 2%. Ο καταμερισμός των αγορών θα συσχετισθεί με το μερίδιο των χωρών στις μετοχές τους ΕΚΤ (χονδρικά το ίδιο με το μερίδιο στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν). Σε μια παραχώρηση προς τη Γερμανία, η ΕΚΤ έχει επίσης συμφωνήσει πως το 80% των αγορών θα βαρύνει τους ισολογισμούς των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Ωστόσο, τονίζει ότι «το διοικητικό συμβούλιο διατηρεί τον έλεγχο πάνω σε όλα τα στοιχεία του προγράμματος και η ΕΚΤ θα συντονίσει τις αγορές, προστατεύοντας έτσι τη μοναδικότητα της νομισματικής πολιτικής».
Πρόκειται για μια κίνηση που συμφωνεί με τη δέσμευση του κ. Ντράγκι το 2012 να κάνει «ότι χρειαστεί» για να σώσει το ευρώ. Αυτή τη φορά η ΕΚΤ λέει πως θα αγοράσει περίπου 1 τρις ευρώ σε ομόλογα, κάτι που αντιστοιχεί σε 10% του ΑΕΠ της ευρωζώνης και σε ένα παρόμοιο ποσοστό ακαθάριστου δημοσίου χρέους. Πάνω από όλα, θα συνεχίσει μέχρι να πετύχει τον στόχο της.
Είναι μια πολύ πιο τολμηρή κίνηση από ότι αναμενόταν, παρότι κανείς δε θα πρέπει να εκπλήσσεται που η ΕΚΤ είναι πραγματικά αποφασισμένη να κάνει τη δουλειά της. Επιπλέον, αυτή η αορίστου χρόνου δέσμευση μπορεί να «σπρώξει» την ευρωζώνη προς την ανάκαμψη. Η περιοχή ευνοείται από τις χαμηλότερες τιμές πετρελαίου, κάποιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, έναν ενισχυμένο τραπεζικό τομέα και μια μεγάλη μείωση απόδοσης των δημοσίων χρεών. Η δέσμευση της ΕΚΤ μπορεί τώρα να δώσει έναυσμα για μια ανύψωση της αυτοπεποίθησης. Μπορεί κανείς τουλάχιστον να ελπίζει σε αυτό.
Οι επικριτές διαχωρίζονται σε δύο στρατόπεδα. Το πρώτο παραδέχεται πως η ευρωζώνη υποφέρει από χρόνια αδύναμη ζήτηση, που απαιτεί τη χρήση καθιερωμένων μακροοικονομικών εργαλείων. Όμως, σύμφωνα με αυτούς τους ανθρώπους, η νομισματική ενέργεια είναι ανεπαρκής και, ακόμη χειρότερα, ελαφραίνει την πίεση πάνω στις κυβερνήσεις να εφαρμόσουν επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές.
Είναι, ωστόσο, πολύ επικίνδυνο η κεντρική τράπεζα να δειλιάσει μπροστά στις κυβερνήσεις. Επιπροσθέτως, όσα ανακοινώθηκαν είναι σχεδόν βέβαιο πως είναι όσα μπόρεσε να πετύχει ο κ. Ντράγκι. Το σημαντικό είναι πως η ΕΚΤ έχει θέσει σημείο αναφοράς ως προς τι θα είναι δικαιολογημένη η διακοπή του προγράμματος.
Το δεύτερο στρατόπεδο αποτελείται από αυτούς που θεωρούν την ποσοτική χαλάρωση σχεδόν δημιούργημα του διαβόλου. Ας αφήσουμε στην άκρη την άποψη πως αυτό είναι το πρώτο βήμα προς τον υπερπληθωρισμό, οι ενδείξεις το διαψεύδουν κατηγορηματικά. Τα πιο σοβαρά επιχειρήματα είναι πως ένας χαμηλός αποπληθωρισμός δε δημιουργεί πρόβλημα, πως η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να λύσει τις δομικές αδυναμίες και πως η ποσοτική χαλάρωση θα σηκώσει την πίεση από τις κυβερνήσεις να μεταρρυθμίσουν.
Το πρώτο σημείο είναι πολύ αλαζονικό. Ο αποπληθωρισμός θα ενέτεινε τα προβλήματα των βαθιά χρεωμένων. Επιπλέον, σε αντίθεση με την Ιαπωνία, η ευρωζώνη δεν έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει δημοσιονομική πολιτική, αν χρειαστεί να θέσει υπό έλεγχο τις επιδράσεις του αποπληθωρισμού. Τελικώς, μην πετυχαίνοντας τον στόχο της, η αξιοπιστία της ΕΚΤ θα βαλλόταν.
Η απάντηση για το δεύτερο σημείο είναι: και; Είναι αλήθεια πως η νομισματική χαλάρωση δε θα διορθώσει τα δομικά προβλήματα. Όμως η ευρωζώνη δε βρέθηκε στο σημερινό της τέλμα επειδή επιδεινώθηκαν τα προβλήματα στην προσφορά. Απέτυχε επειδή κατέρρευσε η ζήτηση. Επίσης, οι μεταρρυθμίσεις στην προσφορά δε θα βελτιώσουν απαραίτητα τη ζήτηση, όπως αποδεικνύει και η πορεία της Γερμανίας την τελευταία δεκαετία. Πράγματι, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας μπορεί να μειώσουν τη ζήτηση βραχυπρόθεσμα, καθώς οι εργαζόμενοι θα φοβούνται τις απολύσεις και οι μισθοί θα πέσουν. Συνεπώς, μια επιθετική στήριξη της ζήτησης είναι απαραίτητο να συμπληρώσει τις μεταρρυθμίσεις στην προσφορά, ιδιαίτερα αφού, ακόμη και με πιο αδύναμο ευρώ, η ευρωζώνη δεν μπορεί να ελπίζει να πετύχει εξωτερικό πλεόνασμα όσο μεγάλο είναι της Γερμανίας.
Η απάντηση στο τελευταίο σημείο είναι πως η άποψη πως οι κυβερνήσεις θα εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις μόνο με το μαστίγιο είναι υπερβολικά σαδιστική. Υπάρχει επίσης ένα ισχυρό αντίθετο επιχείρημα: οι κυβερνήσεις που δεσμεύονται σε επώδυνες μεταρρυθμίσεις αλλά δεν λαμβάνουν καμία βοήθεια σε πολιτικές ζήτησης, θα απαξιωθούν και θα απορριφθούν. Πολύ σύντομα μπορεί η ευρωζώνη να βρεθεί να εργάζεται με λαϊκιστικές κυβερνήσεις, είτε αριστερές είτε δεξιές, κάθετα αντίθετες με τις πολιτικές που τους επιβάλλονται. Και εκεί σίγουρα βρίσκεται μια πολύ μεγαλύτερη καταστροφή.
Κανείς δε γνωρίζει αν αυτή η ενέργεια θα έχει αποτέλεσμα. Όμως τουλάχιστον είναι μια αρχή. Η ένταση της αντίθεσης στη Γερμανία μπορεί επίσης να υπονομεύσει την αξιοπιστία. Όμως τουλάχιστον η ΕΚΤ ενεργεί. Δεν είναι μια ολοκληρωμένη λύση για τα δεινά της ευρωζώνης. Είναι όμως μια ευπρόσδεκτη προσπάθεια να παραμείνει η ευρωζώνη σε μια σωστή πορεία.