Ακόμη και αν η επόμενη κυβέρνηση εκπληρώσει τους όρους Ντράγκι για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο κολοσσιαίο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι αγορές ομολόγων που θα κάνει η Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο του προγράμματος, θα έχουν αξία λίγων δισεκατομμυρίων ευρώ, έναντι του 1,1 τρισ. ευρώ, που θα διαθέσει συνολικά το Ευρωσύστημα.
Πολλοί στην Ελλάδα φαντάζονται ότι με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα λυθεί ξαφνικά το χρηματοδοτικό πρόγραμμα της χώρας: ότι, δηλαδή, κάθε φορά που θα χρειάζεται η κυβέρνηση δανεικά, η ΕΚΤ θα τυπώνει χρήμα για να αγοράζει κρατικά ομόλογα και… ιδού, το πρόβλημα λύθηκε!
Ευτυχώς ή δυστυχώς για την Ελλάδα, το πρόγραμμα Ντράγκι δεν πρόκειται να λειτουργήσει με αυτό τον τρόπο. Αν εφαρμοσθεί για τη χώρα μας, η αξία του θα είναι περισσότερο θεωρητική και στο επίπεδο της διαμόρφωσης καλύτερου κλίματος για το δανεισμό του κράτους και του ιδιωτικού τομέα, χωρίς στην πράξη να σημαίνει ότι θα δούμε ξαφνικά ένα πακτωλό ρευστότητας να βρίσκει αυλάκι για να φθάσει στην Ελλάδα.
Το πρόγραμμα της ΕΚΤ κρύβει μια κρίσιμη «λεπτομέρεια»: το Ευρωσύστημα δεν θα προχωρήσει, γενικώς, σε αγορές χρέους, αλλά σε αγορές ΕΜΠΟΡΕΥΣΙΜΟΥ χρέους, με τη μορφή ομολόγων διάρκειας 2-30 ετών. Και θα αγοράζονται ομόλογα μέχρι το 33% του εμπορεύσιμου χρέους, ή μέχρι το 25% της κάθε έκδοσης ομολόγων.
Αυτοί οι όροι, δυστυχώς, θέτουν την Ελλάδα στο περιθώριο του προγράμματος, ακόμη και αν εκπληρώσει τους όρους συμμετοχής, λόγω της ιδιαιτερότητας της διάρθρωσης του ελληνικού χρέους, που κατά ποσοστό πάνω από 80% αποτελείται από δάνεια του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης, των κρατών της ευρωζώνης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και όχι από ομόλογα που κυκλοφορούν στην αγορά.
Αυτό σημαίνει ότι μένει ένα χρέος πολύ μικρού ύψους, της τάξεως των 60 δισ. ευρώ, το οποίο θεωρητικά μπορεί να αγοράσει το Ευρωσύστημα. Δηλαδή, με δεδομένο το όριο του 33%, μπορούν να αγοραστούν τίτλοι (ονομαστικής) αξίας έως 20 δισ. ευρώ. Στην πραγματικότητα, το όριο αγορών είναι ακόμη μικρότερο, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος του διαπραγματεύσιμου χρέους διακρατείται από ασφαλιστικά ταμεία και άλλους οργανισμούς και δεν τελεί, στην πραγματικότητα, υπό διαπραγμάτευση στις αγορές.
Με αυτά τα δεδομένα, υπολογίζεται ότι, στην καλύτερη περίπτωση, το Ευρωσύστημα θα αγοράσει ομόλογα αξίας έως 5 δισ. ευρώ, ενώ σε πρώτη φάση, το καλοκαίρι, οι αγορές θα είναι της τάξεως του 1 δισ. ευρώ. Με τέτοια ποσά, θα πιεσθεί ελαφρώς το κόστος δανεισμού της χώρας και του ιδιωτικού τομέα, κάτι που ήδη έγινε χθες, αφού με την ανακοίνωση του προγράμματος η απόδοση των δεκαετών τίτλων συμπιέσθηκε κατά 40 μονάδες βάσης, λίγο κάτω από το 9%. Δεν πρόκειται, όμως, να σωθεί ως δια μαγείας η Ελλάδα.
Για την Ελλάδα, λοιπόν, δεν πρόκειται να «βρέξει λεφτά» από την Φρανκφούρτη, κάτι που θα συνέβαινε αν το πρόγραμμα εφαρμοζόταν πριν λάβει η χώρα τα δάνεια του μνημονίου, όταν είχε, δηλαδή, ένα υπέρογκο χρέος σε μορφή διαπραγματεύσιμων τίτλων.
Όσον αφορά τους όρους συμμετοχής στο πρόγραμμα, διευκρινίσθηκε από τον Μάριο Ντράγκι ότι δεν θα είναι διαφορετικοί από τους όρους που ισχύουν ήδη για την αποδοχή ελληνικών τίτλων από το Ευρωσύστημα, ως εξασφαλίσεις για το δανεισμό των τραπεζών. Δηλαδή, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να βρίσκεται σε οικονομικό πρόγραμμα με διεθνή επιτήρηση.
Επιπλέον, θα πρέπει να πληρωθούν από το Δημόσιο τον Ιούλιο τα ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ και λήγουν, ώστε να «ανοίξει χώρος» για αγορές νέων, δεδομένου ότι η αξία των ομολόγων που ήδη κατέχει η ΕΚΤ ξεπερνά ήδη το όριο του 33%. Ακόμη, δηλαδή, και αν έμπαινε η Ελλάδα στο πρόγραμμα κανονικά από τον Μάρτιο, πάλι δεν θα υπήρχε δυνατότητα να αγοραστούν ελληνικοί τίτλοι, αφού το χαρτοφυλάκιο της ΕΚΤ είναι «φορτωμένο».