Έντονη ανησυχία προκαλεί η εκτόξευση των αποδόσεων των κρατικών και των εταιρικών ομολόγων σε επίπεδα άνω του 10%. Η προσπάθεια για αναχρηματοδότηση ελληνικών επιχειρήσεων και τραπεζών, αλλά και ο δανεισμός του ελληνικού Δημοσίου φαίνεται να τίθενται υπό διακινδύνευση.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι, το ελληνικό Δημόσιο είδε το θεωρητικό κόστος δανεισμού του να εκτοξεύεται άνω του 9,4% χθες, για τα δεκαετή χρεόγραφα. Το πενταετές ομόλογο με το οποίο η Ελλάδα επέστρεψε στις αγορές τον Απρίλιο του 2014 (είχε εκδοθεί με επιτόκιο 4,75%) είδε την απόδοσή του να ξεπερνά και το 11,5%, ενώ η τριετία, που «βγήκε» τον Ιούλιο με κουπόνι 3,4%, εκτοξεύθηκε άνω του 14%. To sell off στα ομόλογα οφείλεται στις πωλήσεις όσων θέλουν να απαλλαγούν από το ελληνικό ρίσκο που δημιουργεί η αβεβαιότητα για την ομαλή αποπληρωμή των υποχρεώσεων του ελληνικού Δημοσίου.
Η διαμόρφωση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων σε επίπεδα υψηλότερα από αυτά των μακροπρόθεσμων, όπως αποτυπώνεται πλέον έντονα στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων, σχηματίζει μια ανεστραμμένη καμπύλη (InvertedYieldCurve) που τυπικά σηματοδοτεί πως η αγορά προεξοφλεί αυξημένες πιθανότητες ύφεσης, θυμίζουν οι οικονομολόγοι. Αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα λιγότερο από ένα χρόνο αφού ξεκίνησε η προσπάθεια να «φτιάξει» αυτή η καμπύλη και να προσφερθούν στους επενδυτές εκδόσεις, όπως η τριετία και η πενταετία, για να αποτυπωθούν οι βελτιωμένες, τότε, προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Η ανοδική κίνηση στις αποδόσεις -που κινούνται εξ ορισμού αντιστρόφως ανάλογα με τις τιμές- συμπαρέσυρε υψηλότερα και αποδόσεις ομολόγων ελληνικών τραπεζικών και μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Πολλά από τα χρεόγραφα αυτά, που εκδόθηκαν το τελευταίο ενάμισι έτος, εμφανίζουν αποδόσεις άνω του 10% σηματοδοτώντας τον εκ νέου αποκλεισμό των εκδοτών τους από τις αγορές. Και οι αποδόσεις των επιχειρηματικών ομολόγων συνυπολογίζονται στα μοντέλα αποτίμησης που χρησιμοποιούν οι αναλυτές για να προσδιορίσουν τις δίκαιες τιμές των εισηγμένων ως αντιπροσωπευτικές του κόστους χρηματοδότησής τους.
Πρόκειται για την αγοραία αποτίμηση του ρίσκου χώρας, όπως αυτή ενσωματώνεται στα μοντέλα των αναλυτών για τις ελληνικές μετοχές. Αφορά το WACC (weightedaveragecostofcapital) ή το κόστος που αναμένεται να επωμισθεί μια επιχείρηση για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες κεφαλαίου προς όλους του κατόχους αξιογράφων της.
Με τις αποδόσεις των ελληνικών δεκαετών κρατικών ομολόγων να κυμαίνονται γύρω στο 9% – 10%, δηλαδή περίπου 400 με 500 μ.β. υψηλότερα από ό,τι κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του 2014, ο δείκτης αυτός, που βασίζεται σε αυτές τις αποδόσεις, γίνεται έντονα αρνητικός. Ετσι η αποτίμηση των ελληνικών εισηγμένων καθίσταται ουσιαστικά αυτομάτως λιγότερο ελκυστική με βάση τα μοντέλα αποτίμησης που στηρίζονται στη σχέση μετοχών-ομολόγων, σημειώνει χρηματιστηριακός αναλυτής μεγάλης ελληνικής τράπεζας. Και έτσι ανατροφοδοτούνται οι πιέσεις στη χρηματιστηριακή αγορά.
Η διαδικασία αποκαλείται rerating και ήταν αυτή που στη θετική της μορφή οδήγησε τα αρχικά στάδια του ράλι των ελληνικών μετοχών από τα χαμηλά του 2012. Ήταν στον απόηχο του σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας εκείνο το καλοκαίρι που οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων άρχισαν να αποκλιμακώνονται δραστικά. «Το ίδιο αλλά με ανάστροφη πορεία συμβαίνει και το τελευταίο διάστημα», εξηγούν χρηματιστηριακοί κύκλοι. Πάντως ήδη έχουν εμφανιστεί οι πρώτες αναλύσεις ξένων επενδυτικών οίκων, όπως η MorganStanley, που εκτιμά διακράτηση των τοποθετήσεων σε ελληνικά ομόλογα μακροχρόνιας διάρκειας σηματοδοτώντας πως εάν τα πράγματα εξελιχθούν ομαλά, ενδεχομένως να ενυπάρχουν σοβαρές υπεραξίες και πάλι στα ελληνικά χρεόγραφα.