Για τους ιστορικούς του μέλλοντος η περίοδος 2014-2017 θα είναι η περίοδος κατά την οποία η Γερμανία βγήκε με καθυστέρηση από το μεταπολεμικό καβούκι της για να γίνει ένας από τους ηγέτες της Δύσης. Όμως, η στροφή που ανακοινώθηκε το 2014 δε θα ολοκληρωθεί το 2015.
Οι ίδιοι οι γερμανοί πρέπει να αλλάξουν συμπεριφορά και αυτό θα είναι το αποτέλεσμα μιας πικρής αντιπαράθεσης. Πρέπει να επανεξετάσουν τον ακραίο τους ειρηνισμό και τη συνήθειά τους να αφήνουν την Αμερική, τη Γαλλία ή τη Βρετανία στο τιμόνι της διαχείρισης διεθνών κρίσεων, προκειμένου μετά να τις επιπλήττουν όταν κάτι πηγαίνει στραβά. Τελικά – αλλά πιθανόν μετά το 2015 – θα συνειδητοποιήσουν ότι η διατήρηση της παγκόσμιας τάξης είναι και δική τους ευθύνη.
Ο πρόεδρος της Γερμανίας, Joachim Gauck, απηύθυνε έκκληση για μια τέτοια στροφή σε ομιλία του στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια στο Μόναχο τον Ιανουάριο του 2014. Σε συντονισμό με τους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας, οι οποίοι ήταν παρόντες στο ακροατήριο, ο κ. Gauck είπε ότι η Γερμανία δεν μπορεί να είναι πλέον «ο κοπανατζής της διεθνούς κοινότητας». Μετά από σχεδόν εβδομήντα χρόνια καλής διαγωγής, ο κ. Gauck πρότεινε στους Γερμανούς να δείξουν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, όπως ήδη πράττουν άλλοι για να κάνουν καλό στον κόσμο.
Η επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία, η νέα απειλή του Ισλαμικού Κράτους, η εξάπλωση του Έμπολα στην Αφρική: τα προβλήματα αυτά αφορούν τη Γερμανία; Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου η απάντηση ήταν όχι. Ούτε η Δυτική ούτε η Ανατολική είχαν μια πραγματικά ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Σε ζητήματα γεωπολιτικής, η Βόννη ανέθετε την άμυνα και τη διπλωματία της στην Ουάσινγκτον. Σε ευρωπαϊκά ζητήματα, φύλαγε τα νώτα του Παρισιού. Το Ανατολικό Βερολίνο έπαιρνε το «σκονάκι» του από τη Μόσχα. Δεδομένης της διαίρεσης, οι Γερμανοί δεν ήταν καλά καλά σίγουροι αν ανήκαν στη Δύση.
Στις 3 Οκτωβρίου 2015, οι Γερμανοί θα γιορτάσουν την 25η επέτειο της Επανένωσης, η οποία τερμάτισε τη διαίρεση και σήμανε την επίσημη αποκατάσταση της γερμανικής κρατικής κυριαρχίας. Μέσα σε αυτά τα 25 χρόνια, η Γερμανία μεταμορφώθηκε από μια εσωστρεφή χώρα σε μια δύναμη μεσαίου μεγέθους. Η διπλωματική (και αγγλόφωνη) ελίτ της Γερμανίας ενστερνίστηκε τις παραινέσεις των δυτικών ομολόγων της προκειμένου να γίνει πιο δυναμική στο εξωτερικό. Όμως, ο λαός της χώρας δεν συναίνεσε. Κάθε μικρό βήμα προς τα εμπρός προκαλούσε έντονη αντιπαράθεση εντός των συνόρων, ξεκινώντας με την απόφαση στο τέλος της δεκαετίας του 1990 για αποστολή στρατευμάτων στο Κόσσοβο – για ανθρωπιστικούς μεν λόγους αλλά διακόπτοντας τον κατηγορηματικό ειρηνισμό της Γερμανίας. Συχνά, μάλιστα, η Γερμανία παλινδρομούσε, όπως το 2011, όταν η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ απείχε (μαζί με τη Ρωσία και την Κίνα) από την ψηφοφορία στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για το θέμα της επέμβασης στη Λιβύη.
Οι συγκρούσεις στον πλανήτη γίνονται πλέον πολύ πιεστικές για να παραμείνει η Γερμανία παθητική. Μπορεί να διαφωνήσει με τη Γαλλία στην Αφρική και την Αμερική στην Ασία. Αλλά η σύγκρουση μεταξύ της Δύσης και του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία εξελίσσεται ξεκάθαρα σε μια περιοχή όπου απαιτείται η ηγετική στάση της Γερμανίας. Αυτοί που απευθύνουν την πιο ηχηρή έκκληση στη Γερμανία είναι οι ανατολικοί της γείτονες, όπως η Πολωνία – σήμερα από τους πιο στενούς φίλους της Γερμανίας, που έχει όμως επανειλημμένως στο παρελθόν συνθλιβεί μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας.
Κατανόηση στον νταή
Ωστόσο, πολλοί Γερμανοί δείχνουν απροσδόκητη κατανόηση στους λεονταρισμούς της Ρωσίας, γεγονός που ανησυχεί την Πολωνία και τα Βαλτικά κράτη. Οι υποστηρικτές του κόμματος «Αριστερά», το οποίο κατάγεται από τους Ανατολικογερμανούς κομμουνιστές, κατηγορούν για την κρίση περισσότερο την Αμερική και το κατ’ ισχυρισμόν τους επεκτατικό ΝΑΤΟ παρά τον κ. Πούτιν. Επίσης, πολλοί κεντροαριστεροί Σοσιαλδημοκράτες, ακόμη και ορισμένοι από τη δεξιά, αναμειγνύουν τα αντι-αμερικανικά τους αντανακλαστικά με ρομαντικές σαχλαμάρες για το δέσιμο μεταξύ ρωσικής και γερμανικής ψυχής. Παράλληλα, σε όλο το πολιτικό φάσμα, οι περισσότεροι γερμανοί επιμένουν να μη χρησιμοποιηθεί ποτέ ο στρατός τους παρά μόνο για να διανέμει πάνες και μπουκάλια με νερό.
Η κυρία Μέρκελ, όπως συνηθίζει, δεν έλαβε δημόσια θέση στη συζήτηση για τη γερμανική διπλωματία που ξεκίνησε ο κ. Gauck (παρά τον εν πολλοίς τελετουργικό χαρακτήρα του αξιώματός του). Αντίθετα, αποφεύγει τις εγχώριες και διεθνείς παγίδες όσο καλύτερα μπορεί. Μιλά στο τηλέφωνο με τον κ. Πούτιν πιο συχνά από οποιονδήποτε άλλο ηγέτη της Δύσης. Συντόνισε, επίσης, τις κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης εναντίον του, μαζί με αυτές της Αμερικής. Το 2015, θα ενισχύσει τις κυρώσεις, αν χρειαστεί, αλλά θα συνεχίσει να παίζει τον «καλό μπάτσο», με την Αμερική στον ρόλο του «κακού μπάτσου» – η ίδια συνεχίζοντας τον διάλογο και η Αμερική δείχνοντας ότι, αν χρειαστεί, έχει και δύναμη πυρός.
Στο μεταξύ, ο υπουργός των Εξωτερικών, Frank-Walter Steinmeier, θα αλωνίσει τους δρόμους και τις τηλεοπτικές εκπομπές της Γερμανίας για να εκπαιδεύσει τη γερμανική κοινή γνώμη και να κερδίσει την υποστήριξή της. Δύσκολο εγχείρημα. Η πιο αποκαλυπτική στιγμή του 2014, όπως αποτυπώθηκε σε βίντεο στο YouTube το οποίο έγινε viral, ήταν μια ομιλία του σε πλατεία στο Βερολίνο σχετικά με την κρίση στην Ουκρανία. Στο κοινό υπήρχαν οι συνηθισμένοι ψευτο-ειρηνιστές διαδηλωτές που το αποκαλούν (αυτόν, όχι τον κ. Πούτιν) «πολεμοχαρή». Ο κατά κανόνα συγκρατημένος κ. Steinmeier έγινε έξω φρενών και ξέσπασε εναντίον της υποκριτικής στάσης των διαδηλωτών. Πολλά τέτοια επεισόδια αναμένεται να ακολουθήσουν το 2015. Όμως, πριν από τις επόμενες εθνικές εκλογές το 2017, η Γερμανία θα έχει ωριμάσει αρκετά ώστε να βοηθήσει τους συμμάχους της να διατηρήσουν την ειρήνη – αν χρειαστεί, ακόμα και πυροβολώντας.