Τα ονόματά τους τα βρίσκει κανείς ψηλά σε όλες τις λίστες των αμερικανικών περιοδικών «Forbes», «Time» και άλλων διεθνών μέσων με τα «Πρόσωπα με τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως».
Στις επί μέρους ευρωπαϊκές λίστες βεβαίως κυριαρχούν – άλλωστε πρόκειται για ευρωπαίους ηγέτες. Δεν πρόκειται για ισχυρούς του χρήματος αλλά για ισχυρούς της πολιτικής. Και ως εκ τούτου κάποιοι «υποψιασμένοι» ανενδοίαστα θα τους προσήπταν συλλήβδην τη ρετσινιά των υπηρετών οικονομικών συμφερόντων. Είναι όμως, οι περισσότεροι, εκλεγμένοι ηγέτες. Εχουν τη δημοκρατική νομιμοποίηση, όπως άλλωστε και οι έλληνες εκπρόσωποι, με τους οποίους διαπραγματεύονται εντατικά τις τελευταίες εβδομάδες στις Βρυξέλλες και στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Είναι η γερμανική φρουρά (Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Ανγκελα Μέρκελ), ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ και οι ηγέτες της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ και της Ιταλίας Ματέο Ρέντσι που, για τους δικούς του λόγους ο καθένας, μοιάζουν να κατανοούν (αν όχι να συμμερίζονται) τη μάχη που δίνει η νέα ελληνική κυβέρνηση. Είναι, τέλος, και ο (μη εκλεγμένος αλλά διορισμένος) ευρωτραπεζίτης Μάριο Ντράγκι, που πολλοί έχουν «κολλήσει» στην παλαιότερη θητεία του στην Goldman Sachs. Λησμονούν όμως ότι με την περίφημη ρήση του ότι θα κάνει «ό,τι χρειαστεί» για τη σωτηρία του ευρώ τον Ιούλιο του 2012 προσέφερε τη μεγαλύτερη στήριξη όχι μόνο στο νόμισμα αλλά στη διεθνή αξιοπιστία της Ευρώπης.
Η περίπτωση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε θα έπρεπε να εξεταστεί πρώτη όχι επειδή ο γερμανός υπουργός Οικονομικών θεωρείται από πολλούς ο άνθρωπος που έχει τον πρώτο λόγο στη σημερινή «γερμανική Ευρώπη» αλλά επειδή συνήθως παίζει τον ρόλο του «κακού μπάτσου» όποτε η γερμανική πλευρά πρέπει να δείξει δύο πρόσωπα (στις περιπτώσεις αυτές τον ρόλο του «καλού μπάτσου» έχει κρατήσει ακόμη και η Ανγκελα Μέρκελ). Εξάλλου ο Σόιμπλε είναι ο αρχαιότερος από όλους τους πολιτικούς πρώτης γραμμής σήμερα στην Ευρώπη.
Η τσάντα με τα 100.000 μάρκα
Ο Σόιμπλε εκλέχθηκε για πρώτη φορά στην Μπούντεσταγκ (Κάτω Βουλή) το 1972. Ως εκπρόσωπος της Δυτικής Γερμανίας στην περιβόητη Τρόιχαντ (πρόκειται για την υπηρεσία που είχε συσταθεί το 1990 για την αναδιάρθρωση και πώληση περίπου 8.500 κρατικών επιχειρήσεων της Ανατολικής Γερμανίας) είχε κατηγορηθεί ότι είχε δημιουργήσει με συνοπτικές διαδικασίες 2,5 εκατ. ανέργους (από τους 4 εκατ. υπαλλήλους που επάνδρωναν τις επιχειρήσεις) δίχως να έχει κάνει κάποια πρόβλεψη για την επανένταξή τους στην αγορά εργασίας της ενιαίας πλέον Γερμανίας.
Κάποια δημοσιεύματα συνέδεσαν την απόπειρα δολοφονίας του τη χρονιά εκείνη με τον ρόλο του στην Τρόιχαντ – ο άνδρας που πυροβόλησε τρεις φορές τον Σόιμπλε έπειτα από πολιτική ομιλία καθηλώνοντάς τον στην αναπηρική καρέκλα χαρακτηρίστηκε διανοητικά διαταραγμένος. Το μεγάλο ολίσθημα όμως του Σόιμπλε ήταν η εμπλοκή του στο σκάνδαλο παράνομων χρηματοδοτήσεων του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος που ξέσπασε τον Δεκέμβριο του 1999. Λίγους μήνες αργότερα ο ισχυρότερος άνδρας της σημερινής Ευρώπης παραδέχθηκε ότι το 1994 είχε λάβει ο ίδιος ως δωρεά για το κόμμα τσάντα με 100.000 μάρκα από έναν έμπορο όπλων. Η ομολογία αυτή οδήγησε σε παραίτηση τον Σόιμπλε από την ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών και άνοιξε τον δρόμο στην Ανγκελα Μέρκελ.
Σκοτώνοντας το γέρικο άλογο
Τόσο ο Σόιμπλε όσο και η Μέρκελ υπήρξαν πολιτικά παιδιά του Χέλμουτ Κολ. Το ξέσπασμα του σκανδάλου με τις παράνομες χρηματοδοτήσεις όμως έδωσε την ευκαιρία στη σημερινή καγκελάριο να «σκοτώσει» τον πολιτικό της πατέρα. Με επιστολή που δημοσίευσε στη «Frankfurter Allgemeine» είχε καλέσει το κόμμα «να προχωρήσει δίχως το γηραιό άλογο του πολέμου». Ηταν ένα θανατηφόρο χτύπημα στην υστεροφημία του «πατριάρχη» της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας και μακροβιότερου καγκελαρίου μετά τον Οτο Μπίσμαρκ.
Ο Κολ, που είχε χάσει τις εκλογές του 1998 από τους Σοσιαλδημοκράτες του Γκέρχαρντ Σρέντερ, πίστεψε ότι πίσω από τη χαμηλών τόνων πλην φιλόδοξη προστατευόμενή του κρυβόταν ο Σόιμπλε, που του καταλόγιζε ότι το 1998 προτίμησε να οδηγήσει τους Χριστιανοδημοκράτες στην ήττα αντί να του παραδώσει τα ηνία. Ο σημερινός υπουργός Οικονομικών, πάντως, που θα μπορούσε να είχε εκλεγεί καγκελάριος αν δεν αποφάσιζε ο Κολ να αντιμετωπίσει τότε τον Σρέντερ, σε συνέντευξή του το 2010 διέψευσε κατηγορηματικά ότι ήταν ενήμερος για την επιστολή. Η κόρη του λουθηρανού πάστορα δεν σχολίασε τη συνέντευξη του στενότερου συνεργάτη της – αλλά όχι και προσωπικού φίλου, σύμφωνα με παλαιότερη, επίσης ασχολίαστη, δήλωση του Σόιμπλε.
Στα τέλη του 2011 αναφερόμενος στην ευρωπαϊκή κρίση ο Σόιμπλε είχε δηλώσει ότι «όταν τα πράγματα είναι πραγματικά δύσκολα… ξαφνικά λύσεις που μοιάζουν απίθανες μετατρέπονται σε πιθανές» – ας ελπίσουμε ότι δεν έχει αναθεωρήσει την πεποίθησή του αυτή. Η στάση του ωστόσο τα χρόνια της κρίσης δεν έχει πείσει κανέναν ότι αυτός και η Μέρκελ διαθέτουν «κοινοτικό πνεύμα» και ότι ενεργούν με γνώμονα όχι μόνο τα συμφέροντα της χώρας τους αλλά και εκείνα της Ενωμένης Ευρώπης.