Νωρίτερα αυτήν την εβδομάδα, ύστερα από ημέρες έντονων διαπραγματεύσεων, η νέα κυβέρνηση στην Αθήνα έφτασε σε μία συμφωνία με τους πιστωτές της στην ευρωζώνη που συμπεριλαμβάνει ένα πακέτο άμεσων μεταρρυθμίσεων σε μία τετράμηνη παράταση του προγράμματος οικονομικής βοήθειας.
Ωστόσο, παρά τη συλλογική ανακούφιση στην Ευρώπη, ο συμβιβασμός δεν αποκλείει την ανάγκη για περαιτέρω σκληρές διαπραγματεύσεις για ένα νέο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας που θα πρέπει να παρουσιαστεί έως το τέλος του Ιουνίου.
Σε κάθε διαπραγμάτευση, η κύρια μεταβλητή που επηρεάζει τη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών, και συνεπώς και το αποτέλεσμα, είναι τι θα κοστίσει στον καθένα εξ αυτών η αποτυχία κατάληξης σε συμφωνία. Σε αυτήν την περίπτωση, το ζήτημα είναι το κόστος της εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη – μία προοπτική που συζητήθηκε έντονα από τον Τύπο κατά τη διάρκεια των πρόσφατων διαπραγματεύσεων, με διάφορες εκτιμήσεις για τη στάση των διαφόρων παικτών, ιδιαίτερα της ελληνικής και της γερμανικής κυβέρνησης.
Από την πλευρά της Ελλάδας, η έξοδος από το ευρώ θα ήταν εξαιρετικά αποδιοργανωτική, κάτι που εξηγεί την ελάχιστη στήριξή της στη χώρα. Όμως τι θα κοστίσει το Grexit στην υπόλοιπη ευρωζώνη; Από τότε που το ερώτημα δημιουργήθηκε το 2011-2012, υπάρχουν δύο αντικρουόμενες απόψεις.
Η μία άποψη – επονομαζόμενη ως θεωρία του ντόμινο – υποστηρίζει πως με την έξοδο της Ελλάδας οι αγορές θα ξεκινούσαν άμεσα να αναρωτιούνται ποιος θα είναι ο επόμενος. Η τύχη άλλων χωρών θα ήταν υπό αμφισβήτηση, όπως συνέβη κατά την ασιατική νομισματική κρίση του 1997-1998 ή την ευρωπαϊκή κρίση δημόσιου χρέους των 2010-2012. Θα ακολουθούσε η αποσύνθεση της ευρωζώνης.
Η άλλη άποψη – συχνά ονομάζεται θεωρία του έρματος – θεωρεί πως η ευρωζώνη θα ενισχυόταν από την απομάκρυνση της Ελλάδας. Η νομισματική ένωση θα ξεφορτωνόταν ένα επαναλαμβανόμενο πρόβλημα, και η απόφαση της ευρωζώνης να επιτρέψει ή να ενθαρρύνει την έξοδο της Ελλάδας θα τόνωνε την αξιοπιστία των κανόνων της. Καμία χώρα, υποστηρίζεται, δε θα τολμήσει ξανά να εκβιάσει τους εταίρους της.
Το 2012 η θεωρία του ντόμινο φαινόταν αρκετά ρεαλιστική ώστε οι χώρες-πιστωτές να απορρίψουν την επιλογή του Grexit. Έχοντας περάσει το καλοκαίρι σε βαθιά περισυλλογή, η γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ πήγε στην Αθήνα και εξέφρασε την «ελπίδα και επιθυμία» της για την παραμονή της Ελλάδας.
Όμως η κατάσταση σήμερα είναι διαφορετική. Η πίεση της αγοράς έχει χαλαρώσει σημαντικά, Ιρλανδία και Πορτογαλία δε βρίσκονται πλέον σε πρόγραμμα βοήθειας, και το οικονομικό σύστημα της ευρωζώνης έχει ενισχυθεί με την απόφαση να προχωρήσει σε τραπεζική ενοποίηση, και υπάρχουν τα μέσα για τη διαχείριση μιας κρίσης. Μία αλυσιδωτή αντίδραση λόγω του Grexit θα ήταν αρκετά λιγότερο πιθανή.
Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει πως η απώλεια θα ήταν ανώδυνη. Υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους το Grexit θα αποδυνάμωνε σημαντικά την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση.
Πρώτο και σημαντικότερο, μία έξοδος της Ελλάδας θα διέψευδε τη σιωπηρή παραδοχή πως η συμμετοχή στο ευρώ είναι μόνιμη. Είναι αλήθεια πως η ιστορία διδάσκει πως καμία δέσμευση δεν είναι μόνιμη: σύμφωνα με τον Jens Nordvig της Nomura Securities, έχουν υπάρξει 67 διαλύσεις νομισματικών ενώσεων από το ξεκίνημα του 19ου αιώνα. Οποιαδήποτε έξοδος από την ευρωζώνη θα επαύξανε την πεποίθηση πως αργά ή γρήγορα και άλλες χώρες θα ακολουθήσουν το παράδειγμα.
Δεύτερον, η έξοδος θα επιβεβαίωνε όσους πιστεύουν πως το ευρώ είναι απλά μια ενισχυμένη συμφωνία σταθερής συναλλαγματικής αξίας, και όχι ένα πραγματικό νόμισμα. Η σιγουριά του αμερικανικού δολαρίου πηγάζει από το γεγονός πως δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο δολάριο που βρίσκεται σε μία τράπεζα στο Βοστόνη και σε ένα που βρίσκεται στο Σαν Φρανσίσκο. Όμως ύστερα από την κρίση των 2010-2012, αυτό δεν είναι απόλυτα αληθές για το ευρώ. Η χρηματοπιστωτική διάσπαση έχει μειωθεί αλλά όχι εξαφανιστεί, κάτι που σημαίνει πως ένα δάνειο προς μία εταιρεία στην Αυστρία δεν έχει ακριβώς το ίδιο επιτόκιο με ένα δάνειο προς την ίδια εταιρία στην άλλη πλευρά των ιταλικών συνόρων. Οι κριτικοί όπως ο γερμανός οικονομολόγος Hans-Werner Sinn έχουν ειδικευτεί στο να ανιχνεύουν την έκθεση στους κινδύνους μίας διάσπασης.
Τίποτα από αυτά δεν είναι αυτή τη στιγμή «θανάσιμο», χάρη στις πρωτοβουλίες που έγιναν τα τελευταία χρόνια, όμως θα ήταν λάθος να υποθέσουμε πως έχει επανέλθει πλήρης βεβαιότητα. Οι ευρωπαίοι πολίτες σίγουρα θα αντιδρούσαν στην απόσυρση μίας χώρας (ή αποπομπή της) από την ευρωζώνη βλέποντας το νόμισμα με διαφορετικό τρόπο. Το πού παραμένει το ευρώ θα ήταν πλέον μια σχετική ερώτηση.
Εγχώριοι και ξένοι επενδυτές θα εξέταζαν πιο προσεκτικά εάν τη αξία ενός περιουσιακού στοιχείου θα επηρεαζόταν από μία διάσπαση της νομισματικής ένωσης. Οι κυβερνήσεις θα υποψιάζονταν περισσότερο τα ρίσκα στα οποία πιθανώς θα τους εξέθεταν οι εταίροι τους. Πράγματι, η καχυποψία θα γινόταν αναπόφευκτη, και θα αντικαθιστούσε την πίστη στη μονιμότητα της ευρωζώνης.
Τελικά, μία έξοδος θα ανάγκαζε τους ευρωπαίους πολιτικούς να επισημοποιήσουν τους έως τώρα άγραφους και απροσδιόριστους κανόνες ενός «διαζυγίου». Πέρα από τις γενικές αρχές του διεθνούς νόμου – για παράδειγμα, αυτό που έχει σημασία για την απόφαση μετά το «διαζύγιο» για την αξία ενός περιουσιακού στοιχείου είναι το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση και η αντίστοιχη δικαιοδοσία – δεν υπάρχουν συμφωνημένοι κανονισμοί για το πώς θα πραγματοποιηθεί η μετάβαση σε ένα νέο νόμισμα. Ένα Grexit θα καθιστούσε αναγκαία τη θέσπιση αυτών των κανονισμών, ξεκαθαρίζοντας έτσι την αξία του ευρώ ανάλογα με το πού βρίσκεται, ποιος το κατέχει και σε ποια μορφή. Πράγματι, αυτό όχι μόνο θα έκανε τον κίνδυνο της διάσπασης πιο ορατό, αλλά και πιο στέρεο.
Τίποτα από τα παραπάνω δε σημαίνει πως τα μέλη της ευρωζώνης θα πρέπει να πληρώσουν οποιοδήποτε κόστος χρειαστεί για να κρατήσουν την Ελλάδα εντός της. Αυτό προφανώς θα ισοδυναμούσε με υποταγή. Ωστόσο δε θα πρέπει και να αυταπατούνται: δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχές Grexit.