Σίγουρα έχουν γραφτεί πολλά για την επερχόμενη βουτιά της ΕΚΤ στον κόσμο των ρευστοποιήσεων 13ψήφιων χρεών (ή όπως το ονομάζουν κάποιοι, το Βατερλό του Ντράγκι), και παρ’ ότι είναι αχρείαστη η επανάληψη, η καθαρή τρέλα ενός προγράμματος αγοράς ομολόγων με μόνο περιορισμό το ότι απλά δεν υπάρχουν αρκετά ομόλογα να αγοραστούν δεν μπορεί να τονιστεί αρκετά.
Ανάμεσα στους πολλούς εγγενείς παραλογισμούς του προγράμματος είναι η κραυγαλέα διαφορά μεταξύ του μεγέθους του και το καθορισμένο ποσό των καθαρών εσόδων έκδοσης ευρώ και το πιο ουσιαστικό γεγονός πως οι επιδράσεις των προηγούμενων προσπαθειών χαλάρωσης της ΕΚΤ ουσιαστικά εξασφαλίζουν την αποτυχία της ποσοτικής χαλάρωσης. Όσον αφορά αυτό το τελευταίο, παρ’ ότι τα αρνητικά επιτόκια καταθέσεων και οι μηδαμινές αποδόσεις περιορίζουν τις επιλογές των τραπεζών για το τι μπορούν να κάνουν με οποιαδήποτε κέρδη από ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα που είναι πρόθυμες να πουλήσουν στην ΕΚΤ, θα μπορούσαν φυσικά να επιλέξουν να σκεφτούν το αδιανόητο και να φτιάξουν δάνεια. Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Peter Praet είναι αρκετά βέβαιος πως οι τράπεζες θα αναγκαστούν να κάνουν αυτό ακριβώς εάν θέλουν να διατηρήσουν περιθώρια κέρδους (τα οποία, κατά ειρωνική σύμπτωση, έχουν καταστραφεί από το ίδιο είδος πολιτικών που ετοιμάζεται να ξεκινήσει η ΕΚΤ):
«…καθώς οι αναμενόμενες αποδόσεις τίτλων θα συμπιεστούν, η διατήρηση των καθαρών εσόδων από τόπους θα απαιτεί από τις τράπεζες να μετατοπίσουν τα χαρτοφυλάκιά τους από τους τίτλους προς τα δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.»
Ωστόσο, αυτό δε θα συμβεί για τον ίδιο λόγο που οι προηγούμενες απόπειρες άντλησης χρήματος στο σύστημα δεν πέρασαν στη Main Street: οι τράπεζες φοβούνται πολύ να δανείσουν και το αυστηρότερο ρυθμιστικό καθεστώς ενισχύει τον δισταγμό τους. Σύμφωνα με το -:
«Το κίνητρο για παροχή δανείων που δημιουργούν οι χαμηλότερες αποδόσεις σε τίτλους συγκρούεται με το κανονιστικό πλαίσιο της Βασιλείας 3. Οι νέοι κανονισμοί, που έχουν στόχο να κάνουν τις τράπεζες ανθεκτικές στις κρίσεις, σημαίνουν πως οι τράπεζες πρέπει να αφήνουν περισσότερα κεφάλαια στην άκρη για δάνεια. Ο συνδυασμός Βασιλείας 3 και ποσοτικής χαλάρωσης δημιουργεί ένα δίλημμα για τις τράπεζες: είτε να συνεχίσουν να κρατούν μετρητά και κρατικά ομόλογα, και τα δύο είναι ρευστά περιουσιακά στοιχεία και έχουν μηδενικό ποσοστό ρίσκου, ή να δανείσουν στην πραγματική οικονομία με αντάλλαγμα υψηλότερα επιτόκια αλλά μικρότερα ποσοστά ρευστότητας και κεφαλαίων.
Ως το σημείο που οι τράπεζες θα έχουν κέρδος από την πώληση των αποθεμάτων τους σε κρατικά ομόλογα, μπορεί να υπάρξει λίγο περισσότερο κεφάλαιο για τη δημιουργία νέων δανείων. Ωστόσο, δεδομένων των κανονισμών, οι πιθανότητες μιας μεγάλης ώθησης δανείων είναι ελάχιστες».
Αυτή η δυναμική επιδεινώνεται όταν λάβουμε υπόψη μας τη δραματική αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχει παρατηρηθεί σε ολόκληρη τη νομισματική ένωση κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης κρίσης.
Και δεν έχουμε ακόμη τελειώσει. Αναλογιστείτε τις άμεσες συνέπειες της ανισορροπίας προσφοράς και ζήτησης: εάν οι πωλητές υποψιαστούν πως οι τιμές θα αυξηθούν επειδή πιστεύουν πως η ΕΚΤ θα επιδιώξει οπωσδήποτε να πετύχει τον στόχο των 60 δισεκατομμυρίων ευρώ το μήνα, πιθανώς θα περιμένουν, ιδιαίτερα αν κάποιοι από τους μετέχοντες στην αγορά αγχωθούν για τη διαθεσιμότητα ορισμένων εκδόσεων βραχυπρόθεσμης κάλυψης.
Από τους Financial Times:
«Όταν η Τράπεζα της Αγγλίας και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ξεκίνησαν ποσοτική χαλάρωση, οι κυβερνήσεις τους είχαν ακόμη ογκώδη δημοσιονομικά ελλείμματα. Με τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης να κάνουν δημοσιονομικές περικοπές, οι αγορές στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ εύκολα θα ξεπεράσουν την καθαρή έκδοση χρέους – ιδιαίτερα στη Γερμανία.
Έτσι, για να πετύχει τον στόχο της, η ΕΚΤ θα πρέπει να διώξει άλλους από τις αγορές κρατικών ομολόγων. Κάτι που θα γίνει δύσκολα εάν οι κάτοχοι των ομολόγων διστάσουν να τα πουλήσουν, είτε γιατί δεν έχουν να επενδύσουν αλλού τα χρήματά τους, είτε επειδή θα περιμένουν τις τιμές να ανέβουν περισσότερο, κάτι που μπορεί να προκύψει τότε.
Δεν είναι επίσης ξεκάθαρο υπό ποιες προϋποθέσεις η ΕΚΤ θα δανείσει τα ομόλογα που θα έχει αποκτήσει πίσω στην αγορά, ώστε οι επιχειρήσεις να μπορούν να καλύψουν τις πωλήσεις χαρτιού. Αν οι αντιπρόσωποι φοβηθούν πως δε θα μπορέσουν να αντικαταστήσουν τα ομόλογα που προσφέρουν, μπορεί να μην προβούν σε πώληση – ή να απαιτήσουν υψηλότερη τιμή από την ΕΚΤ».
Όλα αυτά γίνονται πιο δύσκολα λόγω του ότι κανείς δε γνωρίζει πραγματικά πώς θα δουλέψουν όλα αυτά λογιστικά. Οι μηχανισμοί δεν έχουν ξεκαθαριστεί και ενώ ο Hank Paulson μπορεί να σας πει πως ο λόγος που κουβαλά κανείς ένα bazooka είναι για να μη χρειαστεί να εξηγήσει τις λεπτομέρειες, η αγορά έχει ξεκινήσει να ανησυχεί. Γιατί όπως εξηγεί το - υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα, όπως «πόσα έχει σκοπό η κεντρική τράπεζα να δώσει για κάθε είδος που έχει βάλει στόχο, καθώς ο μηνιαίος της προϋπολογισμός θα συμπεριλαμβάνει υπάρχοντα προγράμματα αγοράς κεκαλυμμένων ομολόγων και τίτλους, καθώς και κρατικά και θεσμικά ομόλογα, και θα γίνονται όλα αυτά μέσω αντίστροφων πλειστηριασμών, όπως έκανε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, ή στη δευτερεύουσα αγορά, όπως έχει κάνει ως τώρα η ΕΚΤ;».
Ευτυχώς, η Morgan Stanley έρχεται για να ξεκαθαρίσει λίγο αυτό το θέμα, παρ’ ότι τελικά παραμένει δύσκολο να πειστεί κανείς πως ένα ακόμη τρισεκατομμύριο θα κάνει τη διαφορά στην απόπειρα ώθησης του πληθωρισμού (και τελικώς της ζήτησης), όταν 5 τρισεκατομμύρια έχουν αποτύχει ως τώρα να κάνουν το ίδιο.
Τα καλά νέα είναι πως η έκδοση έχει καλό ξεκίνημα.
Από τη Morgan Stanley:
«Ως τώρα, τα κράτη της ευρωζώνης έχουν εκδώσει ένα σύνολο 192 δισεκατομμυρίων ευρώ τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, δηλαδή το 24% του στόχου των 814 δισεκατομμυρίων ευρώ για το 2015. Κάτι που ξεπερνάει το μέσο όρο της έκδοσης των προηγούμενων πέντε ετών του 20,5% έως το τέλος του Φεβρουαρίου. Η ακαθάριστη και η καθαρή έκδοση για τον Φεβρουάριο βρίσκεται στα 86 και 47 δισεκατομμύρια ευρώ, σε σχέση με τον μέσο όρο των 83 και 64 δισεκατομμυρίων ευρώ (2010-14), αντίστοιχα.
Συγκρίνοντας τη χρηματοδοτική πρόοδο ανά χώρα: Βρίσκονται μπροστά από το χρονοδιάγραμμα: με το δεύτερο συνδικάτο της Ιρλανδίας και το 5ετές όριο της Πορτογαλίας τον Φεβρουάριο, έχουν ήδη ολοκληρώσει το 62% και το 52% αντίστοιχα του χρηματοδοτικού στόχου και βρίσκονται σημαντικά μπροστά από το χρονοδιάγραμμα. Εντός χρονοδιαγράμματος: το Βέλγιο και η Πορτογαλία έχουν ολοκληρώσει το περίπου 27% της έκδοσης, λίγο περισσότερο δηλαδή από το μέσο όρο. Η Ολλανδία αργεί λίγο, αλλά πιθανώς θα καλύψει τη θέση της τον Μάρτιο. Ουραγοί: η Αυστρία και η Φινλανδία καθυστερούν, ενώ Γερμανία, Γαλλία και Ισπανία βρίσκονται στο μέσο όρο».
…και τώρα οι τρομακτικοί αριθμοί (αυτό είναι, δηλαδή, το σημείο όπου εξηγούμε πόσο ακριβώς γελοία είναι αυτή η νομισματική πολιτική σε σχέση με τις ακαθάριστες εκδόσεις ή ακόμη καλύτερα το ΑΕΠ):
«Εν όψει του Μαρτίου, το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ θα έχει τη μεγαλύτερη επίδραση στις δυναμικές προσφοράς και ζήτησης. Για να εξηγήσουμε την κλίμακα του προγράμματος, το αγοραστικό πρόγραμμα της ΕΚΤ των 1,140 δισεκατομμυρίων ευρώ αντιστοιχεί στο 12% του ΑΕΠ της ευρωζώνης και στο 14% της τοπικής αγοράς ομολόγων. Παρ’ ότι αυτό είναι σχετικά μεγαλύτερο, σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, σε ότι έχει σχέση το ποσοστό της αγοράς ομολόγων, όσον αφορά το ΑΕΠ είναι μικρότερο. Με δεδομένο ότι οι αγορές θα συνεχιστούν κατά τη διάρκεια δύο ετών, το ποσοστό των ακαθάριστων ετήσιων εκδόσεων (54%) είναι παρόμοιο με άλλα σχήματα, όμως οι αγορές της ΕΚΤ είναι οι υψηλότερες σε όρους καθαρών εκδόσεων».
Έτσι, η ΕΚΤ θα ρευστοποιήσει περισσότερο από το μισώ των ακαθάριστων εκδόσεων (και περισσότερο από το διπλάσιο των καθαρών εκδόσεων) και το 12% του ΑΕΠ της ευρωζώνης. Το τελευταίο ποσοστό μπορεί πολύ εύκολα να αυξηθεί εάν το ΑΕΠ συρρικνωθεί και η ποσοτική χαλάρωση επεκταθεί, ένα σενάριο που δε θα πρέπει να αποκλειστεί δεδομένων της εύθραυστης οικονομικής κατάστασης της Ευρώπης και των προβλέψεων πως η ΕΚΤ θα παραμείνει διευκολυντική στο προσεχές μέλλον. Πράγματι, η αγορά ήδη συζητά την πιθανότητα πως το πρόγραμμα θα επεκταθεί/παραταθεί.
Από τη Citi:
«Είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί επιπλέον ώθηση. Να περιμένετε πως η πολιτική θα παραμείνει ενεργή για πολύ καιρό, μάλλον και μετά τον Σεπτέμβριο του 2016.
Η ΕΚΤ κατά πάσα πιθανότητα θα είναι έτοιμη να χαλαρώσει μεσοπρόθεσμα εάν δε βελτιωθούν οι προοπτικές ανάπτυξης, μάλλον μέσω μειώσεων επιτοκίων».
Από την Credit Agricole:
«Μην περιμένετε η ΕΚΤ να σταματήσει τις αγορές ομολόγων σύντομα».
Από την UBS:
«Εάν οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό του 2017 δε δείξουν πως ο πληθωρισμός οδεύει προς τον στόχο, αυτό θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως τοποθέτηση της ΕΚΤ για παράταση της υπάρχουσας ποσοτικής χαλάρωσης πέραν του Σεπτεμβρίου του 2016.
Η πιθανότητα παράτασης της ποσοτικής χαλάρωσης μετά τον Σεπτέμβριο του 2016 δεν είναι μικρή».