Μετά από επτά χρόνια στο μηδέν, τα επιτόκια θα αρχίσουν να επιστρέφουν σε φυσιολογικά επίπεδα. Η έκπληξη θα αφορά το πόσο χαμηλά ορίζεται το φυσιολογικό στον τρέχοντα οικονομικό κύκλο.
Το επιτόκιο των ομοσπονδιακών κεφαλαίων δε θα υπερβεί το 3%: η χαμηλότερη κορυφή σφιχτής πολιτικής που έχει ορίσει η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ από την αρχή της δεκαετίας του 1950. Οι αποδόσεις των ομολόγων δε θα αυξηθούν περισσότερο από αυτό το επίπεδο.
Για να κατανοήσουμε τον λόγο για τον οποίο τα επιτόκια θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα, θα ήταν καλό να κατανοήσουμε τι τα οδήγησε αρχικά σε πτώση. Το άμεσο αίτιο ήταν η αποφασιστικότητα της Fed να ανατρέξει στα διδάγματα της δεκαετίας του 1930 και στην εμπειρία της Ιαπωνίας στη δεκαετία του 1990, τονώνοντας νομισματικά την οικονομία όσο περισσότερο μπορούσε. Μείωσε το επιτόκιο των ομοσπονδιακών κεφαλαίων στο μηδέν το 2008 και στη συνέχεια αγόρασε κρατικά ομόλογα αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων με νέο χρήμα (ποσοτική χαλάρωση) για να μειώσει τις αποδόσεις των ομολόγων.
Η ανάκαμψη παρέμεινε αναιμική εξαιτίας των ισχυρών αντιξοοτήτων. Ωστόσο, έως το 2015 αυτές οι αντιξοότητες θα έχουν μετριαστεί σε μεγάλο βαθμό. Τα νοικοκυριά, μετά από αρκετά χρόνια απομόχλευσης (αποπληρώνοντας τα προ κρίσης χρέη), δανείζονται και πάλι. Έχοντας άφθονα κεφάλαια, οι τράπεζες είναι στην ευχάριστη θέση να παίξουν τον ρόλο τους: τα δάνεια, έως το τέλος του 2014, σημείωναν υψηλό ρυθμό αύξησης, για πρώτη φορά από το 2008, και πλέον γίνεται λόγος για «φούσκες» στα φοιτητικά δάνεια και στα δάνεια αγοράς αυτοκινήτων. Η κρίση δημοσίου χρέους στην Ευρώπη έχει υποχωρήσει, για την ώρα. Δεν προβλέπεται νέα ομοσπονδιακή λιτότητα και οι πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις άρχισαν ξανά τις προσλήψεις. Η μέση μηνιαία αύξηση των προσλήψεων γίνεται με ήπιο ρυθμό, από 186.000 το 2012 σε 194.000 το 2013 και 225.000 κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2014. Έως το τέλος του 2015 το ποσοστό ανεργίας θα μειωθεί κάτω από το 5,5%, ένα επίπεδο που θεωρείται ότι συνάδει με την πλήρη απασχόληση.
Το νέο φυσιολογικό
Μια οικονομία όπως αυτή δε χρειάζεται πλέον ασυνήθιστα χαμηλά επιτόκια. Παράλληλα, δεν μπορεί να ανεχτεί επιτόκια που κάποτε θεωρούνταν φυσιολογικά. Κάποιες από τις δυνάμεις που λειτουργούσαν στην Αμερική τη δεκαετία του 1930 και στην Ιαπωνία τη δεκαετία του 1950 υπάρχουν και σήμερα, ασκώντας μια υπερμεγέθη επίδραση στα επιτόκια.
Ιστορικά, η Fed ασκούσε σφικτή πολιτική και οι αποδόσεις των ομολόγων αυξάνονταν, κυρίως υπό την απειλή έκρηξης του πληθωρισμού. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, ο πληθωρισμός σταθεροποιήθηκε περισσότερο και τελευταία υπήρξε μάλλον πολύ χαμηλός παρά πολύ υψηλός. Το 95% των τελευταίων έξι ετών ο πληθωρισμός κυμάνθηκε κάτω από τον στόχο του 2% της Fed, με βάση τον προτιμώμενο δείκτη αναφοράς, τον δείκτη τιμών καταναλωτή, από τον οποίο εξαιρούνται τα τρόφιμα και η ενέργεια. Στο τέλος του 2014 ήταν μόλις 1,5%. Το γεγονός αυτό θα περιορίσει τον ρυθμό και το μέγεθος της αύξησης των επιτοκίων.
Επιπλέον, παρατηρείται παγκοσμίως κορεσμός αποταμιεύσεων και έλλειψη επενδύσεων. Είναι δουλειά των επιτοκίων να επιτύχουν την ισορροπία μεταξύ των δύο. Πριν από την κρίση η υπερπροσφορά αποταμιεύσεων μπορούσε να εντοπιστεί σε αναδυόμενες αγορές, όπως η Κίνα. Οι εγχώριες αποταμιεύσεις στις αναδυόμενες αγορές αυξήθηκαν από 24% του ΑΕΠ τη δεκαετία του 1990 σε περισσότερο από 33% έως το 2008, και έμειναν εκεί. Το ποσοστό αυτό είναι υπεραρκετό για την κάλυψη των (αυξημένων) επενδυτικών αναγκών αυτών των χωρών. Έτσι, διοχέτευσαν το πλεόνασμα στις αγορές ομολόγων των πλούσιων χωρών, ωθώντας τα επιτόκια προς τα κάτω. Από τότε, το πλεόνασμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Κίνας έχει συρρικνωθεί, αλλά η ευρωζώνη – η οποία υπέστη πλήγμα από τη λιτότητα, την πιστωτική στενότητα και την υποχώρηση των επενδύσεων στη Γερμανία – ανέκαμψε: το πλεόνασμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2015 θα υπερβεί το αντίστοιχο της Κίνας. Το παγκόσμιο πλεόνασμα αποταμιεύσεων θα περιορίσει τα επιτόκια.
Η έλλειψη επενδύσεων αποτελεί ένα πιο σύνθετο ζήτημα. Τα περιθώρια κέρδους είναι κοντά στα υψηλότερα όλων των εποχών και το κόστος δανεισμού κοντά στα χαμηλότερα όλων των εποχών, αλλά οι δαπάνες κεφαλαίου είναι συγκρατημένες. Αυτό μπορεί να συμβαίνει επειδή η επιχειρηματική δραστηριότητα έχει περιοριστεί από την άποψη εντάσεως κεφαλαίου. Για παράδειγμα, οι νεοφυείς εταιρείες μπορούν να νοικιάσουν όλη την υπολογιστική που χρειάζονται στο cloud χωρίς να χρειάζεται να αγοράσουν μεγάλους διακομιστές.
Επιπλέον, σε βάθος χρόνου τα μακροπρόθεσμα επιτόκια συσχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και η ανάπτυξη ενδέχεται να είναι πολύ χαμηλότερη την επόμενη δεκαετία από ότι στο πρόσφατο παρελθόν. Οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες παράγουν υψηλότερες αποδόσεις κεφαλαίου, κάτι που ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να δανειστούν. Μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας μεταφράζεται συνήθως σε υψηλότερους μισθούς και ενθαρρύνει τους καταναλωτές να δανειστούν έναντι μελλοντικών εισοδημάτων τους. Μια πιο αργά αναπτυσσόμενη οικονομία χρειάζεται λιγότερα καταστήματα, εργοστάσια και γραφεία, μειώνει την απόδοση κεφαλαίου και ως εκ τούτου οδηγεί σε χαμηλότερες επενδύσεις. Βραδύτερη αύξηση της παραγωγικότητας συγκρατεί τα εισοδήματα και αποθαρρύνει τον καταναλωτικό δανεισμό.
Η αύξηση της παραγωγικότητας έχει επιβραδυνθεί μετά την ύφεση και ο πληθυσμός σε παραγωγική ηλικία θα αυξάνεται κατά μόλις 0,4% ετησίως μέσα στις επόμενες δεκαετίες, λιγότερο από το ήμισυ του ποσοστού των τελευταίων δύο ετών. Η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, η οποία βρισκόταν, κατά μέσο όρο, στο 3,2% την περίοδο 1993-2007, ενδέχεται να κυμανθεί κατά μέσο όρο στο 2% – ή κάτι λιγότερο – μέσα στην επικείμενη δεκαετία. Για όλους αυτούς τους λόγους, το τέλος της νομισματικής «μορφίνης» της Fed δε θα σημάνει το τέλος των χαμηλών επιτοκίων.