Σε τροχιά ρήξης με την Ευρώπη κινείται ο Αλέξης Τσίπρας, όπως επιβεβαίωσε και με την ομιλία του στη Βουλή για το νομοσχέδιο για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την ώρα που οι δηλώσεις Ντάισελμπλουμ με αναφορές στην Κύπρο προκαλούν σύγχυση στους καταθέτες και δημιουργούν ορατό κίνδυνο να βρεθεί και πάλι η κυβέρνηση αντιμέτωπη, όπως και στις 20 Φεβρουαρίου, με άμεσο κίνδυνο για το τραπεζικό σύστημα.
Σε μια ομιλία, που αναμενόταν με μεγάλο ενδιαφέρον, ο πρωθυπουργός ξεκαθάρισε στη Βουλή ότι δεν έχει την πρόθεση να ενδώσει στις πιέσεις για απόσυρση νομοσχεδίων, τα οποία οι θεσμοί εκλαμβάνουν ως μονομερείς ενέργειες. Αντίθετα, δήλωσε ότι το νομοσχέδιο για την ανθρωπιστική κρίση είναι το πρώτο που έχει γραφτεί στα ελληνικά και δεν έχει μεταφραστεί και υπογράμμισε τη μεγάλη σημασία του γεγονότος ότι θα εγκριθεί με ευρεία πλειοψηφία από τη Βουλή.
Πέραν αυτού του δείγματος «ανυπακοής» στη δεδηλωμένη απαίτηση των θεσμών να έχουν λόγο για όλα τα νομοσχέδια με δημοσιονομικές επιπτώσεις, που καθιστά πολύ δύσκολη τη συνέχιση της τεχνικής διαπραγμάτευσης, ο κ. Τσίπρας δήλωσε ότι η κυβέρνηση σκοπεύει να υλοποιήσει τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου.
Άφησε σαφέστατα, όμως, να διαφανεί ότι η κυβέρνηση «μεταφράζει» τη συμφωνία πολύ διαφορετικά από τους εταίρους, τονίζοντας ότι θα διαψευσθούν όσοι ονειρεύονται ότι θα ξαναγυρίσει η Ελλάδα στην εποχή των μνημονίων. Πρόκειται για μια σαφή αναφορά, λένε κυβερνητικά στελέχη, σε όσους, με επικεφαλής τον Β. Σόιμπλε, επιμένουν ότι η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου επιβάλλει να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση από τους θεσμούς με τον ίδιο τρόπο που γίνονταν οι αξιολογήσεις και στο παρελθόν, αλλά και να εφαρμοσθούν μέτρα που είχαν συμφωνηθεί με την προηγούμενη κυβέρνηση και δεν περιλαμβάνονται στη λίστα Βαρουφάκη.
Η τοποθέτηση Τσίπρα καθιστά πολύ δύσκολη τη συνέχιση της διαπραγμάτευσης σε τεχνικό, αλλά και σε πολιτικό επίπεδο και η μεγάλη ανησυχία της κυβέρνησης είναι πώς αυτό το κλίμα, σε συνδυασμό με τις δηλώσεις Ντάισελμπλουμ περί Κύπρου, θα επηρεάσει τις επόμενες ημέρες τη συμπεριφορά των καταθετών.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει η κυβέρνηση, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ δεν θα εγκρίνει σήμερα κάποια σημαντική αύξηση του ορίου έκτακτης χρηματοδότησης των τραπεζών (ELA), που θα επέτρεπε να αντιμετωπισθούν εύκολα ενδεχόμενες αυξημένες εκροές ιδιωτικών καταθέσεων.
Το όριο «ανοχής» του τραπεζικού συστήματος σε εκροές, ακόμη και μετά την ενδεχόμενη σημερινή, μικρή αύξηση του ορίου του ELA, δεν ξεπερνά τα 3-4 δισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι, εάν επανέλθουν οι καταθέτες στην κατάσταση πανικού της περιόδου πριν τις 20 Φεβρουαρίου, το όριο της ρευστότητας θα εξαντληθεί σε μερικά 24ωρα.
Σε αυτή την περίπτωση, η κυβέρνηση δεν θα έχει άλλη επιλογή, από το να εφαρμόσει το λεγόμενο σενάριο της Κύπρου: δηλαδή, την επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων (προσοχή: θέμα «κουρέματος» καταθέσεων δεν τίθεται, προς το παρόν τουλάχιστον, δεδομένου ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες και υπάρχει το «μαξιλάρι» των 11 δισ. ευρώ για ενδεχόμενες ανάγκες πρόσθετης ανακεφαλαιοποίησης).
Αυτός είναι και ο μεγάλος πολιτικός εφιάλτης για την κυβέρνηση: αν υποχρεωθεί να περιορίσει τις αναλήψεις από τις τράπεζες, οι αντιδράσεις που θα ξεσπάσουν στο εσωτερικό της χώρας θα είναι έντονες και η κυβέρνηση θα χάσει πολύ σύντομα ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού της κεφαλαίου.
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η κυβέρνηση θα κινηθεί τις επόμενες ημέρες σε τεντωμένο σχοινί: η πίεση που δέχεται από την πλευρά του τραπεζικού συστήματος είναι πολύ ισχυρή και ο πρωθυπουργός προσέρχεται στις διαπραγματεύσεις της Συνόδου Κορυφής και στην επικείμενη συνάντηση με την Α. Μέρκελ στο Βερολίνο, έχοντας, στην πραγματικότητα, πολύ στενά περιθώρια για ελιγμούς: τα όρια της σύγκρουσης εξαντλούνται ταυτόχρονα με τα όρια της ρευστότητας των τραπεζών!