Στο Βερολίνο έγινε το πρώτο, μεγάλο πολιτικό βήμα για την αποσύνδεση της ωρολογιακής βόμβας, που απειλεί να ακρωτηριάσει την ευρωζώνη, μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες. Αλέξης Τσίπρας και Άνγκελα Μέρκελ φαίνεται ότι συμφώνησαν στην ανάγκη αποσύνδεσης της βόμβας, αλλά μένει να φανεί αν και στο Eurogroup, όπου οι δύο πλευρές εκπροσωπούνται από το «εκρηκτικό» δίδυμο Βαρουφάκη και Σόιμπλε, μπορεί να βρεθεί μια αμοιβαία αποδεκτή πολιτική φόρμουλα, για να γίνουν οι κρίσιμες εκταμιεύσεις χρηματοδότησης.
Πολιτικοί παρατηρητές υπογραμμίζουν ότι από τις 15 Απριλίου οι κανόνες «παιχνιδιού» της ελληνικής κρίσης έχουν αλλάξει, γι’ αυτό και η διαπραγμάτευση έχει μετατοπισθεί από το επίπεδο των υπουργών Οικονομικών στο επίπεδο των ηγετών:
– Η επιστολή του Αλέξη Τσίπρα στην Α. Μέρκελ, τον Φρ. Ολάντ και τον Ζ. Κ. Γιούνκερ, την περασμένη Δευτέρα, ανέδειξε ένα νέο στοιχείο στη διαπραγμάτευση. Ο Έλληνας πρωθυπουργός ξεκαθάρισε πώς ερμηνεύει τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, αφήνοντας και αρκετά περιθώρια υποχωρήσεων για τον τελικό συμβιβασμό. Ταυτόχρονα, όμως, προειδοποίησε ότι, αν δεν βρεθεί ένας συμβιβασμός πολιτικά αποδεκτός από την κυβέρνησή του, δεν θα διστάσει στις 9 Απριλίου να μην πληρώσει τη δόση των 446 εκατ. ευρώ προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αφού τα διαθέσιμα του Δημοσίου δεν θα επαρκούν για την εξυπηρέτηση όλων των εσωτερικών και εξωτερικών υποχρεώσεων της χώρας.
– Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αμέσως μόλις έλαβε την επιστολή, η κ. Μέρκελ έσπευσε να προσκαλέσει τον κ. Τσίπρα στο Βερολίνο για «συζήτηση σε βάθος», όπως φέρεται να του ανέφερε σε τηλεφωνική επικοινωνία. Ούτε ότι έκτοτε «σίγησε» ο «σκληρός» υπουργός Οικονομικών, Β. Σόιμπλε. Ούτε, βεβαίως, ότι το χθεσινοβραδινό δείπνο των δύο ηγετών στην καγκελαρία εξελίχθηκε σε μια πρωτοφανή, για τα δεδομένα των ως τώρα ελληνογερμανικών διαπραγματεύσεων κορυφής, συζήτηση τεσσάρων ωρών, ως τις πρώτες πρωινές ώρες σήμερα.
Προφανές είναι ότι η απειλή χρεοστασίου στους επίσημους πιστωτές της Ελλάδας συγκεντρώνει την προσοχή της ηγεσίας της Ευρώπης στην αποτροπή ενός γεγονότος με εν δυνάμει ανεξέλεγκτες συνέπειες, που υπερβαίνουν τα μοντέλα προβλέψεων του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ο ενδεχόμενος «ακρωτηριασμός» της ευρωζώνης, από μια έξοδο της Ελλάδας λόγω «ατυχήματος», δηλαδή επειδή η αθέτηση πληρωμής στο ΔΝΤ θα προκαλούσε ανεξέλεγκτες καταστάσεις πανικού στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, δεν είναι κάτι που, σε αυτή την φάση τουλάχιστον, θα ήθελε να δοκιμάσει η Άνγκελα Μέρκελ, παρά τις περί του αντιθέτου εισηγήσεις του Β. Σόιμπλε και του γερμανικού λόμπι της δραχμής.
Όχι μόνο γιατί οι Αμερικανοί έχουν σπεύσει να τονίσουν τις καταλυτικές γεωπολιτικές συνέπειες μιας τέτοιας αναταραχής, την ώρα που η Ρωσία του Πούτιν αλλάζει με τα όπλα τα σύνορα της Ευρώπης στην Ουκρανία, ενώ η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική «βράζουν» από τον αναγεννημένο ισλαμικό εξτρεμισμό του Ισλαμικού Κράτους.
Αλλά και επειδή δεν έχει πάψει να ισχύει αυτό που κατ’ επανάληψη έχει τονίσει η ίδια η κ. Μέρκελ: η αποτυχία της ευρωζώνης θα οδηγούσε σε αποτυχία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Πολύ απλά, αν η ευρωζώνη αρχίσει να αποβάλλει κράτη-μέλη με χαμηλή ανταγωνιστικότητα και ελλειμματικά ισοζύγια πληρωμών, αρχής γενομένης από την Ελλάδα, ουδείς μπορεί με ασφάλεια να προβλέψει πού θα σταματήσει η πορεία της συρρίκνωσης, όταν ακόμη και μεγάλες οικονομίες (Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία) αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ανταγωνιστικότητας. Προφανές είναι ότι η συρρίκνωση της ευρωζώνης θα μπλοκάριζε και την ευρύτερη πορεία ενοποίησης της Ευρώπης.
Η κ. Μέρκελ είναι σαφές ότι δεν θέλει να αναλάβει αυτό το ρίσκο. Και η «σιγή» του Β. Σόιμπλε, τις τελευταίες ημέρες, δεν είναι καθόλου τυχαία. Η καγκελάριος έχει επιλέξει την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, με αποσύνδεση της ωρολογιακής βόμβας της 9ης Απριλίου από το Eurogroup, όπου ο κ. Σόιμπλε αναμένεται να προσέλθει με σαφώς διαλλακτικότερη διάθεση από το πρόσφατο παρελθόν.
Όμως, το μεγάλο αναπάντητο ερώτημα πλέον δεν αφορά την κ. Μέρκελ, αλλά τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος καλείται να προσφέρει στο Βερολίνο την αναγκαία πρόφαση συνέχισης του προγράμματος μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής προσαρμογής, ώστε να συνεχισθεί η χρηματοδότηση. Είναι σαφές ότι πλέον η κ. Μέρκελ δεν απαιτεί από τον κ. Τσίπρα το «απόλυτο», όπως έκανε ως τώρα ο κ. Σόιμπλε, δυναμιτίζοντας κάθε προσπάθεια συμβιβασμού. Το ερώτημα, όμως, είναι αν ο κ. Τσίπρας έχει, σε εσωτερικό επίπεδο, τα πολιτικά περιθώρια για να προσφέρει έστω το «σχετικό» στην κ. Μέρκελ, δηλαδή ένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων που θα δίνει τα αναγκαία πολιτικά επιχειρήματα στην καγκελάριο, για να υπερβεί τη σκληρή γραμμή Σόιμπλε.
Προς το παρόν, η κυβέρνηση δεν έχει πείσει ότι μετά βεβαιότητας μπορεί να πετύχει ένα τέτοιο συμβιβασμό. Όχι μόνο γιατί η λίστα μεταρρυθμίσεων που θα παρουσιάσει στο Eurogroup μοιάζει να συνάδει περισσότερο με τη λίστα Χαρδούβελη, παρά με τη λίστα Βαρουφάκη. Αλλά και επειδή υπάρχουν βασικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, όπως η επαναφορά απολυμένων στο Δημόσιο και η κατάργηση του νόμου που επιβάλλει μεγάλες μειώσεις στις επικουρικές συντάξεις, τις οποίες η κυβέρνηση θα εκτεθεί σοβαρά αν «βάλει στον πάγο», όπως αξιώνουν μετ’ επιτάσεως οι τρεις θεσμοί.
Η πολιτική διαπραγμάτευση στο Βερολίνο μπορεί να έσπασε πολλούς πάγους και να συγκέντρωσε την προσοχή όλων των πλευρών στο σοβαρό κίνδυνο «ατυχήματος» τον Απρίλιο. Από αυτό το σημείο, όμως, μέχρι την έκδοση της απόφασης του Eurogroup για αποδέσμευση κονδυλίων, μεσολαβεί αρκετός δρόμος, στρωμένος με αγκάθια για την ελληνική κυβέρνηση…