Ο ανεπτυγμένος κόσμος μοιάζει να βαδίζει προς ένα μακροχρόνιο περιβάλλον μηδενικών επιτοκίων. Παρ’ ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία και η ευρωζώνη έχουν διατηρήσει τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών στο μηδέν ήδη για αρκετά χρόνια, η αντίληψη πως επρόκειτο περί προσωρινής εκτροπής σήμαινε πως τα μέσα έως μακροπρόθεσμα επιτόκια παρέμεναν ουσιαστικά. Ωστόσο, αυτό μπορεί να αλλάζει, ιδιαίτερα στην ευρωζώνη.
Για να είμαστε ακριβείς, τα μηδενικά επιτόκια παρατηρούνται μόνο σε ονομαστικά, βραχυπρόθεσμα χρέη που θεωρούνται ακίνδυνα. Ωστόσο, σε όλη την ευρωζώνη, τα επιτόκια βρίσκονται κοντά στο μηδέν – και είναι αρνητικά για μεγάλο μέρος κρατικού χρέους – και αναμένονται να παραμείνουν χαμηλά για αρκετό καιρό.
Στη Γερμανία, για παράδειγμα, τα επιτόκια του δημόσιου χρέους για έως πέντε χρόνια θα είναι αρνητικό, και μόλις ελάχιστα θετικά μετά από αυτό, βγάζοντας ένα μηδενικό μέσο όρο. Σαφώς, το περιβάλλον του σχεδόν μηδενικού επιτοκίου της Ιαπωνίας δεν είναι πλέον μοναδικό.
Σίγουρα, το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μπορεί να μειώνει τα επιτόκια προσωρινά, και μόλις οι αγορές σταματήσουν το επόμενο έτος, αυτά θα αυξηθούν και πάλι. Όμως οι επενδυτές δε δείχνουν να συμμερίζονται αυτήν την άποψη. Πράγματι, η απόδοση του 30ετούς γερμανικού ομολόγου είναι μικρότερη του 0,7%, δείχνοντας πως αναμένουν πολύ χαμηλά επιτόκια για πολύ καιρό. Και πολλοί εκδότες παρατείνουν τις προθεσμίες των υποχρεώσεών τους για να κλειδώσουν στις τρέχουσες τιμές, οι οποίες δεν μπορούν να πέσουν πολύ περισσότερο (αλλά πιθανώς θα μπορούσαν να μεγαλώσουν πολύ). Σε κάθε περίπτωση, η ευρωζώνη φαίνεται να έχει κολλήσει με τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια και τις όλο και μεγαλύτερες προθεσμίες. Τι σημαίνει αυτό στην πραγματικότητα για τους επενδυτές και τους οφειλέτες;
Εδώ θα πρέπει κανείς να υπολογίσει όχι μόνο το ονομαστικό επιτόκιο, αλλά και το πραγματικό (προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό). Ένα πολύ χαμηλό – ή ακόμη και αρνητικό – ονομαστικό επιτόκιο θα μπορούσε να αποφέρει μία καλή πραγματική απόδοση σε έναν αποταμιευτή, εάν οι τιμές πέσουν επαρκώς. Μάλιστα, οι ιάπωνες αποταμιευτές έχουν επωφεληθεί από αυτό το φαινόμενο για περισσότερο από μια δεκαετία, αποσπώντας υψηλότερες πραγματικές επιστροφές από τους ομολόγους τους στις ΗΠΑ, παρ’ ότι τα ονομαστικά επιτόκια της Ιαπωνίας είναι πολύ χαμηλότερη από της Αμερικής.
Παρ’ όλα αυτά, τα ονομαστικά επιτόκια έχουν σημασία. Όταν είναι αμελητέα, κολακεύουν τις δηλώσεις κερδών, ενώ τα προβλήματα ισολογισμού συσσωρεύονται αργά.
Δεδομένου ότι η τήρηση του ισολογισμού πραγματοποιείται σύμφωνα με έναν περίεργο συνδυασμό ονομαστικών και αξιών αγοράς, μπορεί να είναι ασαφής και εύκολα χειραγωγήσημος. Εάν οι τιμές – και κατά συνέπεια η μέση δυνατότητα εξυπηρέτησης χρέους – πέσουν, το πραγματικό βάρος του χρέους αυξάνεται. Όμως αυτό γίνεται εμφανές μόνον όταν το χρέος πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί ή αυξάνονται τα επιτόκια.
Σε ένα περιβάλλον με μηδενικά ή σχεδόν μηδενικά επιτόκια, οι πιστωτές έχουν μία τάση να «επεκτείνονται και να προσποιούνται» – δηλαδή να ανανεώνουν τα ληξιπρόθεσμα χρέη τους, ώστε να μπορούν να κρατήσουν τα προβλήματά τους κρυμμένα για περισσότερο καιρό. Καθώς το χρέος μπορεί να αναχρηματοδοτηθεί με τόσο χαμηλά επιτόκια, το ρίσκο της ανανέωσης είναι πολύ μικρό, επιτρέποντας στους οφειλέτες που θα θεωρούνταν αφερέγγυοι υπό κανονικές συνθήκες να συνεχίσουν για περισσότερο απ’ ότι θα μπορούσαν διαφορετικά. Άλλωστε, αν το χρέος μπορεί να αναβάλλονται για πάντα με μηδενικά επιτόκια, δεν έχει στην πραγματικότητα σημασία – και κανείς δεν μπορεί να θεωρηθεί αφερέγγυος. Το χρέος γίνεται στην ουσία αέναο.
Το παράδειγμα της Ιαπωνίας αντικατοπτρίζει τέλεια αυτό το φαινόμενο. Σχεδόν στο 200% του ΑΕΠ, το βουνό του χρέους της κυβέρνησης μοιάζει απόρθητο. Όμως το χρέος αυτό στοιχίζει μόλις 1-2% του ΑΕΠ να εξυπηρετηθεί, επιτρέποντας στην Ιαπωνία να παραμείνει φερέγγυα. Με τον ίδιο τρόπο, η Ελλάδα μπορεί τώρα να διαχειριστεί το βάρος του δημόσιου χρέους της, το οποίο βρίσκεται στο 175% του ΑΕΠ, χάρη στα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια και τις μεγάλες προθεσμίες (μεγαλύτερες από αυτές του ιαπωνικού χρέους) που προσφέρουν οι ευρωπαίοι εταίροι.
Με λίγα λόγια, με αρκετά χαμηλά επιτόκια, οποιοδήποτε ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ είναι διαχειρίσιμο. Γι’ αυτόν τον λόγο, στο παρόν περιβάλλον επιτοκίου, η απαίτηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ για περιορισμό του δημόσιου χρέους στο 60% του ΑΕΠ δεν έχει νόημα – και γιατί η αποκαλούμενη «δημοσιονομική συμπίεση» που απαιτεί από τις χώρες να κινούνται συνεχώς προς αυτό το επίπεδο θα πρέπει να αναθεωρηθεί.
Στην πραγματικότητα, τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια υπονομεύουν την ιδέα του «υπερβολικού χρέους» σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία. Ενώ αυτές οι χώρες συγκέντρωσαν έναν τεράστιο όγκο χρέους κατά την πιστωτική έκρηξη που συνετρίβη το 2008, το κόστος της εξυπηρέτησης του χρέους είναι τώρα πολύ χαμηλό για να έχει την επίδραση – μείωση εσόδων, αποτροπή επιστροφής στην ανάπτυξη και δημιουργία αβεβαιότητας στους επενδυτές – που θα περίμενε συνήθως κανείς. Σήμερα, αυτές οι χώρες μπορούν απλά να αναχρηματοδοτήσουν τις υποχρεώσεις τους με μεγαλύτερες προθεσμίες.
Τα χρέη των χωρών αναμφίβολα παίζουν καθοριστικό ρόλο στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ωστόσο, σε ένα περιβάλλον μηδενικών επιτοκίων, αυτός ο ρόλος θα πρέπει να επαναξιολογηθεί.