Οι φαινομενικά ατελείωτες διαπραγματεύσεις μεταξύ της νέας ελληνικής κυβέρνησης και των διεθνών πιστωτών της – το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Κομισιόν – για ένα νέο δάνειο έχουν μπει σε μια επικίνδυνη φάση.
Σε αυτό το σημείο, ένα λάθος από οποιαδήποτε πλευρά απειλεί να εκκινήσει το είδος του ατυχήματος που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα κρίση στην Ευρώπη.
Το ΔΝΤ φαίνεται έτοιμο να παραδεχτεί την ήττα του – αν μη τι άλλο λόγω της πρόσφατης αποκάλυψης πως η Ελλάδα θα μπορούσε να παρουσιάσει ένα μικρό πρωτογενές έλλειμμα προϋπολογισμού αυτόν τον χρόνο, αντί για το προγραμματισμένο, ευμέγεθες πλεόνασμα. Ωστόσο, με την οικονομία της Ελλάδας να βουλιάζει και πάλι, η κυβέρνησή της είναι πεπεισμένη πως το παρόν πρόγραμμα αποπληρωμής δεν αποδίδει – και πως, απουσία σημαντικών προσαρμογών, δε θα αποδώσει ποτέ.
Βασικό σημείο στην επιχειρηματολογία της Ελλάδας υπέρ νέων όρων διάσωσης είναι η αφήγηση – ενισχυμένη από τις τελευταίες οικονομικές ωδίνες – πως έχει υπάρξει θύμα υπερβολικής λιτότητας. Αυτό, ωστόσο, αγνοεί έναν σημαντικό παράγοντα: η λιτότητα απέδωσε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που χτυπήθηκαν από την κρίση. Πράγματι, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία, ακόμη και η Κύπρος, δείχνουν ξεκάθαρα σημάδια ανάκαμψης, με την ανεργία επιτέλους να μειώνεται (αν και αργά και από υψηλά επίπεδα) και την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές να έχει αποκατασταθεί.
Γιατί είναι διαφορετική η Ελλάδα;
Η σύντομη απάντηση είναι οι εξαγωγές. Σε όλες τις άλλες, χτυπημένες από την κρίση, χώρες (και, πράγματι, στις περισσότερες από τις δεκάδες χωρών που έχουν δεχτεί δάνεια από το ΔΝΤ τις τελευταίες δεκαετίες), οι αυξημένες εξαγωγές αντιστάθμισαν, τουλάχιστον εν μέρει, το χτύπημα που δέχτηκε η ζήτηση όταν οι κυβερνήσεις τους περιέκοψαν τις δαπάνες και αύξησαν τους φόρους για να εξισορροπήσουν τα λογιστικά τους βιβλία.
Φυσικά, σε μία μεγάλη οικονομία όπου η εξωτερική χρηματοδότηση δεν αποτελεί πρόβλημα, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες ή την ευρωζώνη, το εγχείρημα για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία τόσο μεγάλη μείωση της ζήτησης (και συνεπώς και των εισφορών φόρων) που η λιτότητα γίνεται αυτοκαταστροφική. Αυτό το επιχείρημα, ωστόσο, δεν αφορά την Ελλάδα.
Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα παρουσίαζε πολύ μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών – πάνω του 10% του ΑΕΠ – όταν η εξωτερική χρηματοδότηση έπαυσε ξαφνικά το 2008-2009, κάνοντας απαραίτητη την προσαρμογή στις εγχώριες δαπάνες. Εάν η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε κάνει μια τέτοια προσαρμογή, η εγχώρια ζήτηση και απασχόληση σίγουρα θα παρέμεναν υψηλότερες – το ίδιο όμως θα συνέβαινε και στις εισαγωγές και τα μεγάλα εξωτερικά ελλείμματα. Συνεπώς, ενώ η λιτότητα προκάλεσε πράγματι μια βαθιά ύφεση, βοήθησε την Ελλάδα να αποφύγει τα μεγάλα εξωτερικά ελλείμματα, μειώνοντας έτσι το μέγεθος της διάσωσης που χρειαζόταν η χώρα.
Η απόδοση των εξαγωγών είναι συνεπώς το κλειδί για την έξοδο από την παγίδα της λιτότητας. Το πρόβλημα για την Ελλάδα είναι πως η όποια λίγη αύξηση στις εξαγωγές έχει γνωρίσει τελευταία είναι απατηλή, καθώς προέρχεται κυρίως από προϊόντα πετρελαίου. Από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν παράγει πετρέλαιο, αυτό σημαίνει πως τα διυλιστήρια της Ελλάδας, τα οποία έχουν πλέον σημαντική πλεονάζουσα χωρητικότητα, απλά εξάγουν το αργό πετρέλαιο που έχουν εισάγει, σε ελαφρώς διαφορετική μορφή. Με τα περιθώρια διύλισης συνήθως κάτω από το 5%, η οικονομία κερδίζει ελάχιστη προστιθέμενη αξία από αυτές τις εξαγωγές. Άλλες εξαγωγές που έχουν αυξηθεί, όπως τα μέταλλα, αντιμετωπίζουν παρόμοιο πρόβλημα.
Επιπλέον, οι μεγαλύτερες εξαγωγές υπηρεσιών της Ελλάδας, η ναυτιλία, έχει ελάχιστους συνδέσμους με την υπόλοιπη οικονομία, δεδομένου πως οι εταιρείες του τομέα δεν πληρώνουν φόρους και απασχολούν ελάχιστους έλληνες (τα πληρώματα προέρχονται από τις χαμηλόμισθες χώρες). Αυτό που υπονομεύει ακόμη περισσότερο την οικονομική συνεισφορά του τομέα είναι το γεγονός πως οι διεθνείς τιμές των αγαθών, από τις οποίες εξαρτώνται οι τιμές μεταφοράς, έχουν μειωθεί. Εν τω μεταξύ, τα βιομηχανικά προϊόντα, τα οποία αυξάνουν την εγχώρια αξία και την απασχόληση, αποτελούν πολύ μικρό μερίδιο των συνολικών εξαγωγών της Ελλάδας.
Μάλιστα, το συνολικό εμπόριο της Ελλάδας στο εξωτερικό, αν υπολογιστεί σωστά, φτάνει μόλις το 12% του ΑΕΠ της, πολύ λιγότερο απ’ ότι θα περίμενε κανείς από μια τόσο μικρή οικονομία. Περισσότερο δυσάρεστο είναι το γεγονός πως το συνολικό εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας (συνυπολογίζοντας αγαθά και υπηρεσίες), ήταν ακόμη υψηλότερο το 2008, φτάνοντας το 13%, δείχνοντας πως, για να αποφευχθεί η επακόλουθη μείωση στις εισαγωγές και συνεπώς η εγχώρια ζήτηση, οι εξαγωγές θα έπρεπε τουλάχιστον να διπλασιαστούν.
Στην Πορτογαλία, αντίθετα, το εμπορικό έλλειμμα έφτανε μόλις περίπου το ένα τρίτο των εξαγωγών το 2008, κάτι που σήμαινε πως οι εξαγωγές θα έπρεπε να αυξηθούν κατά ένα τρίτο για να καλύψουν το εξωτερικό έλλειμμα, χωρίς να μειωθούν οι εισαγωγές. Από τότε, η Πορτογαλία έχει αυξήσει τις εξαγωγές συνολικά κατά περισσότερο από ένα τέταρτο, και συνεπώς, παρά την μικρή αύξηση στις εισαγωγές από το 2007, έχει εμπορικό πλεόνασμα.
Φυσικά, το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας έχει μειωθεί, αλλά μόνον επειδή οι εισαγωγές έχουν καταρρεύσει. Εν τω μεταξύ, οι εξαγωγές έμειναν στάσιμες, ακόμη και όταν οι μισθοί μειώθηκαν κατά περισσότερο από 20%. Αυτό, και όχι η λιτότητα, είναι το πραγματικό πρόβλημα της Ελλάδας. Εάν η Ελλάδα είχε γνωρίσει την ίδια ανάπτυξη στις εξαγωγές όπως η Πορτογαλία (μια χώρα με παρόμοιο μέγεθος και κατά κεφαλήν εισόδημα), δε θα είχε περάσει μια τόσο βαθιά ύφεση, και τα έσοδα από τους φόρους θα ήταν ψηλότερα, κάνοντας πολύ πιο εύκολο το έργο της κυβέρνησης να πετύχει ένα πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα.
Αυτό σημαίνει πως ένας συνδυασμός δημοσιονομικής εξυγίανσης, χαμηλότερων μισθών και προσανατολισμένων προς τις εξαγωγές μεταρρυθμίσεων, θα μπορούσε να έχει θέσει την Ελλάδα σε έναν δρόμο προς μια βιώσιμη ανάκαμψη. Αυτή η προσέγγιση έχει δοκιμαστεί παλαιότερα, και έχει αποτύχει μόνον μία φορά, όταν η Αργεντινή έπρεπε να κηρύξει χρεοκοπία στο εξωτερικό της χρέος το 2002 για να δώσει τέλος στην επί μίας δεκαετίας σχέσης 1:1 με το αμερικάνικο δολάριο.
Δυστυχώς, η Ελλάδα μοιάζει με την Αργεντινή σε δύο σημαντικά ζητήματα. Και οι δύο χώρες έχουν πολύ μικρό τομέα εξαγωγών, κάτι που κάνει την εξωτερική προσαρμογή πιο δύσκολη, και οι δύο έχουν μια δομή εξαγωγών που τείνει προς τα αγαθά, η προσφορά των οποίων είναι απίθανο να αλλάξει πολύ, ακόμη και αν πραγματοποιηθούν δομικές μεταρρυθμίσεις ή μειωθούν οι μισθοί.
Φυσικά, αυτό δε σημαίνει πως η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να ακολουθήσει τα βήματα της Αργεντινής προς τη χρεοκοπία. Υπογραμμίζει όμως την πρόκληση που αντιμετωπίζει η χώρα σήμερα – δηλαδή, να ξαναχτίσει εξ ολοκλήρου τον τομέα εξαγωγών της.
Είναι καιρός η κυβέρνηση της Ελλάδας να αναγνωρίσει αυτήν την ανάγκη και να διευρύνει το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές της για να συμπεριλάβουν όχι μόνο τον προϋπολογισμό, αλλά και στρατηγικές που θα ωθήσουν τις εξαγωγές. Αλλά πρώτα, η Ελλάδα θα πρέπει επιτέλους να αναγνωρίσει πως δεν είναι η λιτότητα ο εχθρός.