Η Ελλάδα χρειάζεται μια συμφωνία αυτή τη στιγμή με τους πιστωτές της (τη λεγόμενη τρόικα που αποτελείται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κομισιόν και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα).
Παρ’ όλα αυτά όλες οι πλευρές επιδιώκουν μιαν καταστροφική στρατηγική «παράτασης και προσποίησης» με μία στενή εστίαση στα δημοσιονομικά ζητήματα και τις συντάξεις. Μάλιστα, εμφανίζονται πλέον φήμες πως η ελληνική κυβέρνηση και η τρόικα σκέφτονται μία ακόμη παράταση μιας συμφωνίας που θα έπρεπε να είχε λήξει τον περασμένο χρόνο.
Στον πυρήνα της ελληνικής κρίσης βρίσκονται δομικά προβλήματα: μια δυσλειτουργική δημόσια διοίκηση, μια ολιγοπωλιακή αγορά προϊόντων, οι παράλογες ρυθμιστικές επιβαρύνσεις, η γραφειοκρατία, και το εντυπωσιακά αργό σύστημα απόδοσης δικαιοσύνης. Χωρίς μια ξεκάθαρη στρατηγική για την αντιμετώπισή τους, οποιαδήποτε συμφωνία δε θα είναι αξιόπιστη.
Ωστόσο, αν αυτό είναι αλήθεια – και πολλοί δείχνουν να πιστεύουν πως είναι – η παρούσα στρατηγική είναι καταδικασμένη να αποτύχει για δύο λόγους. Αρχικά, οποιοδήποτε συγκεντρωτικό πακέτο διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα πραγματοποιηθεί μόνο εάν χαλαρώσει η λιτότητα. Δεύτερον, μία παράταση θα επιμήκυνε το αίσθημα της αβεβαιότητας που έχει ως τώρα υπονομεύσει την ανάκαμψη της Ελλάδας.
Μία αξιόπιστη δέσμευση από την Ελλάδα για λογικές μακροοικονομικές πολιτικές, απαιτεί από την τρόικα να προσαρμόσει τους στόχους ώστε να αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα. Οι παρούσες διαπραγματεύσεις φαίνονται να οραματίζονται ένα μετριοπαθές πρωτογενές πλεόνασμα 0,8-1% του ΑΕΠ για το 2015. Όμως ο καλύτερος , εφικτός στόχος θα ήταν ένα μικροσκοπικό, συμβολικό πλεόνασμα στον πρωτογενή προϋπολογισμό (όπου δεν υπολογίζονται οι τόκοι του χρέους) για φέτος, με σταδιακή αύξηση από εκεί και πέρα, προς ένα ρεαλιστικό 1,5-2% του ΑΕΠ.
Η πραγματικότητα είναι πως, δεδομένης της έλλειψης ρευστότητας, της ολιγοπωλιακής αγοράς προϊόντων και του μικρού εξαγωγικού τομέα, η περαιτέρω λιτότητα θα οδηγούσε απλά την Ελλάδα βαθύτερα στην ύφεση. Αντίθετα, η ελαχιστοποίηση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος θα ενθάρρυνε την κυβέρνηση να επιδιώξει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να βοηθήσει να αποκαταστήσει την εικόνα των απλών ελλήνων στην Ευρώπη, ανταπαντώντας έτσι στις λαϊκιστικές, συνωμοσιολογικές απόψεις που σαμποτάρουν τις διαπραγματεύσεις.
Ρεαλισμός χρειάζεται και για τις συντάξεις. Τα καθεστώτα πρόωρης συνταξιοδότησης – το ένα τρίτο των δημόσιων υπαλλήλων συνταξιοδοτείται πριν από την ηλικία των 55 – θα πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα. Η κυβέρνηση θα πρέπει να αυξήσει σταδιακά τα όρια συνταξιοδότησης για τους νέος εργαζόμενους, να πατάξει τη διαφυγή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και να δεχτεί την αρχή μηδενικού ελλείμματος για τα ταμεία επικουρικών συντάξεων.
Ωστόσο, η οικονομική και κοινωνική κοινή λογική, απαιτούν από την τρόικα να επιτρέψει μια μεταβιβαστική φάση, καθώς οι περικοπές των συντάξεων θα είναι υφεσιακές. Το ίδιο ισχύει και για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, η οποία έχει απελευθερωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, εν μέσω ραγδαίας μείωσης των πραγματικών μισθών.
Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι μια συμφωνία προσανατολισμένη προς τις μεταρρυθμίσεις – μία που θα αναγνωρίζει την ανάγκη για την πραγματοποίηση των μέτρων με τη σωστή σειρά, καθυστερώντας αυτές που θα έχουν υφεσιακές επιπτώσεις. Η εστίαση της συμφωνίας θα πρέπει να βρίσκεται στο επιχειρηματικό περιβάλλον, επιτρέποντας στις δυνάμεις της δημιουργικής καταστροφής να θέσουν τα θεμέλια για μια βιώσιμη ανάκαμψη.
Η ελληνική οικονομία χρειάζεται μιαν ανακατανομή κεφαλαίων και εργασίας προς επιχειρήσεις προσανατολισμένες προς τις εξαγωγές και τομείς με μεγάλες απαιτήσεις ικανοτήτων. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δε θα πρέπει να δαιμονοποιούν την ιδιωτική επιχείρηση και την επιχειρηματική δραστηριότητα, ούτε και να τους τιμωρούν με υπερβολικές, εμμονικές φορολογίες. Αντίθετα, θα πρέπει να συγκεντρωθούν στις έκτακτες λύσεις που χρειάζονται για να επιστρέψει η βιώσιμη ανάπτυξη.
Αρχικά, η μεταρρύθμιση της αγοράς προϊόντων δεν μπορεί να περιμένει. Οι νομοθέτες θα πρέπει, για παράδειγμα, να αφαιρέσουν τα εμπόδια που δυσκολεύουν τις ξένες και εγχώριες επενδύσεις, να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα, να αφαιρέσουν τα ανώτατα όρια τιμών, να μειώσουν τις απαιτήσεις αδειοδότησης και άλλα αναχρονιστικά εμπόδια για την είσοδο εταιρειών και επέκταση.
Δεύτερον, η περιορισμένη διοικητική ικανότητα του κράτους θα πρέπει να βελτιωθεί. Τουλάχιστον, οι θέσεις εργασίας στους δημόσιους τομείς θα πρέπει να απαγκιστρωθούν από το πολιτικό, πελατειακό σύστημα. Οι μηχανισμοί για τη βελτίωση της διαφάνειας και της ευθύνης θα πρέπει να ενισχυθούν – για παράδειγμα, μέσω ψηφιοποίησης.
Τρίτον, η Ελλάδα χρειάζεται ένα υγιές και προβλέψιμο νομικό σύστημα. Αυτή τη στιγμή, το πλαίσιο των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, της προστασίας της επένδυσης και της εταιρικής διοίκησης είναι ιδιαίτερα αδύναμο, και τα πρόσφατα νομοθετικά μέτρα σε σχέση με την προσωπική ευθύνη των μετόχων σε εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, έχουν κάνει τα πράγματα χειρότερα.
Τέταρτον, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να επιδιορθώσει τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης. Η μη αποδοτικότητα των δικαστηρίων προστατεύει τους «μέσα» και εμποδίζει την επιχειρηματικότητα. Συμβάλει επίσης στην ανισότητα και πυροδοτεί το αίσθημα των ελλήνων πως το σύστημα είναι άδικο – και πράγματι είναι. Αντί να υιοθετήσει μια σταδιακή προσέγγιση, η κυβέρνηση θα πρέπει να ξεκινήσει μια «μεγάλη ώθηση». Για να ξεκαθαρίσει το τεράστιο απόθεμα υποθέσεων του συστήματος, οι αρχές θα πρέπει να επιχειρήσουν να επιστρατεύσουν δικαστές μερικής απασχόλησης και να ανοίξουν τα δικαστήρια τα σαββατοκύριακα και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Οι μεσοπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να συμπεριλάβουν τη θέσπιση εξειδικευμένων δικαστηρίων και την προώθηση εναλλακτικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών.
Η νέα κυβέρνηση υποσχέθηκε ένα νέο ξεκίνημα. Ως τώρα, έχει κάνει ελάχιστα, ακόμη και σε ζητήματα υψηλής προτεραιότητας (όπως στην αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου καυσίμων). Μάλιστα, πολλές από τις πολιτικές της – με πιο τρανταχτό παράδειγμα, τον νόμο της για την παιδεία – είναι οπισθοδρομικές. Αντί να προστατέψει την ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος και της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, η κυβέρνηση και οι βουλευτές της την αμφισβητούν. Αντί να υποστηρίξει τη διαφάνεια, η κυβέρνηση έχει επιχειρήσει να υπονομεύσει έργα όπως η Διαύγεια (η ιστοσελίδα όπου θα πρέπει να δημοσιεύονται όλες οι αποφάσεις της κυβέρνησης). Ενώ η κυβέρνηση λέει στην τρόικα πως η ιδιωτικοποίηση των λιμανιών και των τοπικών αεροδρομίων θα συνεχιστεί, πολλά μέλη του υπουργικού συμβουλίου εκφράζονται εναντίον της.
Οι παρούσες συζητήσεις θα δείξουν λίγη προθυμία – και από τις δύο πλευρές – για να ξεπεραστούν οι αποτυχίες των περασμένων πέντε ετών. Η τρόικα διατηρεί τη μυωπική της εστίαση στη δημοσιονομική λιτότητα, η Ελλάδα παραμένει απρόθυμη να κάνει μεταρρυθμίσεις. Τώρα, όμως, με την οικονομία σε ελεύθερη πτώση, θα έπρεπε να είναι προφανές και για τις δύο πλευρές πως η «παράταση και προσποίηση» δεν αποτελεί καν λύση.
Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη ενός συνολικού μεταρρυθμιστικού προγράμματος, να το προβάλει στον κόσμο και να το πραγματοποιήσει με τη στήριξη των φιλοευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων. Η εθνική ενότητα – τουλάχιστον μεταξύ των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων – είναι απελπιστικά απαραίτητη. Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ θα πρέπει να βοηθήσουν την Ελλάδα να μεταρρυθμίσει τη δημόσια διοίκησή της, να ενισχύσει τον δικαστικό της τομέα, να σπάσει τα καρτέλ και να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων. Εάν η κυβέρνηση υιοθετήσει αυτήν την ατζέντα, η τρόικα θα πρέπει να την επιβραβεύσει με ανακούφιση χρέους, ταυτόχρονα παρατείνοντας τις προθεσμίες των δανείων και μειώνοντας τα επιτόκια.