Έναν πλήρη μετασχηματισμό βιώνει τα τελευταία χρόνια η αγορά του λιανεμπορίου.
Η αισθητή μείωση της κατανάλωσης την τελευταία εξαετία σε συνδυασμό με την έλλειψη ρευστότητας και την αναζωπύρωση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους ισχυρούς παίκτες, για την «πίτα» των 13 δισ. ευρώ, δημιουργούν μία νέα «τάξη πραγμάτων» στον κλάδο, διαταράσσοντας τις υφιστάμενες ισορροπίες.
Πολυεθνικές εταιρείες, όπως η Aldi, έχουν αποχωρήσει, άλλοτε κραταιές αλυσίδες, όπως η Ατλάντικ, βγήκαν εκτός παιχνιδιού, μην μπορώντας να ανταποκριθούν στα χρέη, ενώ ειδικά τα τελευταία χρόνια μικρότεροι «παίκτες», που δεν έχουν τη δυνατότητα να σταθούν αυτόνομα στην αγορά, προσχωρούν στην «αγκαλιά» των ισχυρότερων αντιπάλων. Ενδεικτικό της κατάστασης ότι περισσότερα από 542 καταστήματα έχουν αλλάξει χέρια μέσα στο τελευταίο χρονικό διάστημα.
Υπό αυτό το νέο πλαίσιο, οι μεγάλοι παίκτες ισχυροποιούν κι άλλο τη θέση τους και αναζητούν τα επόμενα «θηράματά» τους. Μετά το μπαράζ εξαγορών μικρότερων αλυσίδων και με αποκορύφωμα το deal ανάμεσα στον Σκλαβενίτη και τον Βερόπουλο, προκύπτουν 4 1 ισχυροί πόλοι.
Από τη μία ο leader του κλάδου, ο Μαρινόπουλος που κατέχει μερίδιο αγοράς 24,5%, η ΑΒ Βασιλόπουλος που ελέγχει περίπου το 21% και πλέον το ενιαίο σχήμα Σκλαβενίτη- Βερόπουλου, μετά την εξαγορά του δεύτερου από τον πρώτο. Από τη συμφωνία εξαιρέθηκε η δραστηριότητα και το δίκτυο της Βερόπουλος στα Βαλκάνια, αν και στους επιχειρηματικούς κύκλους λέγεται πως κάτι τέτοιο ίσως εξεταστεί μελλοντικά .
Υπολογίσιμοι παίκτες η γερμανική πολυεθνική Lidl, αλλά και η Μασούτης, η οποία κυριαρχεί στη Βόρεια Ελλάδα και εσχάτως επεκτείνεται και στην Κεντρική Ελλάδα.
Αυτό που επικρατεί ουσιαστικά, είναι μια τάση συγκέντρωσης στα χέρια των λίγων και ισχυρών με αποκορύφωμα της διαδικασίας αυτής, το «αναγκαστικό» ως ένα βαθμό deal μεταξύ Σκλαβενίτη- Βερόπουλου που από κοινού θα ελέγχουν πλέον το 18% της αγοράς με ένα δίκτυο 342 καταστημάτων και τζίρο 2 δισ. ευρώ.
«Αναγκαστικό», με την έννοια ότι οι τραπεζικές υποχρεώσεις των δύο ομίλων (600 εκ. ευρώ για τον Σκλαβενίτη και 350 για τον Βερόπουλο), ζητούσαν λύση από τις τράπεζες εδώ και πολύ καιρό. Οι τράπεζες ως γνωστόν επιθυμούν ένα «ξεκαθάρισμα» σε κλάδους που οι επιχειρήσεις είναι υπερχρεωμένες με τη δημιουργία λιγότερων και υγιέστερων σχημάτων προκειμένου να περιορίσουν το ρίσκο και να διασφαλίσουν την εξυπηρέτηση των δανείων τους.
Προς αυτή την κατεύθυνση και η συμφωνία Σκλαβενίτη- Βερόπουλου, η ολοκλήρωση του οποίου αναμένεται έως τα τέλη του 2015.
Εξάλλου ο Σκλαβενίτης είχε δείξει από νωρίς πως επιθυμεί να έχει θέση στο νέο «τοπίο». Μάλιστα, ήδη από το 2013 είχε αρχίσει να εξαγοράζει καταστήματα αλυσίδων, όπως η «Μπαλάσκας», ο «Δούκας» και η «Extra».
Μια από τις πιο ηχηρές κινήσεις της εταιρείας, ήταν η εξαγορά του 60% της κρητικής αλυσίδας Χαλκιαδάκης και η είσοδό της στην αγορά της χονδρικής με την απόκτηση της Makro Cash & Carry έναντι 65 εκατ. ευρώ.
Νέα καταστήματα και εξαγορά αλυσίδων της Περιφέρειας
Αναπτυξιακή πορεία ακολουθούν, όλο αυτό το διάστημα και άλλες μεγάλες δυνάμεις του λιανεμπορίου τροφίμων. Ο Μαρινόπουλος που κρατά τα σκήπτρα της αγοράς έσπασε προσφάτως το… φράγμα των 1.000 καταστημάτων (1.022 για την ακρίβεια) μετά και το «πράσινο» φως από την Επιτροπή Ανταγωνισμού για τη μεταβίβαση του 51% της Cretan Management Παντοπωλεία Κρήτης. Είχαν προηγηθεί και άλλα deals, όπως η ενσωμάτωση του δικτύου της βορειοελλαδίτικης αλυσίδας Αρβανιτίδης, Marketa, Παλαμάρης, Τοξότης κ.ά. Ο διευθύνων σύμβουλος της Μαρινόπουλος ΑΕ, κ. Γιώργος Βογιατζάκης, θεωρείται εκ των μετρ των deals όχι μόνο στο κομμάτι των εξαγορών, αλλά και ενίσχυσης της προϊόντικής γκάμας. Ο όμιλος έκλεισε συμφωνία και με την βιομηχανία επίπλου «Δρομέας» για τη διάθεση επίπλων σε 14 καταστήματα της Carrefour σε μεγάλες πόλεις ανά την επικράτεια.
Η ΑΒ Βασιλόπουλος εξαγόρασε, μεταξύ άλλων, την KeyFood στη Χίο, ενώ επικεντρώνει την ανάπτυξή της σε Κρήτη, Βόρεια και Κεντρική Ελλάδα, ενώ για φέτος προβλέπει την προσθήκη 30 καταστημάτων, με προϋπολογισμό 100 εκατ. ευρώ. Εξάλλου, όπως έχει δηλώσει και ο γενικός διευθυντής, κ. Λεωνίδας Βρεττάκος, ο όμιλος δεν διακατέχεται από το άγχος του γιγαντισμού, κινείται στρατηγικά και χωρίς βιασύνη, αν και δεν αποκλείεται να προχωρήσει σε νέες σημαντικές εξαγορές.
Επιθετικά κινείται και η «Μασούτης», η οποία παρά την κρίση όχι μόνο εδραίωσε την παρουσία της στη Βόρεια Ελλάδα αλλά επεκτάθηκε και στην Κεντρική. Αναμένεται και η υλοποίηση του σχεδίου για «κάθοδο» στην Αττική.Αντιθέτως, την αυτόνομη ανάπτυξη έχουν επιλέξει η METRO-MyMarket, της οικογένειας Παντελιάδη αλλά και η γερμανική Lidl.
Προ των πυλών νέο deal
Οι ισχυροί παίκτες του κλάδου των σούπερ μάρκετ δεν πρόκειται να μείνουν άπραγοι. Παράγοντες της αγοράς προεξοφλούν πως η «απάντηση» στη συμφωνία Σκλαβενίτη- Βερόπουλου θα έρθει και θα είναι ανάλογου βεληνεκούς από κάποιον ανταγωνιστή.
Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους επιτελικά στελέχη των μεγάλων λιανεμπορικών δικτύων βρίσκονται εδώ και αρκετό διάστημα σε διερευνητικές επαφές, αναζητώντας συνεργασίες. Υπάρχει έντονη κινητικότητα και έχουν ήδη καταστρωθεί σχέδια για τις επόμενες κινήσεις αντεπίθεσης. Οι «μάχες» προμηνύονται σκληρές.
Στην αγορά βλέπουν ότι ο συγκεντρωτισμός θα συνεχιστεί με αμείωτους ρυθμούς και οι ισχυροί θα ισχυροποιηθούν κι άλλο. Όπως υποστηρίζουν, εντέλει, σε πανελλαδικό επίπεδο, θα μείνουν περίπου 8 με 10 αλυσίδες, σε σχέση με τις 60 που υπάρχουν τώρα. Εξάλλου, υπάρχει ακόμη ένας μεγάλος αριθμός δικτύων που θα μπορούσαν να ενταχθούν κάτω από την σκέπη ενός μεγάλου ομίλου, ανακατεύοντας και πάλι την τράπουλα του κλάδου και επιφέροντας νέους συσχετισμούς.
Με τον ενεργό ρόλο των τραπεζών στο παιχνίδι, δεν αποκλείεται οι λιανεμπορικοί όμιλοι να κινηθούν συντομότερα, απ΄ ότι υπολογίζουν ακόμη οι ίδιοι. Το σίγουρο είναι πάντως, ότι θα υπάρξει νέος «γύρος πολέμου» τιμών και «γενναίων» προσφορών, στην προσπάθεια κάθε παίκτη να κρατήσει τους καταναλωτές στα καταστήματα, να προσελκύσει νέους και να φρενάρει παράλληλα, τις όποιες φιλοδοξίες του νέου σχήματος Σκλαβενίτη- Βερόπουλου.
Στο επίκεντρο έχουν τεθεί, η ενίσχυση των επενδύσεων και η επέκταση σε περιοχές που υστερούν έναντι των ανταγωνιστών τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, οι όποιες κινήσεις πραγματοποιούνται σε μια εποχή που διακρίνεται από έλλειψη ρευστότητας, μειωμένη κατανάλωση και πτώση της μέσης μηνιαίας δαπάνης στα 262 εκατ. ευρώ (-9,7 εκατ. σε σχέση με πέρσι).