Θαυμάζουμε την αίσθηση του χιούμορ του Αλέξη Τσίπρα. Αντικαθιστώντας τον Γιάνη Βαρουφάκη στη θέση του υπουργού Οικονομικών με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, ο έλληνας πρωθυπουργός έβγαλε έναν υποτιθέμενο μαρξιστή οικονομολόγο που σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Essex, για να βάλει έναν υποτιθέμενο μαρξιστή οικονομολόγο που σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Προς μεγάλη μας έκπληξη, κάποιοι το θεωρούν αυτό ως λόγο αισιοδοξίας.
Αυτό που γνωρίζουμε για τον κ. Τσακαλώτο είναι πως είναι ένας σκληρός διαπραγματευτής που πιστεύει στην ανακούφιση χρέους όπως και ο προκάτοχός του. Το ίδιο και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας. Το θεμελιώδες εμπόδιο για μια συμφωνία, συνεπώς, παραμένει άλυτο: η Ελλάδα συνεχίζει να λέει «όχι» στην παλιά συμφωνία και η Γερμανία λέει «όχι» σε όλα τα άλλα. Οι γερμανοί προφανώς δεν άλλαξαν τον υπουργό Οικονομικών τους χθες. Αντιθέτως, το Βερολίνο επιβεβαίωσε τη θέση του τη Δευτέρα πως, αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει βάση για συμφωνία.
Μια νέα συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών θα απαιτούσε μια σειρά πολιτικών μεταβολών να συμβούν ταυτόχρονα μέσα στις επόμενες ημέρες. Για αρχή, οι έλληνες θα έπρεπε να δεχτούν ένα πρόγραμμα λιτότητας και δομικών μεταρρυθμίσεων πολύ παρόμοιων με αυτές που απέρριψαν στο δημοψήφισμα. Και οι γερμανοί θα έπρεπε να δεχτούν την ανακούφιση χρέους. Για το πρώτο, η συμφωνία ίσως είναι πιο εύκολη χωρίς τον κ. Βαρουφάκη. Συγκρίνοντας την τελική πρόταση των πιστωτών, που απορρίφθηκε από το εκλογικό σώμα της Ελλάδας, και την τελευταία πρόταση της Αθήνας, δυσκολεύεται κανείς να εντοπίσει της πραγματικές διαφορές. Εάν όλοι ήθελαν συμφωνία, είναι σίγουρα πως μία συμφωνία θα μπορούσε να βρεθεί, και να «πουληθεί» στο εσωτερικό.
Το πρόβλημα είναι πως δεν είναι πλέον τόσο βέβαιο πως όλοι οι πιστωτές – ιδιαίτερα η Γερμανία – θέλουν ακόμη μια συμφωνία. Στο Βερολίνο, παγιώνεται η άποψη στους επίσημους κύκλους πως δεν μπορεί να επιτευχθεί καμία συμφωνία με μια κυβέρνηση της οποίας ηγείται ο κ. Τσίπρας. Κάποια από τα πιο επιθετικά σχόλια προέρχονται από την ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών, τον κυβερνητικό εταίρο της Άγκελα Μέρκελ, που αποτελούσε ως τώρα μια μετριοπαθή επιρροή στη γερμανική πολιτική. Τώρα ηγούνται μιας δύναμης υπέρ του Grexit, καθώς βλέπουν την ευκαιρία να οικειοποιηθούν έναν λαϊκιστικό πολιτικό χώρο.
Παρακολουθώντας λεπτομερώς τον γερμανικό διάλογο, θα δούμε πως πολλοί πραγματικά ανυπομονούν για το Grexit, αγνοώντας τα 87 δισεκατομμύρια ευρώ απωλειών μόνο για τη Γερμανία. Το αίσθημα στο Βερολίνο είναι πως οι έλληνες έχουν αποφασίσει να πραγματοποιήσουν οικονομική αυτοκτονία. Όταν ο κ. Τσίπρας επέστρεψε χθες με προσφορά για νέες συζητήσεις, η κ. Μέρκελ δέχτηκε πως θα τον ακούσει ευγενικά στη σύνοδο κορυφής της ευρωζώνης το βράδυ της Τρίτης. Η συζήτηση στο Βερολίνο, ωστόσο, δεν αφορά συμβιβασμούς, αλλά πως θα οργανωθεί η ανθρωπιστική βοήθεια μετά το Grexit. Η ιδέα πως η Ελλάδα θα παραμείνει στο ευρώ θεωρείται μάλλον γραφική.
Η ελληνική στρατηγική είναι να διασπάσει τους πιστωτές. Αυτό ίσως είναι το καλύτερο που μπορούν να κάνουν, αλλά δεν είναι και τόσο καλό, καθώς μια συμφωνία απαιτεί ομοφωνία. Τουλάχιστον, θα έβαζε τέλος στην πολιτική απομόνωση της Ελλάδας. Το Παρίσι και η Ρώμη φαίνονται πιο πρόθυμοι από το Βερολίνο να ξαναξεκινήσουν διαπραγματεύσεις.
Εάν ένα μεγάλο πακέτο δεν είναι εφικτό, μια εναλλακτική θα μπορούσε να είναι μια συμφωνία για την αναδιάρθρωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και μόνο, και τίποτα άλλο. Δυστυχώς, ο μόνος θεσμός με την οικονομική δυνατότητα να κάνει μια τέτοια συμφωνία είναι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, που θα διαχειριζόταν ένα συνηθισμένο δανειακό πρόγραμμα. Οποιαδήποτε συμφωνία με τον ΕΜΣ, μικρή ή μεγάλη, απαιτεί ομόφωνη έγκριση από τα μέλη του, και φαίνεται απίθανο η Γερμανία να δεχτεί μια τέτοια συμφωνία, μόνο για τις τράπεζες, τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να χρεοκοπεί έναντι των επίσημων πιστωτών της.
Μία ακόμη επιλογή είναι μια πολυμερή συμφωνία μόνο για τις τράπεζες. Η Ιταλία και η Γαλλία θα μπορούσαν να ηγηθούν μιας συμμαχίας των πρόθυμων να ανακεφαλαιοποιήσουν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ως το σημείο που θα έχει αρκετά χρήματα ώστε η ελληνική κυβέρνηση να αποσύρει τους ελέγχους διακίνησης κεφαλαίων. Σε εκείνο το σημείο οι έλληνες θα μπορούσαν να ξεκινήσουν να χρεοκοπούν έναντι των επίσημων πιστωτών τους.
Δεν υπάρχουν ενδείξεις πως ο πρόεδρος Φρανσουά Ολλάντ και ο Ματέο Ρέντσι , οι ηγέτες της Γαλλίας και της Ιταλίας, είναι πρόθυμοι να αναλάβουν ένα τόσο μεγάλο πολιτικό και οικονομικό ρίσκο. Κανείς από τους δύο δε θέλει μια πολιτική διαμάχη με τη Γερμανία.
Το συνολικό συμπέρασμα είναι πως εάν είναι να συμβεί το Grexit, θα γίνει κρυφά. Η κυβέρνηση του Τσίπρα μια μέρα θα εισάγει ένα εργαλείο ρευστότητας εκφρασμένο σε ευρώ. Εάν το τραπεζικό σύστημα επιδεινωθεί και άλλο, η κυβέρνηση θα χρειαστεί να τυπώσει τόσα από τα νέο IOUs, που θα άλλαζαν χέρια στην γκρι αγορά για μία έκπτωση. Τελικά, η κεντρική τράπεζα θα ελέγχει την προμήθεια του σκιερού νομίσματος. Μπορεί ποτέ να μη γίνει νόμιμο χρήμα, αλλά εάν δεν υπάρχουν αρκετά ευρώ σε κυκλοφορία, θα γίνει εκ των πραγμάτων το νόμισμα της Ελλάδας.
Με άλλα λόγια, το Grexit είναι αυτή τη στιγμή η προκαθορισμένη θέση. Είναι αυτό που θα συμβεί εάν η σύνοδος κορυφής της Τρίτης δε σπάσει με κάποιον τρόπο το παρόν, αγωνιώδες αδιέξοδο.