Η ευρωζώνη έχει ένα γερμανικό πρόβλημα. Οι πολιτικές φτωχοποίησης των γειτόνων της Γερμανίας και η ευρύτερη ανταπόκριση στην κρίση που έχει οδηγήσει η χώρα έχουν αποδειχτεί καταστροφικές.
Επτά χρόνια μετά το ξεκίνημα της κρίσης, η οικονομία της ευρωζώνης βρίσκεται σήμερα σε χειρότερη κατάσταση απ’ ότι ήταν η Ευρώπη κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930. Οι προσπάθειες της γερμανικής κυβέρνησης να συνθλίψει την Ελλάδα και να την αναγκάσει να εγκαταλείψει το κοινό νόμισμα έχουν αποσταθεροποιήσει τη νομισματική ένωση. Όσο η κυβέρνηση της Άγκελα Μέρκελ συνεχίζει να καταχράται την κυρίαρχη θέση της ως επικεφαλής πιστωτής για να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα, η ευρωζώνη δεν μπορεί να ευημερήσει – και μπορεί και να μην επιβιώσει.
Το τεράστιο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας – το περίσσευμα αποταμιεύσεων που δημιουργήθηκε από τη συμπίεση των μισθών για την επιδότηση των εξαγωγών – έχει αποτελέσει ταυτόχρονα αίτιο για την κρίση της ευρωζώνης και εμπόδιο στην επίλυσή της. Πριν από την κρίση, προκάλεσε τον επισφαλή δανεισμό των γερμανικών τραπεζών προς τη νότιο Ευρώπη και την Ιρλανδία. Τώρα που τα ετήσια πλεονάσματα της Γερμανίας – τα οποία έχουν φτάσει στα 233 δισεκατομμύρια δολάρια, πλησιάζοντας το 8% του ΑΕΠ – δεν ανακυκλώνονται πλέον στη νότιο Ευρώπη, η ελλιπής εσωτερική ζήτηση της χώρας εξάγει αποπληθωρισμό, εμβαθύνοντας τις πληγές χρέους της ευρωζώνης.
Το εξωτερικό πλεόνασμα της Γερμανίας έρχεται ξεκάθαρα σε σύγκρουση με τους κανονισμούς της ευρωζώνης για τις επικίνδυνες ανισότητες. Όμως, βασιζόμενη στην Ευρωπαϊκή Κομισιόν, η κυβέρνηση της Μέρκελ έχει αποκτήσει συγχωροχάρτι. Αυτό κάνει αστεία την αξίωσή της ως πρωταθλήτρια του βασισμένου στους κανόνες συλλόγου της ευρωζώνης. Στην πραγματικότητα, η Γερμανία καταπατά ατιμώρητη τους κανόνες, τους αλλάζει για να προωθήσει τις ανάγκες της, ή ακόμη και τους εφευρίσκει κατά το δοκούν.
Πράγματι, ενώ ακόμη πιέζει τους άλλους για μεταρρυθμίσεις, η Γερμανία έχει αγνοήσει τις συστάσεις της Κομισιόν. Ως προϋπόθεση του νέου δανειακού προγράμματος της ευρωζώνης, η Γερμανία αναγκάζει την Ελλάδα να αυξήσει το όριο συνταξιοδότησης – ενώ χαμηλώνει το δικό της. Επιμένει τα ελληνικά καταστήματα να παραμένουν ανοιχτά τις Κυριακές, ενώ τα γερμανικά δεν το κάνουν. Ο κορπορατισμός, απ’ ότι φαίνεται, θα πρέπει να εξαλειφθεί αλλού, αλλά προστατεύεται στο εσωτερικό.
Πέραν της άρνησής της να προσαρμόσει την οικονομία της, η Γερμανία έχει μεταθέσει σε άλλους τα κόστη της κρίσης. Για να σώσει τις τράπεζες της χώρας από τις κακές αποφάσεις δανείων, η Μέρκελ παρέβη τον κανονισμό των «μη διασώσεων» της συνθήκης του Μάαστριχτ, ο οποίος απαγορεύει στις κυβερνήσεις των μελών να χρηματοδοτούν τους εταίρους τους, και ανάγκασε τους ευρωπαίους φορολογούμενους να δανείσουν σε μια αφερέγγυα Ελλάδα. Παρομοίως, τα δάνεια των κυβερνήσεων της ευρωζώνης προς την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, κατά κύριο λόγο διέσωσαν τις αφερέγγυες τοπικές τράπεζες – και συνεπώς τους γερμανούς πιστωτές τους.
Για να κάνει τα πράγματα χειρότερα, σε αντάλλαγμα για αυτά τα δάνεια, η Μέρκελ απέκτησε ακόμη μεγαλύτερο έλεγχο πάνω σε όλους τους προϋπολογισμούς των κυβερνήσεων της ευρωζώνης μέσω μιας δημοσιονομικής λιτότητας που βύθισε τη ζήτηση και περιόρισε τη δημοκρατία.
Η επιρροή της Γερμανίας είχε ως αποτέλεσμα ένα τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης γεμάτο κενά και εφαρμοσμένο ασύμμετρα. Οι Sparkassen της χώρας – τράπεζες αποταμιεύσεων με συλλογικό ισολογισμό περίπου 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ – βρίσκονται εκτός εποπτικού ελέγχου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενώ οι μεγάλες τράπεζες με ελάχιστο κεφάλαιο, όπως η Deutsche Bank, και οι διεφθαρμένες κρατικές, τοπικές τράπεζες, έχουν αποκτήσει ένα ανέλπιστα καθαρό πιστοποιητικό υγείας.
Ο ένας κανόνας της ευρωζώνης που θα έπρεπε να είναι ιερός είναι η μη αντιστρεψιμότητα της συμμετοχής. Δεν υπάρχει πρόβλεψη σε συνθήκη για έξοδο, καθώς η νομισματική ένωση σχεδιάστηκε ως ένα βήμα προς την πολιτική ένωση – και σε διαφορετική περίπτωση θα μετατρεπόταν σε ένα ιδιαίτερα ρευστό και ασταθές καθεστώς σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η Γερμανία δεν έχει απλά ποδοπατήσει αυτόν τον κανόνα, ο υπουργός Οικονομικών της, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, πρόσφατα εφηύρε έναν καινούριο – πως η ελάφρυνση χρέους απαγορεύεται στην ευρωζώνη – για να δικαιολογήσει την ανεπίτρεπτη συμπεριφορά του προς την Ελλάδα.
Ως αποτέλεσμα, η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη – και κατά συνέπεια και όλων των άλλων μελών – εξαρτάται πλέον από την υποταγή της στη γερμανική κυβέρνηση. Είναι σαν να έχουν αποφασίσει μονομερώς οι Ηνωμένες Πολιτείες πως η αρχή της συλλογικής άμυνας του ΝΑΤΟ πλέον θα έχει ως προϋπόθεση οι υπόλοιποι να κάνουν ότι υποδεικνύει η αμερικανική κυβέρνηση.
Η ευρωζώνη χρειάζεται απελπισμένα επικρατούσες εναλλακτικές σε αυτήν τη μονόπλευρη «Συναίνεση του Βερολίνου», κατά την οποία τα συμφέροντα των πιστωτών προηγούνται και η Γερμανία επιβάλλεται σε όλους τους υπόλοιπους. Ο μερκελισμός προκαλεί οικονομική στασιμότητα, πολιτική πόλωση και κακόβουλο εθνικισμό. Η Γαλλία, η Ιταλία και οι ευρωπαίοι όλων των πολιτικών χώρων θα πρέπει να υπερασπιστούν διαφορετικά οράματα για το τι θα έπρεπε να είναι η ευρωζώνη.
Μία επιλογή θα ήταν ο βαθύτερος φεντεραλισμός. Κοινοί πολιτικοί θεσμοί, που θα δίνουν λόγο στους ψηφοφόρους σε όλη την ευρωζώνη, θα παρείχαν έναν δημοκρατικό δημοσιονομικό εταίρο για την ΕΚΤ και θα περιόριζαν τη γερμανική εξουσία. Όμως η αυξανόμενη εχθρότητα μεταξύ των μελών της ευρωζώνης και η διάβρωση της στήριξης προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση τόσο στις χώρες των πιστωτών όσο και των οφειλετών, σημαίνει πως ο μεγαλύτερος φεντεραλισμός είναι πολιτικά ανέφικτος – και πιθανώς ακόμη και επικίνδυνος.
Μία καλύτερη επιλογή θα ήταν η πορεία προς μια πιο ευέλικτη ευρωζώνη, στην οποία οι εκλεγμένοι εθνικοί εκπρόσωποι θα έχουν μεγαλύτερο λόγο. Με την επαναφορά του κανόνα των μη διασώσεων, οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερο περιθώριο να επιδιώξουν αντίστροφες πολιτικές και να ανταποκριθούν στις μεταβαλλόμενες προτεραιότητες των ψηφοφόρων.
Για να είναι αξιόπιστο ένα τέτοιο σύστημα θα δημιουργούταν μηχανισμός για την αναδιάρθρωση των χρεών των αφερέγγυων κυβερνήσεων. Αυτό, μαζί με την αλλαγή των κανονισμών που αφορούν την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών – που λανθασμένα αντιμετωπίζουν τα χρέη όλων τις φερέγγυων τραπεζών ως ασφαλή – θα έδινε τη δυνατότητα στις αγορές, όχι στη Γερμανία, να ελέγξουν τους πραγματικά υπερβολικούς δανεισμούς. Ιδανικά, η ΕΚΤ θα λάμβανε επίσης εντολή να λειτουργήσει ως δανειστής ύστατης ανάγκης για τις κυβερνήσεις που έχουν πρόβλημα ρευστότητας αλλά είναι φερέγγυες. Κάποιες αλλαγές θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν ευρεία στήριξη – και να ικανοποιήσουν και τα συμφέροντα της Γερμανίας.
Τα μέλη της ευρωζώνης βρίσκονται παγιδευμένα σε έναν δυστυχισμένο γάμο, υπό την κυριαρχία της Γερμανίας. Όμως ο φόβος δεν είναι αρκετός για να συγκρατήσει για πάντα μία σχέση. Εάν η Μέρκελ δεν εκλογικευτεί, εν τέλει θα την καταστρέψει.