To πρόβλημα για τις εγχώριες βιομηχανίες δυσχεραίνει το γεγονός ότι πολλές ξένες επιχειρήσεις-προμηθευτές τους κλείνουν τον Αύγουστο ή υπολειτουργούν. Την ίδια ώρα οι ελληνικές επιχειρήσεις, το 50% των οποίων υπολογίζεται ότι έδωσε στο προσωπικό αναγκαστικές άδειες τον Ιούλιο, θα πρέπει να δουλέψουν περισσότερο τον Αύγουστο.
Αν και η κατάσταση, μετά τις πρόσφατες τροποποιήσεις που έγιναν στο καθεστώς το οποίο διέπει τον έλεγχο της κίνησης των κεφαλαίων, έχει βελτιωθεί σε σύγκριση με το προηγούμενο διάστημα, οι εισαγωγές πρώτων υλών γίνονται με σχετικά αργούς ρυθμούς, με τους επιχειρηματίες να δηλώνουν ότι η «ζημιά έχει ήδη γίνει και απλώς επιχειρείται η ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων».
Η Ελλάδα είναι αυτάρκης σε πρώτες ύλες σε ποσοστό που μετά βίας αγγίζει το 20%. Για τον λόγο αυτό εισάγει προϊόντα (τελικά και πρώτες ύλες) που κάθε μήνα υπερβαίνουν σε αξία τα 3,5 δισ. ευρώ. Με την αύξηση του ορίου έγκρισης πληρωμών για εισαγωγές από το εξωτερικό στα 100.000 ευρώ, υπολογίζεται ότι η αξία των εισαγωγών που πραγματοποιείται κάθε ημέρα φτάνει τα 20 εκατ. ευρώ, από τα 14 εκατ. ευρώ πριν από τις αλλαγές. Με αυτούς τους ρυθμούς, όμως, η αξία των εισαγωγών φτάνει τον μήνα σε περίπου μισό δισεκατομμύριο ευρώ και συνολικά είναι κάτω από το ένα δισ. ευρώ εάν λάβει κανείς υπόψη του ότι κάποιες εγκρίσεις δίνονται από την ειδική Επιτροπή Εγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών και κάποιες εισαγωγές πληρώνονται μέσω τραπεζικών λογαριασμών που διατηρούν στο εξωτερικό ελληνικές επιχειρήσεις.
Η παραπάνω λύση που αναγκαστικά εφαρμόζουν ολοένα και περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις μπορεί να υπονομεύσει περαιτέρω το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. «Πρέπει να αρθούν οι περιορισμοί στα εμβάσματα στο εξωτερικό που αφορούν την εισαγωγή πρώτων υλών. Κάθε ημέρα που περνάει και ισχύουν αυτοί οι περιορισμοί, ισχυροποιούνται οι εναλλακτικοί τρόποι πληρωμών, δηλαδή το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών εκτός Ελλάδας», επισημαίνει.
Η μερική χαλάρωση των περιορισμών έχει μειώσει τον αριθμό των κοντέινερ που συσσωρεύονταν στα λιμάνια του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, ωστόσο θεωρείται βέβαιο ότι θα μειωθούν και οι παραγγελίες για εισαγωγές το επόμενο διάστημα. Οι μεταποιητικές επιχειρήσεις επιβαρύνθηκαν με επιπλέον κόστος τον τελευταίο μήνα, καθώς η παραμονή των κοντέινερ στο λιμάνι για ένα διάστημα δέκα ημερών μεταφράζεται με πρόχειρους υπολογισμούς σε κόστος που πλησιάζει το ένα εκατομμύριο ευρώ. Την ίδια ώρα οι εξαγωγικές επιχειρήσεις επιβαρύνονταν με διπλάσιο μεταφορικό κόστος, καθώς τα φορτηγά έρχονταν άδεια στην Ελλάδα λόγω της μη πραγματοποίησης εισαγωγών.
Οι εισαγωγές
Οι εισαγωγές τον Ιούλιο θα διαμορφωθούν στο ήμισυ σε σύγκριση με τον Ιούλιο του 2014 (ήταν 4,3 δισ. ευρώ σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ), ενώ δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι εξαγωγές να εμφανίσουν μείωση που μπορεί να φτάνει σε διψήφια ποσοστά.
Ακόμη και εάν αρθούν τα capital controls, οι επιχειρήσεις που θα έχουν απομείνει, καλούνται να επανασχεδιάσουν τη λειτουργία τους βασισμένες στην παραδοχή ότι έχουν χάσει ένα μεγάλο μέρος του τζίρου τους, που στην πλειονότητα των περιπτώσεων υπερβαίνει το 40%. Μέσω δε αυτής της βίαιης προσαρμογής θα υπάρξουν εκ νέου ανακατατάξεις στον επιχειρηματικό χάρτη της χώρας, με κερδισμένους κατά βάση τους πολυεθνικούς ομίλους και τις επιχειρήσεις που φρόντισαν να προσαρμόσουν εγκαίρως τη λειτουργία τους στα νέα δεδομένα.
Σοκ -70% στο λιανεμποριο
Μπορεί να απομένει ακόμη ένας ολόκληρος μήνας για να τελειώσουν οι θερινές εκπτώσεις, όμως το αποτέλεσμά τους στον τζίρο των επιχειρήσεων είναι ήδη γνωστό. Η επιβολή των capital controls και η συνεχιζόμενη πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα καταπόντισαν τον τζίρο στο λιανεμπόριο, με εξαίρεση, τουλάχιστον τις πρώτες ημέρες πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, τον κλάδο των τροφίμων. Το φαινόμενο είναι πανελλαδικό, ακόμη και στις τουριστικές περιοχές, με τη μείωση του τζίρου να φτάνει στην καλύτερη περίπτωση το 40%.
Ο προβληματισμός των εμπόρων δεν αφορά μόνο τη θερινή περίοδο, αλλά κυρίως τις επόμενες, καθώς αφενός τα αιτήματα για έγκριση εισαγωγής ειδών που δεν θεωρούνται πρώτης ανάγκης, όπως για παράδειγμα τα είδη ένδυσης και υπόδησης, απορρίπτονται, αφετέρου δεν γίνονται εισαγωγές στις πρώτες ύλες που χρησιμοποιεί η εγχώρια βιομηχανία και βιοτεχνία. Με άλλα λόγια, τα όποια εμπορικά καταστήματα συνεχίζουν να υπάρχουν τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, είναι άγνωστο πόσο και τι εμπόρευμα θα έχουν.
Σύμφωνα με στοιχεία και εκτιμήσεις των κατά τόπους εμπορικών συλλόγων, η μείωση του τζίρου στην Αθήνα αγγίζει το 40%, στη Θεσσαλονίκη και στον Πειραιά τα ποσοστά μείωσης φτάνουν το 60%, στη Θεσσαλία η μείωση πλησιάζει το 70%, ενώ ακόμη και σε περιοχές με αυξημένη τουριστική κίνηση, όπως η Κρήτη και η Ρόδος, ο τζίρος των εμπορικών καταστημάτων υποχωρεί ακόμη και κατά 50%. Αιτία; Σύμφωνα με τους εκπροσώπους των εμπόρων οφείλεται, πρώτον, στη ραγδαία μείωση του εσωτερικού τουρισμού και δεύτερον, στην ανησυχία των ξένων τουριστών ότι αν υπάρξει πρόβλημα στα ΑΤΜ δεν θα έχουν πρόσβαση στους λογαριασμούς τους. Ετσι στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι αγορές περιορίζονται και γίνονται μόνο κατά τις τελευταίες ημέρες της παραμονής τους στη χώρα μας.
Οι αλλαγές που επέφεραν τα capital controls, ειδικά πριν από τα πρόσφατα μέτρα μερικής χαλάρωσης, στα συναλλακτικά ήθη επέδρασαν επίσης στη μείωση του τζίρου ενός τμήματος των εμπορικών επιχειρήσεων.
Υπολογίζεται ότι περίπου το 50% των επιχειρήσεων, κυρίως πολύ μικρές και μικρές, δεν διαθέτουν συσκευές POS (τερματικά αποδοχής καρτών), με συνέπεια οι καταναλωτές να μην τα προτιμούν, αφού δεν είχαν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν αγορές κάνοντας χρήση χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, υπήρξαν εμπορικές επιχειρήσεις οι οποίες είχαν σχεδόν μηδενικό τζίρο κάποιες τουλάχιστον ημέρες, γεγονός που θέτει εν αμφιβόλω τη συνέχιση της λειτουργίας τους.
Οι εμπορικές επιχειρήσεις, ακόμη και αυτές που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των τροφίμων, θα έχουν το προσεχές διάστημα να αντιμετωπίσουν και άλλα προβλήματα, τα οποία συνδέονται με την αλλαγή της σχέσης με τους προμηθευτές τους.
Ηδη αρκετές βιομηχανίες από τις πρώτες ημέρες της επιβολής περιορισμών στη διακίνηση των κεφαλαίων «έκοψαν» τους πελάτες που ήταν σχετικά ασυνεπείς, ώστε να μειώσουν την έκθεσή τους στον πιστωτικό κίνδυνο. Εκτιμάται ότι για να καταφέρουν να αντισταθμίσουν τις απώλειες που έχουν υποστεί, θα πρέπει να μειώσουν μέχρι το τέλος του έτους κατά 25% περίπου τόσο τους πελάτες, δηλαδή τις εμπορικές επιχειρήσεις, όσο και τους κωδικούς που παράγουν.
Οι εμπορικές επιχειρήσεις από την πλευρά τους θα πρέπει να ξεκινήσουν να σκέφτονται τις συνέργειες, υπό την έννοια να συνεργάζονται μεταξύ τους σε ό,τι αφορά την προσέγγιση των προμηθευτών τους για να επιτύχουν όσο το δυνατόν καλύτερους όρους μέσα σε ένα αντικειμενικά δύσκολο περιβάλλον.