Η μάχη για την Ευρώπη θα κερδηθεί ή θα χαθεί στη Γερμανία. Κάποιες ημέρες, πρόσφατα, έμοιαζε να έχει χαθεί. Όμως αυτό υποτιμά τη βαθειά γερμανική δέσμευση για την επιτυχία της ευρωπαϊκής ενοποίησης με βάση το γράμμα του νόμου.
Εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση διασπαστεί, θα οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα στον εθνικισμό και στην άρνηση των γάλλων, των βρετανών και των ολλανδών να μοιραστούν λίγη από την κυριαρχία τους, και όχι στη γερμανική επιμονή για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τον σεβασμό στους κανόνες.
«Εάν αποτύχει το ευρώ, θα αποτύχει η Ευρώπη» έχει κατ’ επανάληψη προειδοποιήσει το κοινοβούλιο η Άγκελα Μέρκελ.
Τα επακόλουθα της άσχημης ολονύκτιας συνόδου κορυφής της ευρωζώνης για την ελληνική κρίση χρέους που ολοκληρώθηκε στις 13 Ιουλίου με μία συμφωνία για αυστηρούς, παρεμβατικούς όρους για τη διαπραγμάτευση ενός τρίτου προγράμματος διάσωσης, έχει στείλει κύματα σοκ σε όλη την Ευρώπη, και ιδιαίτερα στη Γερμανία.
Ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε εβδομάδες που οι ηγέτες της ΕΕ είχαν συγκρουστεί με αφορμή θεμελιώδη προβλήματα που φαίνονται να μην μπορούν να λύσουν, ύστερα από μία οξεία σύνοδο κορυφής τον Ιούνιο με θέμα της αντιμετώπισης του κύματος των μεταναστών – πολλοί εκ των οποίων είναι πρόσφυγες από εμπόλεμες περιοχές – που προσπαθεί απελπισμένα να μπει στην Ευρώπη.
Και έχει προκαλέσει έντονη σκεπτικότητα στο Βερολίνο για το πώς μπορούν να ενισχυθούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και να στηριχθεί πιο ανθεκτικά το ευρώ – έναν πνευματικό αναβρασμό που δε φτάνουν οι περισσότερες από τις υπόλοιπες πρωτεύουσες της ΕΕ.
«Όταν επισκεφθείτε τις ευρωπαϊκές χώρες, δεν υπάρχουν πολλές που σκέφτονται τόσο πολύ όσο η Γερμανία για το πώς μπορεί να δουλέψει καλύτερα μια ενοποιημένη Ευρώπη» λέει ανώτερος γερμανός αξιωματούχος.
Πιθανώς λόγω της προϊστορίας του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Βερολίνο είναι πιο ανοιχτό από τα περισσότερα άλλα έθνη της ΕΕ να προσφέρει καταφύγιο στα θύματα πολέμου και υποδέχτηκε το μεγαλύτερο ποσοστό όσων ζητούσαν άσυλο.
Ούτε ήταν η Μέρκελ τόσο σκληρή όσο άλλοι πιστωτές, όπως η Φινλανδία, η Ολλανδία, η Λετονία, η Λιθουανία και η Σλοβακία, που επέμεναν σε ταπεινωτικές προϋποθέσεις για οποιαδήποτε περαιτέρω βοήθεια προς την Ελλάδα.
Ωστόσο, όπως γίνεται με όλους τους ηγέτες, η Γερμανία συγκεντρώνει τις περισσότερες κατηγορίες. Και λόγω του παρελθόντος της, αυτές συχνά αναμειγνύονται με αναφορές στην τυραννία των Ναζί, κάνοντας τους σύγχρονους γερμανούς να συνοφρυώνονται.
Αυτή η κατακραυγή εντάθηκε όταν ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε παρέκαμψε ένα ταμπού προτείνοντας η Ελλάδα να βγει από την ευρωζώνη, έστω προσωρινά, εάν δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στους όρους.
Ύστερα από δεκαετίες προσπάθειας να είναι ένας ταπεινός συμπαίκτης στην Ευρώπη ή να συν-διευθύνει την ενοποίηση μέσω του γαλλογερμανικού πιλοτηρίου, το Βερολίνο εκτοξεύθηκε στην ανεπιθύμητη θέση του μοναδικού ηγέτη από την κρίση χρέους της ευρωζώνης που ξεκίνησε το 2010.
Αυτό το επιπλέον βάρος ευθύνης, που οφείλεται περισσότερο στη γαλλική αδυναμία και τη βρετανική αδιαφορία, παρά σε τευτονική φιλοδοξία, έχει επιβαρύνει σημαντικά τους γερμανούς, οι οποίοι φοβούνται πως οι άλλοι προσπαθούν να βάλουν χέρι στην τσέπη τους χωρίς να κάνουν αυτά που τους αναλογούν.
Οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι κατακρίνουν την εξαγωγική ισχύ και εγχώρια λιτότητα της Γερμανίας, οι νοτιοευρωπαίοι μισούν την συνταγογράφηση των αυστηρών πολιτικών λιτότητας, οι αμερικανοί, βρετανοί και γάλλοι οικτίρουν την άρνησή της να γίνει μια πιο μιλιταριστική δύναμη και οι γάλλοι θλίβονται με την άρνησή της να πληρώσει για «περισσότερη Ευρώπη».
Η καταιγίδα κριτικής που έχει κατακλύσει το Βερολίνο από τη συμφωνία χρέους της Ελλάδας έχει πυροδοτήσει ένα μείγμα αυτάρεσκης περιφρόνησης, ενδοσκόπησης και αναζήτησης νέων λύσεων στο γερμανικό καθεστώς.
Όπως είναι αναμενόμενο, η συζήτηση επικεντρώνεται κυρίως στο πώς θα εξασφαλιστεί μεγαλύτερος σεβασμός για τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς κανόνες και τις οικονομικές πολιτικές, και όχι στο πώς θα αναπροσαρμοστούν οι τρεχούμενοι λογαριασμοί ή πώς θα μοιραστεί ο πλούτος ή το ρίσκο μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων χωρών της ευρωζώνης.
Οι γερμανοί μπορεί να θεωρούν την ΕΕ, σύμφωνα με τα λεγόμενα του πρώην καγκελάριου Χέλμουτ Κολ, κοινότητα του πεπρωμένου, όμως οι περισσότεροι δε θέλουν να γίνει κοινότητα επιβάρυνσης.
Το συμβούλιο των ανεξάρτητων οικονομικών συμβούλων της κυβέρνησης, σε μια 58σέλιδη ειδική αναφορά της περασμένης εβδομάδας, πρότεινε έναν τακτικό μηχανισμό αφερεγγυότητας για τα κράτη της ευρωζώνης που οδηγεί σε έξοδο από τη νομισματική ένωση ως «τελευταία επιλογή».
Το συμβούλιο επικαλέστηκε επίσης την προσθήκη νέων περιορισμών στη συνθήκη της ΕΕ κατά των διασώσεων, ώστε να αποκλειστούν οι οποιεσδήποτε μεταφορές επιβάρυνσης από το ένα μέλος στο άλλο, και απέκλεισε οποιονδήποτε κοινό προϋπολογισμό της ευρωζώνης ή το κοινό επίδομα ανεργίας.
«Σε μία νομισματική ένωση, οι βασικοί κανονισμού πρέπει να τηρούνται και γι’ αυτόν τον λόγο η έξοδος ενός μέλους-κράτους δε θα πρέπει να αποτελεί ταμπού, καθώς διαφορετικά οι εταίροι είναι ευάλωτοι σε εκβιασμούς» είπε το μέλος του συμβουλίου Lars Feld.
Υπάρχει, ωστόσο, πιο δημιουργική σκέψη, ακόμη και σε προπύργια της ορθοδοξίας, όπως είναι το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών.
Ο Σόιμπλε, επί χρόνια υπέρμαχος της ευρωπαϊκής ενοποίησης και αμήχανος με το να καταδεικνύεται ως αυτός που προσπάθησε να εξαναγκάσει την Ελλάδα σε έξοδο, έκανε γνωστό μέσω του περιοδικού Der Spiegel πως θα μπορούσε να φανταστεί έναν υπουργό Οικονομικών για την ευρωζώνη, υπό την επίβλεψη του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και με δικό του προϋπολογισμό.
Αυτές οι ιδέες είναι κλάδος ελαίας προς τη Γαλλία, η οποία θέλει μια πιο ισχυρή οικονομική κυβέρνηση για τη 19μελή νομισματική ένωση, ένα κοινοβούλιο της ευρωζώνης και έναν δημοσιονομικό απορροφητή κραδασμών που θα στηρίζει τις χώρες που βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση.
Το υπουργείο του Σόιμπλε αρνήθηκε αναφορές της συντηρητικής Frankfurter Allgemeine Zeitung πως είχε προτείνει την απαλοιφή κύριων δυνατοτήτων της Ευρωπαϊκής Κομισιόν να ρυθμίσει την ανταγωνιστικότητα και την ενιαία αγορά της ΕΕ.
Η επιδίωξή του είναι τεθεί ως υπεύθυνο για την τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων της ένωσης ένα σώμα λιγότερο ευάλωτο στις πολιτικές επιρροές απ’ ότι είναι η Κομισιόν – ένα χτύπημα για τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και τον οικονομικό του επίτροπο Πιέρ Μοσκοβισί, οι οποίοι θεωρούνται υπερβολικά επιεικής με την Ελλάδα και τη Γαλλία.
Οι γερμανοί αξιωματούχοι είναι ανοικτοί στην ιδέα συγκεκριμένου κοινοβουλίου για την ευρωζώνη ώστε να γίνουν οι αποφάσεις περισσότερο δημοκρατικές – είτε ένα υποσύνολο του υπάρχοντος ευρωπαϊκού κοινοβουλίου είτε ένα υβρίδιο του νομοθετικού σώματος της ΕΕ και των μελών των εθνικών κοινοβουλίων.
Όπως είναι σύνηθες για το προσεκτικό στυλ ηγεσίας της, η Μέρκελ παρατηρεί και πιθανώς ενθαρρύνει αυτόν τον διάλογο για την χαλάρωση της πίεσης από την κρίση της Ελλάδας, χωρίς ακόμη να δείχνει τις δικές της προτιμήσεις.
Αυτό μπορεί να συμβεί τον Οκτώβριο, όταν οι ηγέτες της ΕΕ συζητήσουν την αναφορά του Γιούνκερ και των άλλων επικεφαλής των θεσμών της ΕΕ για την ενίσχυση της διακυβέρνησης της ευρωζώνης.