Όταν ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, έθεσε πρόσφατα στο τραπέζι την επιλογή της ελληνικής εξόδου από το ευρώ, ήθελε να δώσει το σήμα πως κανένα μέλος δεν μπορούσε να απέχει από την αυστηρή πειθαρχία της νομισματικής ένωσης.
Μάλιστα, η πρωτοβουλία του πυροδότησε μιαν ευρύτερη συζήτηση για τις αρχές που διέπουν το ευρώ, την διακυβέρνησή του και την ίδια τη λογική της ύπαρξής του.
Μόλις ένα δεκαπενθήμερο πριν από την πρόταση του Σόιμπλε, οι ηγέτες της Ευρώπης είχαν δώσει ελάχιστη σημασία σε μια αναφορά για το μέλλον του ευρώ που προετοίμασε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, μαζί με τους συνεργάτες του από άλλους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως η νέα διαμάχη για την Ελλάδα έχει πείσει πολλούς παράγοντες για την ανάγκη να επιστρέψουν στη διαμόρφωση των σχεδίων. Την ίδια στιγμή, οι πολίτες αναρωτιούνται γιατί μοιράζονται αυτό το νόμισμα, εάν είναι λογικό, και εάν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία για το μέλλον του.
Για τα νομίσματα, όπως και για τις χώρες, οι ιδρυτικοί μύθοι είναι σημαντικοί. Η κοινή γνώση είναι πως το ευρώ ήταν το πολιτικό κόστος που πλήρωσε η Γερμανία για τη συναίνεση της Γαλλίας στην επανένωσή της. Στην πραγματικότητα, η γερμανική επανένωση παρείχε μόνον την τελική ώθηση σε ένα σχέδιο που είχε συλληφθεί τη δεκαετία του 1980, με σκοπό την επίλυση ενός μακροχρόνιου διλήμματος. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήταν ταυτόχρονα αντίθετες στις μεταβλητές συναλλαγματικές ισοτιμίες, τις οποίες θεωρούσαν ασύμβατες με μία κοινή αγορά, και απρόθυμες να διαιωνίσουν ένα νομισματικό καθεστώς με κυριαρχία της Bundesbank. Ένα πραγματικά ευρωπαϊκό νόμισμα, χτισμένο πάνω στις γερμανικές αρχές, έμοιαζε να είναι η καλύτερη επιλογή.
Εκ των υστέρων, η γερμανική επανένωση ήταν περισσότερο κατάρα παρά ευλογία. Όταν οι ισοτιμίες κλείδωσαν το 1999, της Γερμανίας υπερτιμήθηκε, και η οικονομία της δυσκολευόταν, της Γαλλίας υποτιμήθηκε, και η οικονομία της ανθούσε. Κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, οι ανισότητες μεγάλωσαν με αργό ρυθμό μεταξύ μιας αναδυόμενης Γερμανίας και χωρών όπου τα χαμηλά επιτόκια είχαν πυροδοτήσει πιστωτικές φούσκες. Και όταν ξέσπασε το 2008 η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι συνθήκες ήταν κατάλληλες για μια τέλεια καταιγίδα.
Κανείς δεν μπορεί να πει πώς θα είχε εξελιχθεί η Ευρώπη χωρίς το ευρώ. Θα είχε επιβιώσει ή θα είχε καταρρεύσει το σύστημα σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας; Θα είχε υπερτιμηθεί το γερμανικό μάρκο; Θα είχαν τα κράτη τοποθετήσει εμπορικούς φραγμούς, δίνοντας τέλος στην ενιαία αγορά. Θα είχε εξελιχθεί μια μεσιτική φούσκα στην Ισπανία; Θα είχαν οι κυβερνήσεις κάνει περισσότερες ή λιγότερες μεταρρυθμίσεις;
Είναι αδύνατον να θέσουμε μια γραμμή αντιπαραδειγμάτων με βάση την οποία θα μπορούσαμε να αξιολογήσουμε την επίδραση του ευρώ. Δε δικαιολογείται ωστόσο ο εφησυχασμός. Τα τελευταία 15 χρόνια, η οικονομική απόδοση της ευρωζώνης ήταν απογοητευτική, και το σύστημα πολιτικής της θα πρέπει να λογοδοτήσει.
Αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι το κατά πόσο ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα είναι ακόμη λογικό για το μέλλον. Αυτή η ερώτηση συχνά αποφεύγεται, καθώς το κόστος της εξόδου θεωρείται πολύ υψηλό για να την αναλογιστεί κανείς (και θα μπορούσε να είναι ακόμη υψηλότερο εάν η διάσπαση πραγματοποιηθεί εν μέσω κρίσης και εντείνει την αμοιβαία εχθρότητα μεταξύ των συμμετεχόντων χωρών). Επιπλέον, το κατέβασμα του διακόπτη στο ευρώ θα μπορούσε να απελευθερώσει τις σκοτεινές δυνάμεις του εθνικισμού και του προστατευτισμού. Ωστόσο, όπως υποστήριξε πρόσφατα ο Kevin O’Rourke της Οξφόρδης, αυτό δεν είναι ιδιαίτερα επαρκές επιχείρημα. Είναι το λογικό αντίστοιχο της συμβουλής προς ένα ζευγάρι να παραμείνει παντρεμένο επειδή το διαζύγιο είναι πολύ ακριβό.
Συνεπώς, έχει ακόμη νόημα το ευρώ; Αναμενόταν να αποφέρει τρία οικονομικά πλεονεκτήματα. Η νομισματική ένωση, είχε υποτεθεί, θα προήγαγε την οικονομική ενοποίηση, τονώνοντας τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της Ευρώπης. Αντ’ αυτού, το εμπόριο και οι επενδύσεις μέσα στην ευρωζώνη έχουν αυξηθεί ελάχιστα, και η προοπτική ανάπτυξης έχει μάλιστα αποδυναμωθεί. Αυτό οφείλεται εν μέρει στις εθνικές κυβερνήσεις, που αντί να επενδύσουν στην ενοποίηση του νομίσματος ώστε να μετατραπεί η ευρωζώνη σε οικονομική δύναμη, προσπάθησαν να διατηρήσουν την εναπομένουσα ισχύ τους. Αυτό ήταν ίσως λογικό πολιτικά, όμως δεν είχε οικονομικό νόημα: η τεράστια εγχώρια αγορά της Ευρώπης αποτελεί ένα από τα κύρια προσόντα της, και οι ευκαιρίες ενίσχυσής της δε θα πρέπει να σπαταλώνται.
Δεύτερον, υπήρχε η ελπίδα πως το ευρώ θα γινόταν μεγάλο διεθνές νόμισμα (ιδιαίτερα με δεδομένο ότι λίγες χώρες έχουν τους απαραίτητους νομικούς, χρηματοπιστωτικούς και πολιτικούς θεσμούς). Και, σύμφωνα με πρόσφατες στατιστικές της ΕΚΤ, αυτή η ελπίδα έχει σε μεγάλο βαθμό εκπληρωθεί. Με τη διεθνή χρήση του ευρώ να βρίσκεται πίσω μόνο από το αμερικάνικο δολάριο, αυτή η επιτυχία μπορεί να βοηθήσει την Ευρώπη ώστε να συνεχίσει τη να επηρεάζει την παγκόσμια οικονομική τάξη πραγμάτων, αντί να χάνεται στην ασυνάφεια.
Τρίτον, υπήρχε η (μάλλον επιπόλαιη) πίστη πως οι θεσμοί που διέπουν το ευρώ θα βελτίωναν τη συνολική ποιότητα της οικονομικής πολιτικής, ότι οι διευρωπαϊκές πολιτικές θα γίνονταν αυτόματα καλύτερες από τις εθνικές. Η δοκιμασία ήρθε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008: καθώς είχε υπερτιμήσει τη δημοσιονομική διάσταση της κρίσης και είχε υποτιμήσει την χρηματοπιστωτική της διάσταση, η ευρωζώνη απέδωσε χειρότερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Εάν το ευρώ πρόκειται να δημιουργήσει ευημερία, οι περαιτέρω μεταρρυθμίσεις του πολιτικού συστήματος είναι απαραίτητες. Ωστόσο, μια ατζέντα μπορεί να σχεδιαστεί και να πραγματοποιηθεί μόνο εάν υπάρχει ευρεία συναίνεση για τη φύση του προβλήματος. Και, όπως αναδεικνύει η συνεχιζόμενη διαμάχη για την Ελλάδα, δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία: οι συμμετέχουσες χώρες έχουν αναπτύξει αντικρουόμενες αναλύσεις των αιτιών της κρίσης χρέους, από τις οποίες εξάγουν αντικρουόμενες λύσεις.
Ο Richard Cooper του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ παρατήρησε κάποτε πως τις πρώτες ημέρες της διεθνούς συνεργασίας για τη δημόσια υγεία, ο αγώνας ενάντια σε διεθνείς ασθένειες παρεμποδιζόταν από την προσκόλληση των χωρών σε διαφορετικά μοντέλα μετάδοσης. Όλες υποστήριζαν τη συνεργατική ενέργεια, όμως δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε ένα σχέδιο, καθώς διαφωνούσαν για το πώς οι επιδημίες περνούσαν τα σύνορα.
Αυτό είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ευρωζώνη σήμερα. Ευτυχώς, δεν είναι αξεπέραστο, όπως δείχνουν οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και το ξεκίνημα της τραπεζικής ένωσης. Οι διαφωνίες δεν απέτρεψαν, επίσης, την ΕΚΤ να δράσει θαρραλέα, κάτι που δείχνει πως η διακυβέρνηση των θεσμών παίζει ρόλο. Το γεγονός, όμως, πως οι μεταρρυθμίσεις και οι ενέργειες έγιναν μόνο το τελευταίο διάστημα, και υπό την πίεση μιας έντονης κρίσης, αποτελεί αφυπνιστική υπενθύμιση της δυσκολίας στην επίτευξη συναίνεσης.
Η Ευρώπη δεν έχει το περιθώριο να χρονοτριβεί και να προσποιείται. Είτε τα μέλη της ευρωζώνης θα φτάσουν σε συμφωνία για μια ατζέντα διακυβέρνησης και πολιτικών μεταρρυθμίσεων που θα μετατρέψουν τη νομισματική ένωση σε μια μηχανή ευημερίας, ή θα προσκόπτουν συνεχώς από διαφωνία σε κρίση, μέχρι οι πολίτες να χάσουν την υπομονή τους, ή οι αγορές την εμπιστοσύνη τους.
Η σαφήνεια είναι απαραίτητη προϋπόθεση για σοβαρές συζητήσεις και φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις. Κάθε μεγάλος συμμετέχων έχει τώρα την υποχρέωση να ορίσει τι θεωρεί απαραίτητο, τι θεωρεί απαράδεκτο και τι είναι πρόθυμος να παραχωρήσει σε αντάλλαγμα για αυτό που θέλει.