Ο Μάριο Ντράγκι μπορεί να έχασε το συμπόσιο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ στο Jackson Hole φέτος, δεν μπορεί ωστόσο να αγνοήσει το συμπέρασμά του: οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να καθοδηγήσουν τον πληθωρισμό τόσο καλά όσο νόμιζαν.
Λιγότερους από έξι μήνες σε ένα πρόγραμμα ώθησης που ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είχε υποσχεθεί πως θα αναβίωνε την ανάπτυξη των καταναλωτικών τιμών, η ευρωζώνη αντιμετωπίζει ένα αποπληθωριστική πίεση καθώς η οικονομία της Κίνας επιβραδύνει και οι τιμές των προϊόντων καταρρέουν. Αυτήν την εβδομάδα, ο Ντράγκι μπορεί να αναγκαστεί να το παραδεχτεί, και να υποβιβάσει τις προβλέψεις του θεσμού για τον πληθωρισμό.
Ο νέος κίνδυνος για τις τιμές υπογραμμίζει το πώς στη 19μελή νομισματική ένωση – όπως και στις ΗΠΑ, στο Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες βιομηχανικές χώρες – ο μετρήσιμος πληθωρισμός είναι πολύ χαμηλότερος από τον στόχο και δε συγχρονίζεται με την ανάκαμψη. Το κατά πόσο αυτό θα ενισχύσει τις εκκλήσεις προς την ΕΚΤ να ενισχύσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης των 1,1 τρισεκατομμυρίων ευρώ θα εξαρτηθεί από το πώς ο Ντράγκι θα περιγράψει την περίπλοκη οικονομική εικόνα.
Οι άνθρωποι πιστεύουν πως «οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν πια τον έλεγχο πάνω στον πληθωρισμό και αυτό δεν είναι αλήθεια» είπε ο Jon Faust, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins σε συνέντευξή του στην ετήσια συνάντηση της Fed στο Jackson Hole. «Ο πληθωρισμός θα επιστρέψει, όμως η ακριβής χρονική στιγμή που θα γίνει αυτό είναι πολύ πιο δύσκολο να υπολογιστεί μέσα στο παρόν περιβάλλον.»
Κάτω από τον στόχο
Η ΕΚΤ προέβλεψε τον Ιούνιο ότι οι αυξήσεις τιμών στην ευρωζώνη θα έχουν μέσο όρο 1,4% του χρόνου και 1,8% το 2017, δεδομένου πως το πρόγραμμά της θα ολοκληρωθεί πλήρως. Αυτό θα σημείωνε την επιστροφή στον στόχο της διατήρησης του πληθωρισμού μόλις κάτω από το 2% μεσοπρόθεσμα.
Οι σημερινές αντιξοότητες, ωστόσο, θα μπορούσαν να σημαίνουν πως ο πιο βραχυπρόθεσμος πληθωρισμός θα είναι χαμηλότερος, δυσκολεύοντας την επίτευξη του στόχου. Η ετήσια αύξηση των τιμών επιβραδύνθηκε σε μόλις 0,1% αυτόν τον μήνα, το μικρότερο ποσοστό από τον Απρίλιο, σύμφωνα με έρευνα του -. Η στατιστική εταιρεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα δημοσιεύσει τα στοιχεία τη Δευτέρα.
Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θα συνεδριάσει στη Φρανκφούρτη από τις 2 Σεπτεμβρίου για να καθορίσει τη νομισματική πολιτική και ο Ντράγκι θα παρουσιάσει τις τριμηνιαίες οικονομικές προβλέψεις σε συνέντευξη τύπου την επόμενη ημέρα. Αξιωματούχοι συμπεριλαμβανομένου του εκτελεστικού μέλους του διοικητικού συμβουλίου Peter Praet, επικεφαλής οικονομολόγου της ΕΚΤ, είπαν την περασμένη εβδομάδα πως είναι έτοιμη να συνεχίσουν τη χαλάρωση εάν χρειαστεί, παρατείνοντας ή επεκτείνοντας την ποσοτική χαλάρωση.
Κενό γνώσης
«Οι μακροοικονομικές εκτιμήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ είναι πιθανό να δείξουν μιαν προς τα κάτω αναθεώρηση στις προβλέψεις για τον πληθωρισμό τόσο για το 2015 όσο και για το 2016, ως αποτέλεσμα ενός ισχυρότερου ευρώ και πιο αδύναμων τιμών πετρελαίου» έγραψε στους πελάτες του ο Philippe Gudin, επικεφαλής ευρωπαίος οικονομολόγος στο Barclays Plc στο Παρίσι. «Τώρα περιμένουμε να ανακοινωθεί περισσότερη χαλάρωση πριν το τέλος του έτους.»
Οι κεντρικοί τραπεζίτες θα έχουν την ευκαιρία να συζητήσουν τις προβλέψεις τους ξανά ξεκινώντας στις 4 Σεπτεμβρίου, όταν εκείνοι και οι υπουργοί Οικονομικών της Ομάδας των 20 θα συγκεντρωθούν στην Άγκυρα για διήμερη συνάντηση.
Στο Jackson Hole, οι ακαδημαϊκοί έφεραν χτυπήματα στη βεβαιότητα των κεντρικών τραπεζών για την ικανότητά τους και προβλέψουν και να διαχειριστούν την βασική τους μεταβλητή, αναδεικνύοντας μεγάλα κενά γνώσης για το πώς λειτουργεί ο πληθωρισμός.
Η Gita Gopinath του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ υποστήριξε πως η σχέση μεταξύ των τιμών και των συναλλαγματικών ισοτιμιών δεν είναι πλήρως κατανοητή. Ο Simon Gilchrist του Πανεπιστημίου της Βοστώνης είπε πως οι αυστηροί στόχοι πληθωρισμού μπορούν να επιδεινώσουν τα οικονομικά αποτελέσματα.
Επώδυνη διαδικασία
Ακόμη χειρότερα, η προσπάθεια επιρροής του πληθωρισμού χωρίς την κατανόησή του είναι «συνταγή για καταστροφή» σύμφωνα με τον καθηγητή στη σχολή διοίκησης του MIT Αθανάσιο Ορφανίδη, ο ίδιος πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Mark Carney είπε πως ενώ η επιβράδυνση στην Κίνα και η αναστάτωση των χρηματιστηρίων δε θα επηρεάσει την πολιτική πορεία του θεσμού, οι κεντρικές τράπεζες θα μπορούσαν να δείξουν ταπεινοφροσύνη.
«Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι για το πότε αποτυγχάνουμε» είπε. «Είναι μια επώδυνη διαδικασία, αλλά μπορεί να φέρει κάποια αξιοπιστία.»
Ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Vitor Constancio υποστήριξε επίσης πως το πολιτικό πλαίσιο του θεσμού του παραμένει σχετικό, παρ’ ότι δεν κατάφερε να προβλέψει ή να αποτρέψει την παρούσα περίοδο του πολύ χαμηλού πληθωρισμού, μειώνοντας το χάσμα μεταξύ του δυνητικού και του πραγματικού αποτελέσματος της οικονομίας.
Για τον Narayana Kocherlakota, πρόεδρο της ομοσπονδιακής τράπεζας της Μινεάπολις, ο κίνδυνος παραμένει πως ίσως υπάρχει μικρότερο περιθώριο απ’ αυτό που υποστηρίζεται για χαλάρωση πολιτικής. Τα επιτόκια αναφοράς σε όλες τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου είναι κοντά στο μηδέν, και συνολικά έχουν ρίξει τρισεκατομμύρια στα χρηματοπιστωτικά τους συστήματα από το ξεκίνημα της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
«Βλέπω την Ιαπωνία, την Ευρώπη, το Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά, βλέπουμε πως όλο και περισσότερες χώρες πλησιάζουν τα χαμηλότερα όριά τους» είπε ο Kocherlakota σε συνέντευξή του στο Jackson Hole. «Αυτή είναι μια πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι κεντρικές τράπεζες, όταν η συνολική ζήτηση είναι χαμηλή και αγγίζουν τα όρια του πολιτικού περιθωρίου.»