Η συζήτηση για το αν θα πρέπει η Ελλάδα να αφήσει την ευρωζώνη αναβίωσε την ιδέα πως η Γερμανία, και άλλες παρομοίως ισχυρές οικονομίες, θα βοηθούσαν καλύτερα την ήπειρο εάν ήταν εκείνες που έβγαιναν από τη νομισματική ένωση. Ωστόσο, παρ’ ότι αυτή η σκέψη μπορεί να παίρνει κάποια εύσημα, η πραγματοποίησή της θα ήταν κοντόφθαλμη, μη πρακτική και οικονομικά αμφίβολη.
Για αρχή, δε θα ήταν εύκολο να αποχωρήσει η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης από το κοινό νόμισμα. Οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση ενός τέτοιου ενδεχομένου θα προκαλούσε χάος στις χρηματοπιστωτικές αγορές, δεδομένων όλων των αμφιβολιών που συνοδεύουν τη διαδικασία.
Ακόμη πιο σημαντικά είναι τα οικονομικά λάθη του επιχειρήματος, τρία από τα οποία είναι αμέσως εμφανή. Πρώτον, οι υποστηρικτές της εξόδου της Γερμανίας, αποδίδουν υπερβολική πίστη στη δύναμη των πιο αδύναμων νομισμάτων να κινούν μια οικονομία. Υποστηρίζουν πως εάν έφευγε η Γερμανία, η υπόλοιπη ευρωζώνη θα προχωρούσε σε υποτίμηση και η υποτίμηση θα επανέφερε την ανάπτυξη. Αυτό είναι απίθανο να συμβεί.
Πριν από τη δημιουργία του ευρώ, χώρες όπως η Ιταλία, η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία – και μέχρι τη δεκαετία του 1980 και η Γαλλία – υποτιμούσαν συχνά τα νομίσματά τους. Το αποτέλεσμα ήταν πληθωρισμός με ελάχιστη ανάπτυξη. Ήταν ακριβώς οι επώδυνες συνέπειες των αποδυναμωμένων νομισμάτων τους που προέτρεψε αυτές τις χώρες να συμμετάσχουν σε μια νομισματική ένωση μαζί με τη Γερμανία.
Η υποτίμηση του νομίσματος μπορεί να ωθήσει τις εξαγωγές βραχυπρόθεσμα, όμως κάνει τις εισαγωγές πολύ πιο ακριβές, διαβρώνοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Οι εργαζόμενοι τότε απαιτούν υψηλότερους μισθούς για να αντισταθμίσουν. Εκτός και αν η κεντρική τράπεζα είναι πολύ ισχυρή και προετοιμασμένη να προκαλέσει μιαν οικονομική επιβράδυνση, οι υψηλότεροι μισθοί τείνουν να ανεβάσουν τον πληθωρισμό. Το αποτέλεσμα είναι συχνά μια συνεχής άνοδος μισθών και τιμών που γρήγορα αντισταθμίζει τα ανταγωνιστικά οφέλη του πιο αδύναμου νομίσματος.
Δεύτερον, οι υποστηρικτές της γερμανικής εξόδου επιχειρηματολογούν πως η οικονομία της είναι υπερβολικά ανταγωνιστική για να μοιραστεί ένα νόμισμα με πιο αδύναμους παίκτες, όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία. Αυτό είναι κολακευτικό για τη Γερμανία, αλλά επίσης λάθος. Από το 2000, η σωρευτική ανάπτυξη του ΑΕΠ της Γαλλίας ήταν ίδια με της Γερμανίας. Η Ιρλανδία και η Ισπανία τα πήγαν ακόμη καλύτερα, παρά τις βαθύτερες πτώσεις που αναγκάστηκαν να υποστούν κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται αποκλειστικά, ούτε και κατά κύριο λόγο, από τη συναλλαγματική ισοτιμία. Θεμελιώδη στοιχεία όπως η παραγωγικότητα, η παιδεία, η έρευνα και η ανάπτυξη, και το φορολογικό σύστημα, είναι πιο σημαντικά. Σε αυτά τα θέματα, η Γερμανία δεν είναι σε καμία περίπτωση σε διαφορετική κατηγορία. Αντιθέτως, η χώρα θα πρέπει να σταματήσει να αναπαύεται στις δάφνες τις και να επανεκκινήσει τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις εάν θέλει να διατηρήσει την ισχυρή της θέση στην ευρωζώνη και παγκοσμίως. Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν ανόητο να αναδιατάσσεται η νομισματική ένωση κάθε φορά που η σχετική ανταγωνιστικότητα των ξεχωριστών μελών αλλάζει.
Τέλος, οι προτείνοντες την έξοδο της Γερμανίας υποστηρίζουν πως η ευρωζώνη με τη σημερινή της μορφή έχει ριζικά λάθη (παρ’ ότι συνήθως διστάζουν να παρέχουν λεπτομέρειες για το ποια είναι αυτά). Αναμφισβήτητα, η ευρωζώνη δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις προϋποθέσεις μιας βέλτιστης νομισματικής ένωσης (οι οποίες συμπεριλαμβάνουν μια ανοικτή και ποικιλόμορφη οικονομία, ελεύθερη μετακίνηση κεφαλαίου και εργατικού δυναμικού, και ευέλικτες τιμές και μισθούς). Ωστόσο, παρ’ ότι η ευρωζώνη έχει σίγουρα πολλά περιθώρια βελτίωσης, η κρίση έχει επιφέρει μεγάλη πρόοδο σε όρους ενοποίησης και ευελιξίας. Η ευρωζώνη μπορεί να μην είναι τέλεια, αλλά είναι αρκετά καλή για να αντέξει.
Μία από τις πιο σημαντικές – που συχνά παραβλέπεται – προϋποθέσεις μιας επιτυχημένης νομισματικής ένωσης είναι η δυνατότητα των μελών της να συμφωνήσουν σε συγκεκριμένα θεμελιώδη ζητήματα της οικονομικής πολιτικής. Ανεξάρτητα από τις ιστορικές και πολιτισμικές διαφορές που παραμένουν μεταξύ των οικονομικών συστημάτων, για παράδειγμα, της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Γερμανίας, όλες αυτές οι χώρες συμφωνούν στις θεμελιώδεις αρχές μιας οικονομίας που βασίζεται στις αγορές. Το πιο σημαντικό, συμφωνούν πως είναι ο ιδιωτικός τομέας, και όχι το κράτος, υπεύθυνος για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, και πως η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη απαιτεί ανοιχτές αγορές αγαθών και εργασίας.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτές οι θεμελιώδεις ιδέες δε φαίνονται να είναι καθολικά αποδεκτές. Επί δεκαετίες, το κράτος λειτουργούσε ως εργοδότης πρώτης και τελευταίας επιλογής. Οι αγορές των αγαθών πνίγονταν από τη γραφειοκρατία, λόγω της επιρροής των κατεστημένων συμφερόντων. Αυτό το σύστημα μπορούσε να διατηρηθεί μόνο μέσο συνεχούς δημόσιου δανεισμού. Τα τελευταία 20 χρόνια – συμπεριλαμβανομένης της περιόδου πριν από την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ – το ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας ξεπερνούσε το 7% του ΑΕΠ.
Οι μισθοί και οι τιμές στην Ελλάδα έχουν ήδη πέσει επαρκώς για να επαναφέρουν την ανταγωνιστικότητα, τώρα η χώρα χρειάζεται ένα πλαίσιο στο οποίο η ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα μπορεί να ευδοκιμήσει. Εάν οι προϋποθέσεις που συνοδεύουν το τρίτο πακέτο διάσωσης βοηθήσουν την Ελλάδα να μετακινηθεί σε ένα πιο βιώσιμο οικονομικό μοντέλο, τότε και εκείνη θα έχει μέλλον στην ευρωζώνη.
Η επιβίωση της ευρωζώνης απαιτεί, κατά κύριο λόγο, όλες οι χώρες-μέλη της να έχουν ισχυρές και ευέλικτες οικονομίες, κάτι που σημαίνει πως όλες θα πρέπει να καταβάλλουν συνεχείς προσπάθειες για να παραμείνουν ανταγωνιστικές. Η διερώτηση για το κατά πόσο οι περισσότερο (ή λιγότερο) ανταγωνιστικές οικονομίες θα πρέπει να αφήσουν τη νομισματική ένωση μπορεί να είναι μια ενδιαφέρουσα διανοητική άσκηση. Ωστόσο, δε συμβάλλει ιδιαίτερα στο έργο που έχουμε μπροστά μας.