Από τον 19ο αιώνα, όταν τα οικονομικά, εντάσσοντας όλο και περισσότερο τα μαθηματικά και τη στατιστική, απέκτησαν επιστημονικές αξιώσεις, όσοι τα ασκούν έχουν κατηγορηθεί για έναν μεγάλο αριθμό αμαρτημάτων.
Οι κατηγορίες – μεταξύ αυτών για ύβρη, παράβλεψη των κοινωνικών στόχων πέραν του εισοδήματος, υπερβολική προσοχή στις επίσημες τεχνικές, και αποτυχία πρόβλεψης σημαντικών οικονομικών εξελίξεων, όπως μια χρηματοπιστωτική κρίση – προέρχονται συνήθως από άτομα εκτός του χώρου, ή από ετερόδοξους χώρους. Τελευταία, όμως, φαίνεται πως ακόμη και οι κορυφαίοι του πεδίου είναι δυσαρεστημένοι.
Ο νομπελίστας Paul Krugman έχει κάνει συνήθεια το να κατηγορεί την τελευταία γενιά των μακροοικονομικών μοντέλων για παράβλεψη των αναχρονιστικών κεϋνσιανών παραδοχών. Ο Paul Romer, ένας από τους εμπνευστές της νέας θεωρίας ανάπτυξης, έχει κατηγορήσει κάποια κορυφαία ονόματα, μεταξύ αυτών και τον νομπελίστα Robert Lucas, γι’ αυτό που αποκαλεί «mathiness» – χρήση των μαθηματικών με σκοπό τη σύγχυση και όχι το ξεκαθάρισμα.
Ο Richard Thaler, εξέχων συμπεριφορικός οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, έχει κατηγορήσει τους συναδέλφους του ότι αγνοούν τη συμπεριφορά στον πραγματικό κόσμο, υπέρ των μοντέλων που υποθέτουν πως οι άνθρωποι είναι ορθολογιστές κερδοσκόποι. Και ο καθηγητής οικονομικών Luigi Zingales, επίσης στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, υποστηρίζει πως οι ειδικοί του χώρου έχουν παρασύρει την κοινωνία, υπερβάλλοντας για τα πλεονεκτήματα που αποφέρει η χρηματοπιστωτική βιομηχανία.
Αυτού του είδους η κριτική εξέταση από τα μεγάλα ονόματα του χώρου είναι υγιής και καλοδεχούμενη, ιδιαίτερα σε έναν τομέα που στερείται σε μεγάλο βαθμό ενδοσκόπησης.
Υπάρχει, ωστόσο, και ένας ανησυχητικός τόνος σε αυτόν τον νέο κύκλο κριτικής, που θα πρέπει να ξεκαθαριστεί – και να απορριφθεί. Τα οικονομικά δεν είναι το είδος της επιστήμης όπου μπορεί να υπάρξει ποτέ ένα πραγματικό μοντέλο που δουλεύει καλύτερα υπό όλες τις συνθήκες. Το θέμα δεν είναι να «φτάσουμε σε συναίνεση για το ποιο μοντέλο είναι το σωστό», όπως το θέτει ο Romer, αλλά το να βρεθεί ποιο μοντέλο ταιριάζει καλύτερα σε ένα δεδομένο περιβάλλον. Και η πραγματοποίηση αυτού θα παραμείνει για πάντα τέχνη, και όχι επιστήμη, ιδιαίτερα όταν η επιλογή πρέπει να γίνει σε πραγματικό χρόνο.
Ο κόσμος της κοινωνίας διαφέρει από τον φυσικό επειδή είναι κατασκευασμένος από τον άνθρωπο και συνεπώς σχεδόν ατελείωτα εύπλαστος. Έτσι, σε αντίθεση με τις φυσικές επιστήμες, η οικονομολογία δεν προοδεύει επιστημονικά αντικαθιστώντας παλιά μοντέλα με καλύτερα, αλλά επεκτείνοντας τη συλλογή των μοντέλων, με το καθένα από αυτά να ρίχνει φως σε μια διαφορετική κοινωνική συγκυρία.
Για παράδειγμα, έχουμε πλέον πολλά μοντέλα αγορών με ατελή ανταγωνισμό και ασύμμετρη πληροφόρηση. Αυτά τα μοντέλα δεν έχουν κάνει τους προκατόχους τους, που βασίζονται στον τέλειο ανταγωνισμό, ξεπερασμένα ή άσχετα. Μας έχουν κάνει απλά να καταλάβουμε καλύτερα πως οι διαφορετικές συνθήκες χρειάζονται διαφορετικά μοντέλα.
Παρομοίως, τα συμπεριφορικά μοντέλα με έμφαση στην ευρετική λήψη αποφάσεων μας κάνουν καλύτερους αναλυτές για περιβάλλοντα όπου αυτές οι εκτιμήσεις μπορεί να είναι σημαντικές. Δεν αντικαθιστούν τα μοντέλα ορθολογιστικής επιλογής, τα οποία παραμένουν τα εργαλεία που επικαλούμαστε υπό διαφορετικές συνθήκες. Ένα μοντέλο ανάπτυξης που ταιριάζει στις προηγμένες χώρες μπορεί να είναι κακός οδηγός για αναπτυσσόμενες χώρες. Τα μοντέλα με έμφαση στις προβλέψεις είναι μερικές φορές τα πιο κατάλληλα για την ανάλυση του πληθωρισμού και των επιπέδων ανεργίας, άλλες φορές, μοντέλα με κεϋνσιανά στοιχεία κάνουν καλύτερη δουλειά.
Ο Jorge Luis Borges, ο αργεντινός συγγραφέας, έγραψε κάποτε μια σύντομη ιστορία – μία μοναδική παράγραφο – που είναι ίσως ο καλύτερος οδηγός για την επιστημονική μέθοδο. Σε αυτήν, περιέγραψε μία μακρινή περιοχή όπου η χαρτογραφία είχε φτάσει σε αστείες ακρότητες. Ο χάρτης ενός νομού ήταν τόσο λεπτομερής που καταλάμβανε μια ολόκληρη πόλη. Ο χάρτης της αυτοκρατορίας κάλυπτε έναν ολόκληρο νομό.
Με τον καιρό, οι χαρτογράφοι έγιναν ακόμη πιο φιλόδοξοι: ζωγράφισαν έναν χάρτη που ήταν μια ακριβής, ένα προς ένα αντίγραφο ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Όπως γράφει ο Borges, οι επόμενες γενιές δεν μπορούσαν να βρουν καμία πρακτική χρησιμότητα στον δύσχρηστο χάρτη. Έτσι, ο χάρτης αφέθηκε στην έρημο να σαπίσει, μαζί με την επιστήμη της γεωγραφίας που αντιπροσώπευε.
Το μήνυμα του Borges δεν έχει γίνει ακόμη κατανοητό από πολλούς κοινωνικούς επιστήμονες σήμερα: η κατανόηση προαπαιτεί απλοποίηση. Ο καλύτερος τρόπος αντίδρασης στην περιπλοκότητα της κοινωνικής ζωής δεν είναι η ανάπτυξη όλο και πιο λεπτομερών μοντέλων, αλλά η κατανόηση του πώς δουλεύουν ανά πάσα στιγμή οι διαφορετικοί αιτιολογικοί μηχανισμοί και ο εντοπισμός των πιο κατάλληλων σε μία συγκεκριμένη συνθήκη.
Χρησιμοποιούμε άλλον χάρτη όταν οδηγούμε από το σπίτι στη δουλειά, άλλον εάν ταξιδεύουμε σε μια άλλη πόλη. Ωστόσο, διαφορετικά είδη χαρτών χρειάζονται εάν πηγαίνουμε με το ποδήλατο, τα πόδια, ή σχεδιάζουμε να χρησιμοποιήσουμε τα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Η πλοήγηση ανάμεσα στα οικονομικά μοντέλα – η επιλογή αυτού που θα δουλέψει καλύτερα – είναι σημαντικά πιο δύσκολη από την επιλογή του σωστού χάρτη. Όσοι ασκούν την επιστήμη χρησιμοποιούν μια ποικιλία επίσημων και ανεπίσημων εμπειρικών μεθόδων με διαφορετική δεξιοτεχνία. Και είναι μεγάλη παράλειψη που η οικονομική εκπαίδευση δεν προσφέρει στους μαθητές τα εμπειρικά εργαλεία διάγνωσης που χρειάζεται ο κλάδος.
Ωστόσο, οι εσωτερικοί επικριτές του επαγγέλματος κάνουν λάθος όταν κατηγορούν τον κλάδο επειδή δεν έχει φτάσει σε συναίνεση για το «σωστό» μοντέλο (αυτό που προτιμούν οι ίδιοι, φυσικά). Ας διαφυλάξουμε τα οικονομικά με όλη τους την ποικιλομορφία – τα ορθολογιστικά και τα συμπεριφορικά, τα κεϋνσιανά και τα κλασσικά, τα πρώτα της λίστας και τα δεύτερα της λίστας, τα ορθόδοξα και τα ετερόδοξα – και ας αφιερώσουμε την ενέργειά μας στο να γίνουμε πιο σοφοί επιλέγοντας ποιο πλαίσιο να χρησιμοποιήσουμε και πότε.