Υπό τη σκιά του δίδυμου του δράματος της Ευρώπης, των προσφύγων και του ελληνικού χρέους, αναβράζει η διαφωνία για πώς θα ενισχυθεί η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση ύστερα από έξι χρόνια εξουθενωτικής κρίσης.
Αντίπαλοι στη σύγκρουση είναι αυτοί που πιστεύουν πως η ευρωζώνη των 19 κρατών θα πρέπει να κάνει ένα τολμηρό βήμα προς την ομοσπονδιακή ενοποίηση για να επιβιώσει ως ζώνη ενός σταθερού νομίσματος από τη μία, και αυτοί που υποστηρίζουν πως ελλείψει δημόσιας και πολιτικής προθυμίας για κατανομή κυριαρχίας, η Ευρώπη θα πρέπει να συνεχίσει να τα καταφέρνει όπως μπορεί, με μέτριες, σταδιακές αλλαγές.
Οι επικεφαλείς πέντε θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρότειναν τον Ιούνιο μια σειρά βημάτων για τα επόμενα δύο χρόνια, ώστε να ενισχυθεί η τραπεζική ένωση της περιοχής, να ενοποιηθούν καλύτερα οι αγορές κεφαλαίων, ενέργειας και οι ψηφιακές αγορές, να ενθαρρυνθεί ο οικονομικός ανταγωνισμός και να καλυφθούν οι μακροοικονομικές ανισότητες χωρίς να αλλάξουν οι συνθήκες της ΕΕ.
Ακόμη και αυτές οι σχετικά μετριοπαθείς προτάσεις αντιμετωπίζουν αντιστάσεις, κυρίως στο Βερολίνο, όπου η άρνηση περαιτέρω διανομής επιβάρυνσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι ριζωμένη βαθιά.
Περισσότερο φιλόδοξες ιδέες ανθίζουν επίσης στο Παρίσι και στα κεντρικά γραφεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Φρανκφούρτη.
Μέσα σε ημέρες από το κλείσιμο της συμφωνίας της ευρωζώνης για να κρατήσει την Ελλάδα στη νομισματική ένωση με ένα τρίτο πρόγραμμα διάσωσης, γάλλος υπουργός και ανώτερος κεντρικός τραπεζίτης απηύθυναν αίτημα για υπουργείο Οικονομικών της ευρωζώνης, με δικό του προϋπολογισμό και κοινοβούλιο και τη δύναμη να επιβλέπει τις εθνικές οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές.
Ο υπουργός Οικονομίας Εμανουέλ Μακρόν είπε πως το Παρίσι και το Βερολίνο θα πρέπει να αφήσουν πίσω τους τις συστολές του παρελθόντος για την κατανομή κυριαρχίας και κινδύνου και να «επανεφεύρουν» την Ευρώπη και να κάνουν την Ευρώπη να δουλέψει.
«Για τους γάλλους, αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν τέλος μια και καλή στις παλιές συνήθειες. Επίσης σημαίνει πως οι γερμανοί θα πρέπει να σπάσουν τα ταμπού τους» είπε στη Sueddeutsche Zeitung.
«Εάν τα κράτη-μέλη δεν είναι έτοιμα για οποιασδήποτε μορφής χρηματοπιστωτικές μεταφορές στη νομισματική ένωση, όπως συμβαίνει σήμερα, τότε μπορείτε να ξεχάσετε το ευρώ και την ευρωζώνη.»
Ο Μακρόν, υπέρμαχος των επιχειρήσεων και νέος μεταρρυθμιστής στη σοσιαλιστική κυβέρνηση στο Παρίσι, είπε πως μια ευρωπαϊκή οικονομική κυβέρνηση, υπό την ηγεσία ενός υπερ-επίτροπου, θα πρέπει να μπορεί να δανείζεται από τις αγορές και να έχει ξεχωριστό προϋπολογισμό μεγαλύτερο από το 1% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ξεχωριστά, το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μπενουά Κερέ αιτήθηκε τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού υπουργείου Οικονομικών υπό την επίβλεψη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Θα ήταν υπεύθυνο για την αποτροπή οικονομικών και δημοσιονομικών ανισοτήτων, τη διαχείριση των κρίσεων και να χειρίζεται τον προϋπολογισμό της ευρωζώνης, καθώς και να εκπροσωπεί τις κυβερνήσεις τις ευρωζώνης στους διεθνείς οικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς θεσμούς.
Η αντίδραση της Γερμανίας, την κυρίαρχη οικονομική και πολιτική δύναμη της ευρωζώνης, ήταν διστακτική, αλλά όχι απορριπτική.
Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ είπε πως η ενίσχυση της ευρωζώνης θα είναι πιθανώς μια σταδιακή διαδικασία, καθώς λίγες κυβερνήσεις είναι πρόθυμες να αλλάξουν τις ιδρυτικές συνθήκες της ΕΕ, που θα απαιτούσαν την έγκριση μέσω δημοψηφίσματος σε αρκετές χώρες.
Το Βερολίνο και το Παρίσι εργάζονται για τη βελτίωση της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης, τη δημιουργία ένωσης κεφαλαιαγοράς και την ανάπτυξη πιο αποτελεσματικής διακυβέρνησης για την ενθάρρυνση του οικονομικού ανταγωνισμού, είπε, και κάποιες επιπλέον χρηματοπιστωτικές παροχές θα μπορούν τότε να ληφθούν υπόψη για να βοηθήσουν τις χώρες να πραγματοποιήσουν τις μεταρρυθμίσεις.
Παραμένει ασαφές εάν η Γαλλία θα είναι πιο πρόθυμη απ’ ότι ήταν στο παρελθόν να παραχωρήσει κυριαρχία επί της δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής και εάν η Γερμανία θα είναι τότε πρόθυμη να μοιραστεί τον κίνδυνο μέσω κοινού προϋπολογισμού της ευρωζώνης ή κοινοποίηση χρέους.
Προς το παρόν, το Βερολίνο κάνει πίσω ακόμη και στις πιο μετριοπαθείς προτάσεις, για κοινή εξασφάλιση των σχημάτων ασφάλισης καταθέσεων των εθνικών τραπεζών.
Η άνοδος των αντιευρωπαϊκών λαϊκιστικών κομμάτων σε πολλά κράτη-μέλη, μεταξύ αυτών και στη Γαλλία, κάνει την πιο στενή ενοποίηση της ευρωζώνης πολιτικά επικίνδυνα, όμως όχι και αδύνατη.
Ο εντοπισμός της λύσης γίνεται πιο δύσκολος, καθώς οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει στο τι προκάλεσε την κρίση.
Η τυπική γερμανική αφήγηση κατηγορεί τις σπάταλες κυβερνήσεις και τα παραφουσκωμένα κόστη εργασίας στις ανατολικές χώρες. Κατά συνέπεια, η λύση που προτείνει το Βερολίνο είναι η λιτότητα, για να μειωθούν τα ελλείμματα και να χαμηλώσουν τα κόστη των μισθών, ώστε να επανέλθει η ανταγωνιστικότητα.
Πολλοί οικονομολόγοι, ωστόσο, υποστηρίζουν πως έκρηξη στις εξαγωγές της Γερμανίας και ο περιορισμός των μισθών δημιούργησε ανισότητες στην ευρωζώνη, μαζί με την αύξηση του ιδιωτικού χρέους στις περιφερειακές χώρες, ύστερα από μια αύξηση κατασκευών που πυροδοτήθηκε από τα χαμηλά επιτόκια και τους απερίσκεπτους δανεισμούς.
Σε αυτήν την περίπτωση, η λύση θα βρισκόταν στην ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης στη Γερμανία και στην εύρεση τρόπου διαγραφής ή κοινοποίησης μέρους του χρέους που επιβαρύνει τις χώρες σε κρίση.
Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ παραδέχτηκε την περασμένη εβδομάδα πως οι οικονομίες της ευρωζώνης έχουν διαφοροποιηθεί κατά τη διάρκεια, με την ανεργία και την ανισότητα να αυξάνονται και τη δυνατότητα ανάπτυξης να συρρικνώνεται, πυροδοτώντας δημόσιες αμφιβολίες για το νόμισμα.
Ο Γιούνκερ, ένας από τους αρχιτέκτονες του 16ετούς ευρώ, υποσχέθηκε να εργαστεί από τα μέσα του 2017 για τη δημιουργία υπουργείου Οικονομικών της ευρωζώνης, χτισμένο πάνω στο υπάρχον ταμείο διάσωσης της ένωσης, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, για να στηρίξει την οικονομία.
Αυτές οι αλλαγές, όπως και το να γίνει η ευρωπαϊκή επιτήρηση στις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές πιο δεσμευτική, θα προαπαιτούσε αλλαγές στις συνθήκες της ΕΕ, τις οποίες ούτε η Γερμανία ούτε η Γαλλία θέλουν να αναφέρουν πριν από τις εθνικές εκλογές του 2017.
Οικονομολόγοι όπως ο Paul de Grauwe της Σχολής Οικονομικών του Λονδίνου ανησυχούν πως η σεμνή οικονομική ανάκαμψη που βρίσκεται σε εξέλιξη θα προκαλέσει εφησυχασμό, αποθαρρύνοντας τις αρχιτεκτονικές αλλαγές που χρειάζονται για να διορθωθούν τα σχεδιαστικά λάθη της νομισματικής ένωσης.
Υποστηρίζει τη συγκέντρωση των κατάλοιπων εθνικών χρεών υπό μία κοινή δημοσιονομική αρχή της ευρωζώνης για να μειωθεί η έκθεση των χωρών στις μεταβολές της αγοράς, και τη δημιουργία μηχανισμού ασφάλισης που θα εξουδετερώνει τις οικονομικές αναταραχές εντός της ευρωζώνης.
Άλλες ιδέες που αναφέρθηκαν σε συνεδρίαση που φιλοξένησε η αυστριακή κεντρική τράπεζα για την ολοκλήρωση της νομισματικής ένωσης συμπεριλαμβάνουν το κοινό σχήμα ασφάλισης ανέργων της ευρωζώνης σε περιόδους κρίσης, δίνοντας περισσότερη ισχύ στις Βρυξέλλες, για να οδηγεί τις χώρες να διορθώνουν τις μακροοικονομικές ανισότητες, ακόμη και να – αιρετικά – δανείζεται από την ΕΚΤ για να χρηματοδοτεί δημόσιες επενδύσεις στις υποδομές.
Ο διοικητής της αυστριακής κεντρικής τράπεζας Ewald Nowotny, που διοργάνωσε την εκδήλωση, καλωσόρισε τις νέες ιδέες που απευθύνονται στα θεσμικά λάθη της ευρωζώνης αλλά προειδοποίησε για αυτό που αποκάλεσε «κινδυνολογία» και «δραματικές αποχρώσεις».
«Είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο να πούμε πως πρέπει να κάνουμε ριζοσπαστικές αλλαγές, αλλιώς όλα θα τελειώσουν» είπε. «Γνωρίζουμε πως δε θα έχουμε ριζοσπαστικές αλλαγές στο άμεσο μέλλον… Συνεπώς, σύμφωνα με αυτή τη λογική, η Ευρώπη θα έπρεπε να καταρρεύσει.»