Η παρατεταμένη κρίση του ελληνικού χρέους και η συνεχιζόμενη εισροή προσφύγων στην Ευρώπη έχουν πυροδοτήσει μια διαμάχη για τον ρόλο της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχει γίνει η Γερμανία ηγεμόνας της Ευρώπης;
Και εάν όχι, θα πρέπει να αναλάβει αυτόν τον ρόλο, όπως έχουν προτείνει κάποιοι σχολιαστές, για να αποτρέψει την αποτυχία των ευρωπαϊκών σχεδίων;
Η ιδέα της γερμανικής ηγεμονίας – όπως θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο για οποιονδήποτε μελετητή της ιστορίας – είναι αυτοκαταστροφική. Αντ’ αυτού, η Γερμανία θα πρέπει να αναλάβει τη θέση του «Γενικού Διευθυντή Διευκόλυνσης» όπως το έθεσε ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Frank-Walter Steinmeier, εστιάζοντας στην ενίσχυση της ΕΕ δημιουργώντας των απαραίτητων συνθηκών για μια πραγματικά κοινή, ευρωπαϊκή εξωτερική και πολιτική ασφαλείας, μία πολιτική που θα προετοιμάσει ενεργά την ήπειρο για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έχει μπροστά της. Ρίχνοντας όλο της το βάρος σε αυτό το έργο, η Γερμανία όχι μόνο θα προωθούσε την επιρροή της Ευρώπης στον κόσμο, αλλά θα έδινε και τέλος στη συζήτηση περί ηγεμονίας.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας του 2007 βασίστηκε στην ιδέα πως η ευημερία και η ασφάλεια της ΕΕ εξαρτώνται από τη διάθεση των μελών της να δουν πέρα από τα τοπικά τους συμφέροντα και να ενεργήσουν συνεργατικά, προς το κοινό τους όφελος. Για να επιτευχθεί αυτό, η συνθήκη δημιούργησε πόστα, όπως αυτό του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, οι αξιωματούχοι των οποίων θα μπορούσαν να μιλήσουν εκ μέρους ολόκληρης της Ευρώπης.
Όπως σημείωσε κάποτε ο πρώην βέλγος πρωθυπουργός Paul-Henri Spaak, «υπάρχουν μόνο δύο είδη κρατών στην Ευρώπη: τα μικρά κράτη, και τα μικρά κράτη που δεν έχουν ακόμη καταλάβει ότι είναι μικρά». Δυστυχώς, προς το παρόν, πολλά από τα κράτη-μέλη της ΕΕ ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία.
Τα δύο νέα αξιώματα που θεσμοθετήθηκαν από τη Συνθήκη της Λισαβόνας έχουν βοηθήσει την ΕΕ να καταφέρει κάποιες σημαντικές επιτυχίες – με τις πιο αξιοσημείωτες να είναι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με το Ιράν και τη Σερβία και το Κόσσοβο. Δεν έχει υπάρξει, ωστόσο, συνεχής προσπάθεια ενίσχυσης της δικαιοδοσίας τους. Πολύ συχνά, σε ότι αφορά την αντιμετώπιση κρίσεων εξωτερικής πολιτικής και τις στρατηγικές προκλήσεις, οι θεσμοί της ΕΕ αναλαμβάνουν πολύ μικρό ρόλο. Η κρίση της Ουκρανίας, όπου η Γαλλία και η Γερμανία ανέλαβαν τα ηνία, δεν είναι παρά ένα από τα πολλά παραδείγματα.
Παρ’ όλα αυτά, και ενώ ο ευρωσκεπτικισμός βρίσκεται σε άνοδο σε ολόκληρη την ήπειρο, συνεχίζει να υπάρχει ευρεία στήριξη για μια κοινή, πιο ισχυρή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική. Σε ένα πρόσφατο άρθρο στους Financial Times, ο πρώην πολωνός υπουργός Εξωτερικών Radosław Sikorski, περιέγραψε πώς θα μπορούσε αυτό να επιτευχθεί. Όταν προκύπτει ζήτημα εξωτερικής πολιτικής, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να προσδιορίζουν εάν αυτό θα πρέπει να αντιμετωπιστεί από τα κράτη ξεχωριστά ή σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων όπου θα προτιμάται η κοινή δράση, τα κράτη-μέλη θα παρέχουν πλήρη στήριξη στην ΕΕ. Ως αποτέλεσμα, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Donald Tusk, η ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ Federica Mogherini και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κομισιόν Jean-Claude Juncker, θα έπαιζαν πρωτεύοντες ρόλους στην ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική.
Δυστυχώς, αυτό είναι πολύ μακριά από τη θεσπισμένη πρακτική. Τα μέλη της ΕΕ τείνουν να προχωρούν σε ασύμφωνες πολιτικές, αποδυναμώνοντας αντί να ενισχύουν την παγκόσμια θέση της Ευρώπης. Και δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που οι κυβερνώντες στην Κίνα και τη Ρωσία απολαμβάνουν περισσότερο από το να στρέφουν τα μέλη της ΕΕ το ένα εναντίον του άλλου.
Η Γερμανία έχει την ευκαιρία να παρέχει ένα αντίβαρο στις μακροχρόνιες βρετανικές ενστάσεις σε μια κοινή εξωτερική πολιτική. Χρησιμοποιώντας τη σημαντική της επιρροή προς όφελος της συναινετικής, στρατηγικά εστιασμένης ξένης πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, η Γερμανία θα πετύχαινε ταυτόχρονα δύο βασικούς στόχους: μιαν ισχυρότερη και πιο ικανή ΕΕ και μιαν πιο ευρωπαϊκή Γερμανία.
Ένα καλό σημείο έναρξης θα ήταν να ανταποκριθεί στις μακροχρόνιες εκκλήσεις για τη στενότερη ενοποίηση των ενόπλων δυνάμεων των μελών της ΕΕ. Η Γερμανία θα πρέπει να ρίξει το βάρος της υπέρ της «συγκέντρωσης και κατανομής» των στρατιωτικών πόρων, ακόμη και εάν το Ηνωμένο Βασίλειο αντιστέκεται σε μια τέτοια προσπάθεια. Άλλωστε, ο καιρός που τα κράτη-μέλη της ΕΕ πήγαιναν μόνα στον πόλεμο τελείωσε περισσότερο από τρεις δεκαετίες πριν, με τον πόλεμο των Φόκλαντ.
«Καημένη Γερμανία» είχε πει κάποτε ο Henry Kissinger. «Πολύ μεγάλη για την Ευρώπη, πολύ μικρή για τον κόσμο.» Ευτυχώς, η Γερμανία έχει τον τρόπο να ξεφύγει από αυτήν την παγίδα. Ως ενεργό και εποικοδομητικό κομμάτι της ΕΕ, η Γερμανία είναι αρκετά μεγάλη για τον κόσμο, και την ίδια στιγμή όχι υπερβολικά μεγάλη για τους γείτονές της.
Όπως έγραψαν πρόσφατα ο Steinmeier και ο γερμανός υπουργός Οικονομίας Sigmar Gabriel, «μόνο μαζί, και μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα μπορέσουμε να βρούμε λογικές λύσεις». Αναφέρονταν στην προσφυγική κρίση, θα μπορούσαν, ωστόσο, πολύ εύκολα να μιλούν και για τη θέση της Γερμανίας στην ΕΕ σήμερα.