Εν μέσω της πολιτικής καταιγίδας που πυροδότησαν οι αχαλίνωτες μεταναστευτικές πολιτικές της Γερμανίας, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρουσίασε πριν από δύο εβδομάδες μιαν οικονομική λογική για να στηρίξει μιαν ανοικτή αναζήτηση γερμανικών επιχειρήσεων για τα κύματα του ξένου εργατικού δυναμικού.
Ένας από τους αντιπροέδρους της ΕΚΤ, ακολουθούμενος από τον πρόεδρο της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, υποστήριξε εμφατικά πως η ευρωζώνη χρειάζεται έναν αυξανόμενο αριθμό εισρέουσας εργασίας, εάν δε θέλει να καταδικαστεί σε αναπόφευκτη οικονομική ακινησία, ή και χειρότερα.
Τεχνικά, το επιχείρημα των ευρωπαίων κεντρικών τραπεζιτών είναι αδιάσειστο. Στα πέντε χρόνια μέχρι το 2014, η μέση ετήσια ανάπτυξη της ενεργής εργατικής δύναμης της ευρωζώνης βρισκόταν στο ζοφερό 0,3% – μία απότομη και αδιαμφισβήτητη επιβράδυνση από το ήδη αδύναμο 0,7% μέσης ετήσιας ανάπτυξης των προηγούμενων 20 ετών.
Ο κίνδυνος είναι ξεκάθαρος. Μια τέτοια μείωση στην προσφορά εργασίας δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από παραγωγικές διαδικασίες με έμφαση στο κεφάλαιο, ώστε να συνεχίσει η οικονομία να αναπτύσσεται και να δημιουργείται αρκετός πλούτος για να καλύψει τις δημόσιες χρηματοδοτικές ανάγκες και την διατήρηση των ευρωπαϊκών κρατών πρόνοιας.
Και ούτε μπορεί αυτό να δημιουργήσει μιαν οικονομία που θα προσφέρει πλήρη εργασία και ανεκτή σταθερότητα τιμών.
Εδώ και πάλι, τα δεδομένα της ευρωζώνης είναι ανησυχητικά. Μεταξύ του 2010 και του 2014, το δυναμικό ανάπτυξης της περιοχής (μια μεταβλητή που υπολογίζεται από το άθροισμα της ανάπτυξης της προσφοράς εργασίας και την παραγωγικότητα) υπολογιζόταν στο ετήσιο ποσοστό του 0,7%. Αυτή είναι επίσης μια τεράστια πτώση από το 1,9% μέσης ετήσιας ανάπτυξης των προηγούμενων είκοσι ετών.
Το αποτέλεσμα είναι το εξής: στα δύο πρώτα τρίμηνα αυτού του έτους, η ευρωζώνη αναπτυσσόταν με ένα ετήσιο ποσοστό του 1%, και το ποσοστό ανεργίας τον Ιούλιο έμεινε κολλημένο στο 10,9% – σημειώνοντας ελάχιστη πρόοδο από το 11,5% που παρατηρήθηκε τον ίδιο μήνα του περασμένου έτους.
Να και κάτι που οι γερμανοί, η Ευρωπαϊκή Κομισιόν και η ΕΚΤ θα πρέπει να σκεφτούν.
Αυτό το ποσοστό του 10,9% ανεργίας μας λέει πως αυτή τη στιγμή υπάρχουν 15,532 εκατομμύρια άνθρωποι χωρίς δουλειά στις 19 χώρες της νομισματικής ένωσης. Τα πράγματα γίνονται χειρότερα για τα 28 μέλη της ΕΕ: 23,067 εκατομμύρια ανδρών και γυναικών δεν μπόρεσαν να βρουν δουλειά τον Ιούλιο.
Ίσως η πιο στενάχωρη στατιστική είναι πως 3,093 εκατομμύρια νέοι άνθρωποι (κάτω από την ηλικία των 25 ετών) στην ευρωζώνη δεν έχουν δουλειά, με αυτόν τον αριθμό να φτάσει στα 4,634 εκατομμύρια εάν δούμε συνολικά την ΕΕ. Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα θλιβερή και σοβαρή σε χώρες με πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας στους νέους, όπως η Ελλάδα (51,8%), η Ισπανία (48,6%) και η Ιταλία (40,5%).
Το ερώτημα είναι: γιατί οι γερμανικές επιχειρήσεις δεν εκμεταλλεύονται το τεράστιο απόθεμα της πρόθυμης και μορφωμένης εργατικής δύναμης προτού πιέσουν την κυβέρνηση να ανοίξει τα σύνορα και να επιταχύνει τις διαδικασίες για τους μετανάστες από χώρες εκτός ΕΕ, υποστηρίζοντας πως χρειάζονται επειγόντως 550.000 εργαζόμενους για να καλύψουν τις υπάρχουσες κενές θέσεις εργασίας;
Είναι λιγότερο στενάχωρο να βλέπουν νέους πορτογάλους (όπου η ανεργία βρίσκεται στο 33,3%) να πηγαίνουν στην Αγκόλα και τη Μοζαμβίκη, απελπισμένοι να βρουν δουλειά και μέλλον; Ή τους νέους ισπανούς που εξεγείρονται στους δρόμους, κατηγορώντας την κυβέρνηση πως τους εξωθεί να μεταναστεύσουν. Ή το σκληρό βουλγαρικό αστείο (όπου η ανεργία των νέων βρίσκεται στο 23%) πως ο δρόμος με τη μεγαλύτερη κίνηση στη χώρα είναι η λεωφόρος που οδηγεί στο αεροδρόμιο της Σόφιας.
Σε καμία περίπτωση δε θέλουμε να δείξουμε αναισθησία στη δυστυχία των μεταναστών από τις μαστιζόμενες από τον πόλεμο περιοχές, όπως το Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Συρία και τη Νότιο και Κεντρική Αφρική. Θέλουμε απλά να δείξουμε πως υπάρχει κάτι βαθιά ανησυχητικό στην αδιαφορία της Γερμανίας για τη φτώχεια και την ένδεια 23,067 εκατομμυρίων ευρωπαίων, με αιτιολογία ότι τα σύνορα πρέπει να ανοίξουν λόγω της έλλειψης της άμεσα διαθέσιμης εργατικής δύναμης. Αυτό μοιάζει με ένα ακόμη σκληρό αστείο.
Πιο σοβαρό είναι το γεγονός πως μια τέτοια πολιτική παραβιάζει την ιερή αρχή της «κοινοτικής προτίμησης» (προτίμηση μιας ευρωπαϊκής προσφοράς). Και αυτό γίνεται από μια χώρα, τη Γερμανία, που επιμένει, όποτε είναι βολικό, στον αλάθητο σεβασμό προς τους κανόνες και τα εμπορικά έθιμα της ΕΕ.
Στην περίπτωση της Γερμανίας αυτό αντιπροσωπεύει επίσης μια σύντομη εξομολόγηση του γεγονότος πως το πλεόνασμα της χώρας από το εμπόριο με τους ευρωπαίους εταίρους βρίσκεται στον ετήσιο ρυθμό των 144 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αυτά είναι περίπου τα δύο τρίτα του καθαρού εισοδήματος από το σύνολο του εξωτερικού εμπορίου της.
Ως αυτόκλητος ηγέτης ολόκληρης της Ευρώπης, η Γερμανία φέρει σημαντική ευθύνη για τη δυσεπίλυτη προσφυγική κρίση. Ακολουθεί ένα παράδειγμα. Στις 13 Ιουλίου του 2008, οι γάλλοι ξεκίνησαν τη Μεσογειακή Ένωση, μια ένωση 43 κρατών με την ενθουσιώδη στήριξη του Ισραήλ και της Αιγύπτου, με μια σπάνια συμφωνία για εμπόριο, επενδύσεις και πολιτική σταθερότητα στη βόρειο Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Όμως το εγχείρημα σταμάτησε από τη Γερμανία. Η Άνγκελα Μέρκελ φέρεται να είπε πως το σχέδιο «διακινδύνευε να διασπάσει και να απειλήσει τον πυρήνα της ΕΕ».
Οι γάλλοι το είδαν διαφορετικά. Κατά την άποψή τους, η Γερμανία δεν ήθελε να δει τη Γαλλία να ηγείται μιας τόσο μεγάλης ομάδας εθνών. Το Βερολίνο προτιμούσε να προωθήσει τη δική του «Ανατολική Εταιρική Σχέση», όπου θα μπορούσε να ασκήσει απερίφραστη επιρροή στην παραδοσιακή του γειτονιά. Το γεγονός πως αυτό έφερε την ΕΕ σε πορεία σύγκρουσης με τη Ρωσία (στην Ουκρανία, τη Μολδαβία, τη Γεωργία και τα Βαλκάνια) είναι μια άλλη ιστορία.
Όμως οι γάλλοι δεν έχουν παρά να κατηγορήσουν τον εαυτό τους. Αυτή η επικίνδυνα ανισόρροπη πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη είναι αποτέλεσμα μιας καταστροφικής γαλλικής πολιτειακής οργάνωσης από την άνοιξη του 2007. Αυτή έχει πλέον θέσει τις βάσεις για μια ανίερη συμμαχία της γαλλικής άκρας δεξιάς (με 30% στις δημοσκοπήσεις) και της άκρας αριστεράς, και οι δύο εκ των οποίων αντιπαθούν σφόδρα τη Γερμανία. Αυτές οι νέες δυνάμεις έχουν σκορπίσει μιαν έντονη γερμανοφοβία σε ολόκληρο το γαλλικό πολιτικό φάσμα, πρωτοφανή για τη μεταπολεμική περίοδο.
Η ΕΕ διασπάται. Η ανεξέλεγκτη προσφυγική κρίση απλά επιταχύνει μια διαδικασία που σιγοβράζει εδώ και καιρό. Είναι τρομακτικό να ακούει κανείς τον πολωνό πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κομισιόν πως εκατομμύρια ανθρώπων βρίσκονται στον δρόμο μιας ακατάπαυστης εισροής προσφύγων. Θα δούμε περισσότερα τείχη, συρματοπλέγματα και ένοπλες δυνάμεις να προσπαθούν να ανατρέψουν το ρεύμα.
Αυτή είναι μια στενάχωρη και διχαστική εξέλιξη. Επιδεινώνει σημαντικά μιαν οικονομικά και πολιτικά ασταθή κατάσταση στην ΕΕ και τα Βαλκάνια. Οι μετανάστες θα είναι περισσότερο βάρος παρά συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη της ΕΕ. Ακόμη και με την ηρωική υπόθεση πως τα γεγονότα που ξετυλίγονται είναι διαχειρίσιμα, θα χρειαστούν χρόνια μέχρι αυτοί οι μετανάστες να γίνουν παραγωγικά μέλη της ευρωπαϊκής κοινωνίας.
Εάν ακόμη πιστεύετε στο ευρώ, ένα είναι σίγουρο: η ΕΚΤ θα κάνει το καθήκον της για να συντηρήσει το νόμισμα για όσο της το επιτρέπει η δικαιοδοσία της. Πόσο θα έχει ακόμη αυτή τη δικαιοδοσία δεν το γνωρίζει κανείς σίγουρα.
Η Γαλλία φέρει σημαντική ευθύνη για όλα αυτά. Η ασυγχώρητη κακή διαχείριση των οικονομικών και των πολιτικών τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν αφήσει την ΕΕ χωρίς πηδάλιο. Η Γερμανία, ωστόσο, δεν πρέπει να βιαστεί να κάνει προπόσεις με το sekt της (γερμανικό, αφρώδες κρασί). Δεν υπάρχει τίποτα να γιορτάσει. Οι γερμανοί μπορεί να έχουν κληρονομήσει ένα άδειο κέλυφος.