Δύο πράγματα μεταφέρουν αυτήν την ερώτηση από το τελείως εξωφρενικό στο απόλυτα πιθανό.Πρώτον, οι πολιτικοί παράγοντες σε όλον τον κόσμο έχουν ουσιαστικά εξαντλήσει όλα τους τα πυρομαχικά.
Πάρτε για παράδειγμα την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Στο ξεκίνημα του 2008, το επίσημο επιτόκιό της βρισκόταν στο 3,5%. Θα έκλεινε τη χρονιά στο μηδέν – αφού η Lehman κατέρρευσε τον Σεπτέμβριο, πυροδοτώντας την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση – και εκεί παρέμεινε το επιτόκιό της από τότε.
Επίσης, η Fed είναι τώρα παραγεμισμένη με πάνω από 4 τρισεκατομμύρια δολάρια χρεογράφων, είτε του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών είτε ενυπόθηκα, τα οποία αγόρασε για να εξαναγκάσει τεχνητά τα επιτόκια να πέσουν.
Μπορεί να φτάσει το επίσημο επιτόκιο στα αρνητικά πεδία – υπάρχει ένα σχόλιο («εκεί έξω», είναι η αλήθεια) που λέει πως θα πρέπει να φτάσει στο μείον 5% προτού τελειώσουν όλα αυτά; Και θα μπορούσε να αγοράσει ακόμη περισσότερο χρέος, «δημιουργώντας χρήματα» από χτυπήματα των πλήκτρων του υπολογιστή;
Θεωρητικά, η απάντηση και στις δύο ερωτήσεις είναι μάλλον ναι. Όμως μπορεί κανείς σοβαρά να πιστέψει πως αυτό θα παρήγαγε «καλό αποτέλεσμα»;
Δεύτερον, και ζητάμε συγνώμη από τον Kevin Rudd και τον Wayne Swan – και τον Ken Henry που ίσως μπορέσει τώρα να παρακολουθήσει μιαν χρηματοπιστωτική κρίση από την «άλλη πλευρά», ως επικεφαλής της Εθνικής Τράπεζας της Αυστραλίας – πίσω στο 2008 είχαμε την Κίνα έτοιμη να σπεύσει να σώσει τον κόσμο, και κυρίως την Αυστραλία.
Τώρα, όχι μόνο η Κίνα δεν είναι σε θέση να παίξει τον ρόλο του παγκόσμιου αρωγού, αλλά είναι η ίδια το πρόβλημα: στενότερα, για τη Glencore, ευρύτερα για όλες τις οικονομίες που παράγουν εμπορεύματα, και πράγματι, για την οικονομία ολόκληρου του κόσμου.
Τώρα ας προσθέσουμε έναν τρίτο παράγοντα: η Glencore είναι ένα ιδιαίτερο είδος μεταλλευτικής εταιρείας, με μοναδικές διασυνδέσεις με τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Δεν είναι ένας απλός μεταλλωρύχος, όπως οι BHP Billiton και Rio Tinto, αλλά ένας περίπλοκος, παγκόσμιας εμβέλειας έμπορος προϊόντων.
Πίσω στο 2008, κανείς δεν ήξερε πραγματικά, πόσο μάλλον καταλάβαινε, τις διασυνδέσεις που έρεαν από τη Lehman σε κάθε είδους εξωτικά χρηματοπιστωτικά εργαλεία και σε διάφορες αγορές μετοχών, χρέους και συναλλάγματος σε όλον τον κόσμο.
Όμως τα σπίρτα – ιδιαίτερα οι «κυρίαρχοι του σύμπαντος» στη Wall Street – νόμιζαν ότι ήξεραν.
Το ίδιο λίγο πολύ ισχύει και για τη Glencore σήμερα. Η «εμπορική» πλευρά της εταιρείας θεωρείται ότι έχει ξεκάθαρα καθορισμένους δανεισμούς που αντιστοιχούν είτε σε φυσικά αποθέματα εμπορευμάτων είτε σε χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις που καλύπτονται από ρευστό.
Έτσι, μια κατάρρευση της Glencore θα οδηγούσε σε μια τακτική εξουδετέρωση όλων αυτών, με πολύ λίγες ευρύτερες απηχήσεις, ώστε να καταλήξει σε μία ακόμη απλή επιχειρηματική αποτυχία, όπου οι μετοχές ρευστοποιούνται και τα χρέη ξεπληρώνονται.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι μέτοχοι θα είχαν τις μεγαλύτερες απώλειες, ενώ οι πιστωτές θα δέχονταν κάποιου είδους κούρεμα, και αυτό λίγο πολύ θα ήταν το τέλος του όλου ζητήματος.
Ωστόσο, όπως και το 2008, εκτός κι αν αυτές οι «αντισυμβαλλόμενες» σχέσεις πυροδοτηθούν από ένα «γεγονός», κανείς δε γνωρίζει πραγματικά πώς θα εξελιχθούν, πώς θα εξαπλωθούν στις διασυνδέσεις τους, και πόσο ανθεκτικές είναι οι δομές των αγορών όπου βρίσκονται.
Αντιμετωπίζοντας κάποια από αυτά, ο διευθύνων σύμβουλος της Glencore Ivan Glasenberg, υποτίθεται πως έχει «πλάνο αποφυγής Αρμαγεδδόνα»: θα μπορούσε να πουλήσει ένα σημαντικό, ίσως και ρυθμιστικό, μερίδιο της εταιρείας είτε στους κινέζους είτε στους σεΐχηδες του πετρελαίου της Μέσης Ανατολής.
Μόλις ρίξουν μετοχές μέσα, είτε θα συνεχίσουν με στήριξη του χρέους, είτε η παρουσία τους στο μητρώο της Glencore θα αφαιρούσε την πίεση από το υπάρχον χρέος της Glencore.
Και πάλι, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτήν την επιλογή με αρκετό σκεπτικισμό. Ναι, πίσω στο 2008, η China Inc ήταν έτοιμη να αγοράσει μετοχές της Rio στα 120 δολάρια (έκλεισαν στα 46 δολάρια χθες), και το 2009 ήταν έτοιμη να αγοράσει ένα μεγάλο μέρος των ορυχείων σιδηρομεταλλεύματος της Pilbara.
Αυτή όμως ήταν μια πολύ διαφορετική, κάπως πιο πλούσια, China Inc από τη σημερινή. Και είναι αμφίβολο ότι οι πολύ πιο μοιρασμένες δεύτερης και τρίτης κατηγορίας μετοχές της Glencore – ιδιαίτερα στον άνθρακα ενέργειας – θα έχουν παρόμοια απήχηση. Το ίδιο ισχύει και για τους λεγόμενους σεΐχηδες του πετρελαίου, με τιμή πετρελαίου κάτω των 50 δολαρίων. Δεν έχουν ούτε τα μέσα ούτε την προθυμία – για να μην αναφερθούμε στα «άλλα, μεγάλα θέματα» πιο κοντά στο σπίτι.
Έτσι, η Glencore είναι ουσιαστικά μόνη της. Όμως παρά την αβεβαιότητα για τις χρηματοπιστωτικές διασυνδέσεις της, εάν έπεφτε, θα ήταν σαν να πέφτει ένα δέντρο, χωρίς να το ακούσει και να στεναχωρηθεί κανείς, βαθιά σε κάποιο δάσος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τα μεγαλύτερα ερωτήματα θα αφορούσαν τη συνέχεια για τα λειτουργικά περιουσιακά της στοιχεία.
Θα έκλειναν περισσότερα ορυχεία, αφαιρώντας μέρος της περίσσειας παγκόσμιας προσφοράς από την αγορά;
Θα συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο, με τους πιο χαμηλόβαθμους να αγοράζουν φτηνά περιουσιακά στοιχεία, ρίχνοντας περισσότερο προϊόν στην αγορά.
Σε ευθεία σύγκριση, και ανάλογα με τη θέση της στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό και οικονομικό περιβάλλον, δε φαίνεται να είναι η αντίστοιχη Lehman του 2015, ή τουλάχιστον όχι ακόμη.
Από τη μία, οι αγορές βρίσκοντας σε πολύ πιο υπερβολική κατάσταση το 2008, και συγκεκριμένα είχαμε όλο εκείνο το χρέος υποθηκών να τρέχει προς την πτώση τότε. Όμως οι σημερινές υψηλές εκτιμήσεις βασίζονται σε μηδενικά επιτόκια και οι πολιτικοί παράγοντες είναι άοπλοι.
Πιο στενά, οποιαδήποτε αναφορά συγχώνευσης της Glencore με τη Rio έχει απορριφθεί πλήρως και απόλυτα, για πάντα. Μπορούμε να δούμε γιατί ο Glasenberg ήθελε – και χρειαζόταν – απεγνωσμένα να το κάνει, και με αποτιμήσεις των μετοχών του 2014.
Εάν τα είχε καταφέρει, θα ήταν η Rio-Glencore αυτή που θα κατρακυλούσε στο χείλος του γκρεμού, σε ένα παράξενο, αντίστροφο replay των προβλημάτων που γνώρισε η Rio το 2008 όταν ξόδεψε 40 δισεκατομμύρια δολάρια για να αγοράσει την Alcan.
Ακούστε τον Newman
Ο πρώην επενδυτικός τραπεζίτης Maurice Newman είναι ένας από τους τρεις μεγάλους επιχειρηματικούς ήρωες της εποχής μας: έτοιμος να πει πως «ο αυτοκράτορας» είναι γυμνός και, ξεχάστε την ντροπή, δε θα τον σώσει από το τουρτούρισμα ούτε το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Οι άλλοι δύο είναι ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της CBA David Murray και ο εταιρικός διευθυντής, και πρώην διευθύνων σύμβουλος της Dupont Australia Dick Warburton – όλοι τους διασυρμένοι, κατά συνέπεια, στο «ABC τους».
Παρ’ ότι ήταν απολύτως προβλέψιμο «ο πρωθυπουργός για και από το ABC» να απορρίψει τις υπηρεσίες του Newman ως επικεφαλής του επιχειρηματικού συμβουλίου του πρωθυπουργού, θα ήταν σωστό να κρατήσει τη συμβουλή του. Αυτή η συμβουλή, ευρέως, είναι να εστιάσει την πολιτική σε αλλαγές που μπορούν να κάνουν την Αυστραλία ανταγωνιστική σε ένα όλο και πιο δύσκολο και εχθρικό παγκόσμιο περιβάλλον. Τα κύρια στοιχεία είναι η μείωση των φόρων, και ως επακόλουθο των κρατικών δαπανών, και η μεγαλύτερη ευελιξία της αγοράς εργασίας.
Η λύση δε βρίσκεται στις συζητήσεις, αλλά στις πράξεις. Και δε βρίσκεται επίσης και στην ικανοποιήσει – ευρέως – της «αριστεράς», είτε σε όρους επιθέσεων κατά πρωτοβουλιών, είτε αναζήτησης μοντέρνων πολιτικών κατά της ανάπτυξης, όπως η «δράση» για την «κλιματική αλλαγή».