Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι, σε πολλά μέρη, η οργάνωση που όλοι λατρεύουν να μισούν. Σύμφωνα με κάποιους, το ΔΝΤ είναι κακό για τους φτωχούς, τις γυναίκες, την οικονομική σταθερότητα και το περιβάλλον.
Ο Joseph Stiglitz, του οποίου η επιρροή έχει διευρυνθεί χάρη στο βραβείο Νόμπελ, κατηγορεί το ΔΝΤ ότι προκάλεσε και στη συνέχεια επιδείνωσε τις οικονομικές κρίσεις που καλέστηκε να λύσει. Υποτίθεται πως το ΔΝΤ το κάνει αυτό για να σώσει τους καπιταλιστές και τους τραπεζίτες, και όχι τους καθημερινούς ανθρώπους. Παρ’ ότι αναληθής, αυτή η πεποίθηση προκαλεί τεράστια ζημιά και περιορίζει το πιθανό καλό που θα μπορούσε να κάνει το ΔΝΤ.
Για ξεκίνημα, αναλογιστείτε πώς ο κόσμος αντιμετωπίζει τις προσφυγικές κρίσεις, όπως της Συρίας, και τον τρόπο που αντιμετωπίζει τις οικονομικές κρίσεις. Όπως υποδεικνύει το όνομα, ο Ύπατος Αρμοστής για τους Πρόσφυγες των Ηνωμένων Εθνών είναι ένα άτομο και όχι ένας θεσμός. Εκείνος ή εκείνη ηγείται ενός «γραφείου», όχι ενός πλήρους κλίμακας οργανισμού. Αυτή η αδυναμία ήταν που ανάγκασε τη γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ να πιέσει τους εταίρους της στην Ευρωπαϊκή Ένωση να υιοθετήσουν μιαν πιο συντονισμένη αντίδραση στη συνεχή εισροή των αιτούντων ασύλου.
Αντίθετα, το σύστημα για την αποτροπή και την επίλυση των οικονομικών κρίσεων στηρίζεται σε έναν πλήρη οργανισμό: το ΔΝΤ. Μπορεί να μην είναι τέλειο, όμως σε σύγκριση με θέματα όπως οι πρόσφυγες, τα ανθρώπινα δικαιώματα, ή το περιβάλλον, είναι έτη φωτός μπροστά.
Είναι εύκολο να παρεξηγήσει κανείς αυτό που κάνει το ΔΝΤ. Το μεγαλύτερο βάρος των προσπαθειών του αφιερώνεται στην αποτροπή κρίσεων. Όπως είχε πει το 1944 ο Φράνκλιν Ρούσβελτ στη Διάσκεψη του Bretton Woods, όπου θεσμοθετήθηκαν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, «Οι οικονομικές ασθένειες είναι εξαιρετικά μεταδοτικές. Προκύπτει, συνεπώς, πως η οικονομική υγεία κάθε χώρας είναι θέμα που απασχολεί όλους τους γείτονές της, κοντινούς και μακρινούς.»
Για αυτόν τον λόγο οι 44 χώρες που παραβρέθηκαν τότε, και οι 188 που ανήκουν σήμερα στο ΔΝΤ, συμφώνησαν να «συμβουλεύονται και να συμφωνούν στις διεθνείς νομισματικές αλλαγές που επηρεάζουν η μία την άλλη… και θα πρέπει να βοηθούν η μία την άλλη να ξεπεράσουν τις βραχυπρόθεσμες συναλλαγματικές δυσκολίες». Λειτουργικά, αυτό εκφράζεται από τις λεγόμενες διαβουλεύσεις του άρθρου IV. Αυτές οι επίσημες συζητήσεις πολιτικής μεταξύ του ΔΝΤ και των κυβερνήσεων-μελών του, που συνήθως διεξάγονται ετησίως, στενογραφούνται, εξετάζονται από το διευθυντικό συμβούλιο του Ταμείου (που εκπροσωπεί και τις 188 κυβερνήσεις) και δημοσιεύεται, διαθέσιμο προς όλους. Αυτό είναι ένα πρότυπο συλλογικής επιτήρησης και διαφάνειας που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι οργανισμοί που ασχολούνται με διαφορετικά ζητήματα.
Το ΔΝΤ είχε ουσιαστική θέση στην ανάπτυξη των εργαλείων με τα οποία οι χώρες μετρούν, αξιολογούν, και βελτιώνουν την παρούσα μακροοικονομική τους κατάσταση: δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, καθώς και χρηματοπιστωτική, συναλλαγματική σταθερότητα και σταθερότητα τιμών. Βοηθά τις χώρες να βρίσκουν καλύτερους τρόπους να πραγματοποιούν μέτρα σε όλα αυτά τα πεδία, και προσπαθεί να εντοπίσει ευρύτερα μαθήματα από τις εμπειρίες πολλών χωρών που μπορεί να ρίξουν φως στις επιλογές που έχει οποιαδήποτε συγκεκριμένη χώρα.
Μέσω του διαλόγου, της έρευνας, της συμβουλής, της τεχνικής βοήθειας και της εκπαίδευσης, το ΔΝΤ έχει συμβάλει στη δημιουργία μιας παγκόσμιας κοινότητας πρακτικής. Σήμερα, είναι πολύ πιο εύκολο να είναι κανείς πρόεδρος κεντρικής τράπεζας, ή υπουργός Οικονομικών, παρά υπουργός Υγείας ή Δικαιοσύνης. Όχι επειδή οι προκλήσεις είναι ευκολότερες, αλλά επειδή η διεθνής κοινότητα πρακτικής, με επικεφαλής το ΔΝΤ, παρέχει ένα επίπεδο στήριξης που πολύ απλά δεν υπάρχει σε άλλους τομείς.
Οι πιο αμφιλεγόμενες ενέργειες του ΔΝΤ γίνονται κατά τη διάρκεια της διαχείρισης κρίσεων και της εξυγίανσης. Οι χώρες ζητούν την οικονομική βοήθεια του ΔΝΤ όταν έχουν σοβαρά προβλήματα και έχουν χάσει, ή φοβούνται ότι θα χάσουν, τη δυνατότητα να δανείζονται από τις διεθνείς αγορές. Το ΔΝΤ μπορεί να κινητοποιήσει εκατοντάδες δισεκατομμυρίων δολαρίων από τα χρήματα των χωρών-μελών του, ώστε να δώσει στους οφειλέτες τον χρόνο που χρειάζονται για να ξανασταθούν στα πόδια τους. Τα αποθέματά του κάνουν τα ποσά που μπορεί να κινητοποιήσει η διεθνής κοινότητα για άλλα ζητήματα να φαίνονται μικροσκοπικά, επειδή τα χρήματα δίνονται ως δάνειο και υποτίθεται πως θα ξεπληρωθούν.
Σε αντάλλαγμα για την οικονομική του στήριξη, το ΔΝΤ συνήθως απαιτεί από τις χώρες να αντιμετωπίσουν τις αστάθειες που προκάλεσαν τα προβλήματά τους, όχι μόνο για να μπορέσουν να ξεπληρώσουν τα χρήματα, αλλά και για το δικό τους καλό, ώστε να μπορέσουν να επαναφέρουν την πιστοληπτική τους ικανότητα (και συνεπώς την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές). Είναι, όμως, εύκολο να μπερδέψει κανείς τη δυστυχία που προκαλεί η ίδια η κρίση με αυτή που προκαλεί η θεραπεία.
Αναμφίβολα, το ΔΝΤ αναπόφευκτα κάνει λάθη, εν μέρει επειδή τα ερωτήματα και τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει αλλάζουν συνεχώς, και κατά συνέπεια ποτέ δεν είναι σίγουρο εάν η παρούσα νοοτροπία είναι κατάλληλη για τις νέες προκλήσεις. Όμως πρόκειται για έναν εξαιρετικά ανοικτό οργανισμό, που μπορεί και πρέπει να ανταποκρίνεται στην κριτική που δέχεται.
Τώρα αναλογιστείτε την εναλλακτική. Ένας κόσμος χωρίς ΔΝΤ μοιάζει πολύ με τη σημερινή Βενεζουέλα. Ο Ούγκο Τσάβες έγινε ο αγαπημένος των επικριτών του ΔΝΤ, συμπεριλαμβανομένου του Stiglitz, όταν διέκοψε τις διαβουλεύσεις του άρθρου IV το 2004. Κατά συνέπεια, η Βενεζουέλα έχασε την πρόσβαση στις βασικές οικονομικές πληροφορίες που η χώρα έπρεπε να μοιράζεται, μέσω του ΔΝΤ, με τον κόσμο. Η διάσπαση απέτρεψε τη διεθνή κοινότητα να εκφράσει την άποψή της όταν η χώρα ακολούθησε πραγματικά ανεύθυνες πολιτικές, ξοδεύοντας το 2012 σαν να ήταν η τιμή του πετρελαίου στα 197 δολάρια ανά βαρέλι, και όχι στα 107.
Με την κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου τότε, η οικονομία οδηγήθηκε σε κατακόρυφη πτώση: το ΑΕΠ συστέλλεται με πρωτοφανή ρυθμό, ο πληθωρισμός έχει πλεόνασμα 200%, το νόμισμα έχει βουλιάξει σε λιγότερο από το 10% της προηγούμενης αξίας του, και έχουν προκύψει τεράστιες ελλείψεις.
Η Βενεζουέλα έχει προσπαθήσει να χρηματοδοτηθεί με τη βοήθεια της Τράπεζας Ανάπτυξης της Κίνας (CDB), η οποία δεν επιβάλει το είδος των όρων που αντιπαθούν οι επικριτές του ΔΝΤ. Αντ’ αυτού, η CDB δανείζει με μυστικούς όρους, για χρήσεις που είναι απόρρητες και διεφθαρμένες, με ενσωματωμένα προνόμια για τις κινέζικες επιχειρήσεις σε τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες (Huawei), οι συσκευές (Haier), τα αυτοκίνητα (Chery) και η εξόρυξη πετρελαίου (ICTV). Οι κινέζοι δεν έχουν απαιτήσει από τη Βενεζουέλα να κάνει οτιδήποτε για να αυξήσει την πιθανότητα να ξανακερδίσει την πιστοληπτική της ικανότητα. Ζητούν απλά περισσότερο πετρέλαιο ως εγγύηση. Όποια κι αν είναι τα λάθη του ΔΝΤ, η CDB είναι ένα αίσχος.
Η τραγωδία είναι πως πολλοί στη Βενεζουέλα (και πολλοί πολίτες άλλων χωρών) πιστεύουν πως το ΔΝΤ υπάρχει για να βλάψει και όχι να βοηθήσει. Κατά συνέπεια, απέχουν από τα τεράστια αποθέματα και τη γνώση που μπορεί να προσφέρει η διεθνής κοινότητα σε περίοδο οικονομικής κρίσης, για να απαλύνει τον πόνο και να επισπεύσει την ανάκαμψη. Με αυτόν τον τρόπο, έχουν καταλήξει σε πολύ χειρότερη κατάσταση απ’ ότι μπορούν να παραδεχτούν οι επικριτές του ΔΝΤ.