Οι κινέζοι συχνά θυμίζουν πως στη γλώσσα τους το σύμβολο για την κρίση και για την ευκαιρία είναι ίδιο. Ωστόσο, παρ’ ότι είναι πράγματι αλήθεια πως η κρίση και η ευκαιρία πάνε συχνά μαζί, είναι πολύ δύσκολο να δούμε πολλές ευκαιρίες υπό τις παρούσες συνθήκες στην Ευρώπη.
Ένας λόγος που η παρούσα κατάσταση που αντιμετωπίζει η Ευρώπη είναι τόσο δύσκολη είναι επειδή ήταν τόσο αναπάντεχη. Βρισκόμαστε 70 χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα τέταρτο αιώνα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, και περίπου δύο δεκαετίες μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, και ξαφνικά το πολιτικό, το οικονομικό και το στρατηγικό μέλλον της Ευρώπης φαίνεται πολύ πιο αβέβαιο απ’ ότι προέβλεπε κανείς μέχρι και έναν χρόνο πριν.
Ένας ακόμη λόγος ανησυχίας είναι το γεγονός πως η Ευρώπη δεν αντιμετωπίζει μία κρίση, αλλά μερικές. Η πρώτη είναι οικονομική: όχι μόνο η παρούσα πραγματικότητα της αργής ανάπτυξης, αλλά και η προοπτική η αργή αυτή ανάπτυξη να συνεχιστεί χωρίς σταματημό, με κυριότερο αίτιο τις πολιτικές που συχνά αποθαρρύνουν τις επιχειρήσεις από τις επενδύσεις και τις προσλήψεις. Η άνοδος λαϊκιστικών πολιτικών κομμάτων τόσο από τα αριστερά όσο και από το δεξιά σε ολόκληρη την ήπειρο αποδεικνύει τη λαϊκή οργή και τον φόβο.
Αυτό που επιδείνωσε τα πράγματα για την οικονομία της Ευρώπης ήταν η απόφαση που λήφθηκε πριν από δεκαετίες, για δημιουργία ενός κοινού νομίσματος χωρίς μια κοινή δημοσιονομική πολιτική. Η πειθαρχία εξαφανίστηκε σε εθνικό επίπεδο σε πολλές χώρες. Η Ελλάδα ήταν το πιο πρόσφατο θύμα, όμως μάλλον δε θα είναι το τελευταίο.
Η δεύτερη κρίση έρχεται ως αποτέλεσμα των ρωσικών ενεργειών στην Ουκρανία. Δεν υπάρχει πιθανότητα η Ρωσία να κάνει πίσω στην Κριμαία, και τα ερωτήματα για τις προθέσεις της στην ανατολική Ουκρανία και τη Βαλτική πολλαπλασιάζονται. Το αποτέλεσμα είναι μια επιστροφή της γεωπολιτικής στην Ευρώπη, σε μια στιγμή που οι αμυντικές δαπάνες είναι χαμηλές και η δημόσια στήριξη για ένοπλες επεμβάσεις είναι σε μεγάλο βαθμό απούσα.
Η τρίτη, και πιο πιεστική κρίση είναι το αποτέλεσμα των μαζικών εισροών μεταναστών από τη Μέση Ανατολή και αλλού προς την Ευρώπη. Η παλίρροια των ανθρώπων εκθέτει νέες σχισμές μεταξύ των μελών της ΕΕ, δημιουργώντας ερωτήματα για την αρχή των ανοιχτών συνόρων και της ελεύθερης μετακίνησης που υπήρξε για χρόνια στον πυρήνα της ΕΕ.
Η Γερμανία και κάποιες άλλες χώρες έχουν σταθεί απέναντι στην κρίση με τρόπους που είναι αξιοθαύμαστοι αλλά μη βιώσιμοι. Περίπου 8.000 πρόσφυγες μπαίνουν στη Γερμανία ημερησίως, εν μέρει επειδή λόγω των δύσκολων συνθηκών στην πατρίδα τους, και εν μέρει λόγω της προθυμίας της Γερμανίας να τους υποδεχτεί. Η πρόκληση της φροντίδας, της απασχόλησης και της ενσωμάτωσης τέτοιων αριθμών πολύ σύντομα θα συγκρουστεί με τις φυσικές δυνατότητες, τα χρηματοδοτικά αποθέματα και την κοινωνική ανοχή.
Είναι προφανές πως η κοινωνική πολιτική δεν μπορεί να πετύχει εάν εστιάζει στις συνέπειες και όχι στα αίτια της προσφυγικής κρίσης. Η αλλαγή που θα είχε τη μεγαλύτερη θετική επίδραση θα ήταν η ανάδυση μιας νέας κυβέρνησης στη Δαμασκό, που θα ήταν αποδεκτή από την πλειοψηφία του συριακού λαού και ικανοποιητικός συνεργάτης για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Δυστυχώς, αυτό φαίνεται πιθανό να συμβεί μόνο με τις ευλογίες της Ρωσίας και του Ιράν, και οι δύο εκ των οποίων φαίνονται πιο πρόθυμοι να αυξήσουν τη στήριξή τους προς τον πρόεδρο Bashar al-Assad αντί να εργαστούν για την απομάκρυνσή του.
Άλλα βήματα, ωστόσο, θα βελτίωναν την κατάσταση. Η αυξημένη, διεθνείς χρηματοδοτική στήριξη για χώρες στην Ευρώπη ή τη Μέση Ανατολή που υποδέχονται μεγάλους αριθμούς προσφύγων είναι ένα από αυτά. Ιδανικά, μια τέτοια χρηματοδότηση θα έπειθε περισσότερες χώρες να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Γερμανίας.
Μία άλλη χρήσιμη εξέλιξη θα ήταν η δημιουργία θυλάκων μέσα στη Συρία, όπου οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συγκεντρώνονται αναμένοντας ασφάλεια. Τέτοιου είδους θύλακες θα χρειάζονταν την τοπική στήριξη κουρδικών αρχών ή επίλεκτων αραβικών φυλών, με στρατιωτική υποστήριξη από τις ΗΠΑ και άλλους.
Μία νέα περιεκτική συνεννόηση με την Τουρκία είναι επίσης απαραίτητη για να μειωθεί η ροή των νεοσύλλεκτων τζιχαντιστών στη Συρία και ο αριθμός των προσφύγων που κατευθύνονται βόρεια. Η Τουρκία θα λάμβανε οικονομική και στρατιωτική βοήθεια σε αντάλλαγμα για επιβολή μεγαλύτερων ελέγχων στα σύνορά της, ενώ το ερώτημα της μακροπρόθεσμης σχέσης της Τουρκίας με την Ευρώπη θα έμενε στην άκρη μέχρι το τέλος της κρίσης.
Οι ΗΠΑ έχουν μια ιδιαίτερη υποχρέωση να βοηθήσουν. Τόσο για αυτά που έχει κάνει όσο και για αυτά που απέτυχε να κάνει στο Ιράκ, στη Συρία και αλλού στη Μέση Ανατολή, η αμερικανική εξωτερική πολιτική φέρει αρκετή ευθύνη για τα αποτελέσματα που οδήγησαν στην έξοδο των προσφύγων.
Οι ΗΠΑ έχουν επίσης στρατηγικό συμφέρον στο να βοηθήσουν τη Γερμανία και την Ευρώπη να αντιμετωπίσουν αυτήν την κρίση. Η Ευρώπη αντιπροσωπεύει το ένα τέταρτο της παγκόσμιας οικονομίας και παραμένει ένας από τους κύριους γεωπολιτικούς εταίρους της Αμερικής. Μια Ευρώπη καταβεβλημένη από μια δημογραφική πρόκληση, μαζί με τις προκλήσεις στην οικονομία και την ασφάλεια, ούτε θα μπορούσε ούτε και θα ήταν πρόθυμη να είναι αποτελεσματικός σύμμαχος.
Σε όλα αυτά, ο χρόνος είναι πολύτιμος. Η Ευρώπη – και η Γερμανία συγκεκριμένα – δεν μπορούν να συντηρήσουν το status quo. Η αναμονή μιας λύσης στην κατάσταση στη Συρία δεν είναι απάντηση. Παρ’ ότι τα μικρότερα βήματα δε θα επιλύσουν τη δύσκολη κατάσταση της Ευρώπης, θα την κάνουν πιο διαχειρίσιμη.