Ο Maurice Obstfeld δεν έχει συμπληρώσει ακόμη πλήρη μήνα ως επικεφαλής οικονομολόγος στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και ήδη ερωτάται εάν καραδοκεί μια παγκόσμια ύφεση.
«Η παγκόσμια ύφεση σίγουρα δεν είναι το βασικό μας σενάριο» είπε απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου την Τρίτη, καθώς ανακοίνωσε τη μείωση της εκτίμησης του ΔΝΤ για την ανάπτυξη του έτους σε 3,1%, τον πιο αδύναμο ρυθμό από το 2009.
Άλλοι είναι λιγότερο σίγουροι. Βλέπουν την επιβράδυνση που οδηγεί η Κίνα στις αναδυόμενες αγορές και τη μείωση των τιμών των προϊόντων, ενώ ανησυχούν πως ακόμη και οι ΗΠΑ είναι ευάλωτες στις ξένες οικονομικές δυνάμεις και πως πλέον οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν τη δύναμη να ανταπαντήσουν.
Λίγες ώρες αφού μίλησε ο Obstfeld, οι οικονομολόγοι της Citigroup προειδοποιούσαν πως η «συνεχής κάτω από τη βάση ανάπτυξη είναι πιθανό να οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία ξανά σε ύφεση». Έχουν ήδη υπολογίσει μια πιθανότητα 55% ενός τέτοιου γεγονότος τα επόμενα χρόνια.
Τα σχετικά καλά νέα για τους υπουργούς Οικονομικών και τους κεντρικούς τραπεζίτες που συγκεντρώνονται στη Λίμα για τις ετήσιες συνεδριάσεις του ΔΝΤ είναι πως οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμμερίζονται τη θέση του Obstfeld και συμβουλεύουν τους επενδυτές να μην πανικοβάλλονται για τις οικονομικές προοπτικές.
«Μας έχει εντυπωσιάσει η αρνητική απόχρωση που αποδίδουν πολλοί σχολιαστές στις πρόσφατες εξελίξεις» είπε ο Ethan Harris, συνεπικεφαλής των παγκοσμίων οικονομικών ερευνών στη Bank of America, μιλώντας σε πελάτες την περασμένη εβδομάδα.
Η αξιολόγησή του για τις παγκόσμιες υφέσεις του παρελθόντος βρήκε πως είχαν προκληθεί από τρία πράγματα, από τα οποία κανένα δεν αποτελεί κίνδυνο αυτή τη στιγμή. Οι κεντρικές τράπεζες δεν παλεύουν με πληθωρισμό, οι τιμές των προϊόντων δεν ανεβαίνουν και η οικονομία των ΗΠΑ δεν αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα.
Η παγκόσμια οικονομία κατάφερε στο παρελθόν να αντισταθεί στην τραπεζική κρίση στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1980, στη νομισματική αναταραχή στην Ευρώπη και το Μεξικό στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και στις πιο πρόσφατες οδύνες της Ευρώπης, είπε ο Harris, σημειώνοντας πως «η ιστορία είναι με την πλευρά μας».
Τι συμβαίνει με τους σημερινούς κινδύνους, όπως το βύθισμα στις αναδυόμενες αγορές σε έναν κόσμο που κατέχουν μεγαλύτερη επιρροή, ή η έλλειψη περιθωρίου για τις κεντρικές τράπεζες, για να εγχύσουν περισσότερα κίνητρα;
Και πάλι, υπάρχουν κάποιοι λόγοι για ηρεμία.
Παρ’ ότι τα αναπτυσσόμενα κράτη πλέον αντιπροσωπεύουν περίπου 35% του παγκοσμίου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, αν εξαιρέσουμε την Κίνα, οδεύουν ακόμη προς ένα ποσοστό ανάπτυξης 2,5% για φέτος, σύμφωνα με τη BofA. Παρ’ ότι η ανάπτυξη υπήρξε απογοητευτική σε αυτές τις χώρες κάθε χρόνο από το 2011, ο κόσμος κατάφερε να προχωρήσει.
Όσον αφορά την Κίνα, ο Alan Higgins, επικεφαλής επενδύσεων στην Coutts & Co., υποστηρίζει πως τα προβλήματα της χώρας δεν είναι μεταδοτικά, με δεδομένο ότι οι εξαγωγές της συμβάλλον μόλις στο 3% του παγκοσμίου ΑΕΠ, και περίπου τα μισά αυτών είναι υλικά που οι χώρες-παραλήπτες επανεξάγουν ως ολοκληρωμένα προϊόντα. Το Πεκίνο, επίσης, επιταχύνει την αντίδρασή του, μειώνοντας τους φόρους στις αγορές οχημάτων και μειώνοντας το ελάχιστον των πληρωμών για αγοραστές πρώτης κατοικίας.
Υπάρχει ακόμη δυναμική στις ανεπτυγμένες αγορές. Η δημοσιονομική λιτότητα δείχνει σημάδια υποχώρησης, τα προβλήματα της Ελλάδας είναι πλέον περιφραγμένα, οι τράπεζες δανείζουν περισσότερο και η πτώση στις τιμές των προϊόντων θα πρέπει να κινητοποιήσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Τα πρόσφατα απογοητευτικά στοιχεία, όπως τα νέα πως οι αμερικανοί εργοδότες προσέλαβαν μόλις 142.000 νέους εργαζόμενους τον Σεπτέμβριο, «δε συνεπάγονται ύφεση στις ΗΠΑ και την Ευρώπη» είπε ο David Hensley, διευθυντής παγκόσμιων οικονομικών στην JPMorgan Chase & Co. «Σημαίνει πως κινούμαστε κοντά στην τάση του ρυθμού ανάπτυξης, και όχι ελάχιστα πάνω από αυτήν.»
Και δεν ανησυχούν όλοι που οι κεντρικές τράπεζες χάνουν τα περιθώρια κινήσεών τους ύστερα από σχεδόν μια δεκαετία χαλαρών νομισματικών πολιτικών.
Ο Joachim Fels, οικονομικός σύμβουλος στην Pacific Investment Management, υποστήριξη σε έκθεσή του την Τρίτη πως ακόμη και αν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αυξήσει τα επιτόκια φέτος, οι ομόλογοί της στην Ευρώπη, την Ιαπωνία και την Κίνα αναπόφευκτα θα μειώσουν τα κόστη δανεισμού ή θα προχωρήσουν σε περισσότερη ποσοτική χαλάρωση που θα ανεβάσει τις αγορές των περιουσιακών στοιχείων.
«Παρ’ ότι υπάρχουν λόγοι να περιμένουμε λιγότερες επιδράσεις σε κάθε κίνηση ποσοτικής χαλάρωσης απ’ ότι προηγουμένως, τα αποτελέσματα θα πρέπει ακόμη να είναι θετική» είπε ο Fels. «Είναι μια σίγουρη νομισματική ήττα το να προσπαθήσεις να τα βάλεις με την – παγκόσμια – κεντρική τράπεζα.»