Κάθε οικονομικό πρόγραμμα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα από τους πιστωτές της από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2009 στηριζόταν σε μία κεντρική ιδέα: πως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, εάν συλλαμβάνονταν με θάρρος και εφαρμόζονταν χωρίς ολισθήματα, θα επέφεραν γρήγορη οικονομική ανάκαμψη.
Η Ευρωπαϊκή Κομισιόν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχαν προβλέψει πως η δημοσιονομική λιτότητα θα είχε κόστος στα εισοδήματα και στην απασχόληση – παρ’ ότι είχαν υποτιμήσει σημαντικά το μέγεθος του κόστους. Υποστήριζαν, ωστόσο, πως οι πολλάκις αναβεβλημένες (και απαραίτητες) μεταρρυθμίσεις υπέρ της αγοράς θα είχαν ως αποτέλεσμα μιαν αποζημιωτική ώθηση στην ελληνική οικονομία.
Οποιαδήποτε σοβαρή αξιολόγηση των πραγματικών αποτελεσμάτων που προήλθαν από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε όλον τον κόσμο – συγκεκριμένα στη Λατινική Αμερική και την Ανατολική Ευρώπη από το 1990 – θα είχαν περιορίσει αυτές τις προσδοκίες. Οι ιδιωτικοποιήσεις, οι απορρυθμίσεις και οι απελευθερώσεις συνήθως παράγουν ανάπτυξη μακροπρόθεσμα στην καλύτερη περίπτωση, με βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις που είναι συχνά αρνητικές.
Αυτό δε σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να προκαλέσουν γρήγορες εκτοξεύσεις ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα, τέτοιου είδους επιταχύνσεις ανάπτυξης είναι αρκετά συχνές σε όλον τον κόσμο. Όμως σχετίζονται με πιο στοχευμένες, επιλεκτικές αφαιρέσεις εμποδίων, και όχι με ευρείες απελευθερώσεις και μεταρρυθμιστικές προσπάθειες σε ολόκληρη την οικονομία.
Η θεωρία πίσω από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι απλή: το άνοιγμα της οικονομίας στον ανταγωνισμό θα αυξήσει την αποδοτικότητα της κατανομής των πόρων. Ανοίγοντας κλειστά επαγγέλματα – φαρμακοποιοί, συμβολαιογράφοι, οδηγοί ταξί – οι ανεπαρκείς προμηθευτές θα εκδιωχθούν από πιο παραγωγικές επιχειρήσεις. Ιδιωτικοποιώντας τις κρατικές επιχειρήσεις, οι νέες διοικήσεις θα εκλογικεύσουν την παραγωγή (και θα ξεφορτωθούν τους περίσσιους εργαζόμενους που οφείλουν τη θέση τους σε πολιτικές χάρες).
Αυτές οι αλλαγές δεν επηρεάζουν άμεσα την οικονομική ανάπτυξη, όμως αυξάνουν το δυνητικό, ή μακροχρόνιο, εισόδημα της χώρας. Η ίδια η ανάπτυξη προκύπτει καθώς η οικονομία ξεκινά να συμβαδίζει με αυτό το υψηλότερο επίπεδο μακροπρόθεσμου εισοδήματος.
Πολλές ακαδημαϊκές έρευνες έχουν ανακαλύψει πως ο ρυθμός σύγκλισης τείνει να είναι περίπου 2% ετησίως. Αυτό σημαίνει πως κάθε χρόνο μια οικονομία τείνει να κλείνει 2% από το χάσμα μεταξύ του πραγματικού και του δυνητικού επιπέδου εισοδήματος.
Αυτή η εκτίμηση μας βοηθά να αντιληφθούμε την ισχύ της ανάπτυξης που μπορούμε να περιμένουμε από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ας γίνουμε υπερβολικά αισιόδοξοι και ας υποθέσουμε ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις επιτρέπουν στην Ελλάδα να διπλασιάσει το δυνητικό της εισόδημα μέσα σε τρία χρόνια – φτάνοντας το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας σημαντικά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με τη χρήση των μαθηματικών της σύγκλισης, αυτό θα παρήγαγε πραγματική ώθηση της ανάπτυξης ύψους 1,3% κατά μέσο όρο μέσα στα επόμενα τρία χρόνια. Για να βάλουμε τον αριθμό σε ένα πλαίσιο, ας θυμηθούμε ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας έχει συρρικνωθεί κατά 25% από το 2009.
Συνεπώς, εάν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν έχουν αποφέρει αποτέλεσμα στην Ελλάδα, αυτό δεν οφείλεται στην απραξία των ελληνικών κυβερνήσεων. Το ιστορικό της Ελλάδας στην εφαρμογή είναι στην πραγματικότητα αρκετά καλό. Από το 2010 μέχρι το 2015 η Ελλάδα αναρριχήθηκε σχεδόν 40 θέσεις στη λίστα αξιολόγησης επιχειρηματικού περιβάλλοντος της Παγκόσμιας Τράπεζας. Αντίθετα, η σημερινή απογοήτευση προκύπτει από την ίδια τη λογική της διαρθρωτικής μεταρρύθμισης: τα περισσότερα πλεονεκτήματά της έρχονται πολύ αργότερα, όχι όταν τα χρειάζεται η χώρα.
Υπάρχει μια εναλλακτική στρατηγική που θα μπορούσε να παράξει σημαντικά πιο γρήγορη ανάπτυξη. Μία επιλεκτική προσέγγιση που στοχεύει τους «δεσμευτικούς περιορισμούς» – τους τομείς εκείνους όπου οι επιστροφές της ανάπτυξης είναι μεγαλύτερες – θα μεγιστοποιούσε τα άμεσα πλεονεκτήματα. Επίσης, θα εξασφάλιζε πως οι ελληνικές αρχές χρησιμοποιούν το πολύτιμο πολιτικό και ανθρώπινο κεφάλαιο για τις μάχες που έχουν πραγματική σημασία.
Άρα, ποιοι είναι οι δεσμευτικοί περιορισμοί που θα πρέπει να στοχοποιηθούν στην ελληνική οικονομία;
Το μεγαλύτερο αποτέλεσμα κατά πάσα πιθανότητα θα επιτυγχανόταν από την αύξηση της κερδοφορίας των εμπορευσίμων – ωθώντας τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα σε εξαγωγικές δραστηριότητες, τόσο στις υπάρχουσες όσο και σε νέες. Φυσικά, η Ελλάδα δεν έχει το πιο άμεσο εργαλείο για να το πετύχει αυτό – τη νομισματική υποτίμηση – λόγω της συμμετοχής της στην ευρωζώνη. Ωστόσο, η εμπειρία άλλων χωρών παρέχει ένα πλούσιο απόθεμα εναλλακτικών εργαλείων για την προώθηση των εξαγωγών – από τα φορολογικά κίνητρα έως τις ειδικές ζώνες για στοχευμένα σχέδια υποδομών.
Πιο άμεσα, η Ελλάδα πρέπει να δημιουργήσει έναν θεσμό κοντά στον πρωθυπουργό που θα αναλάβει την ευθύνη του διαλόγου με τους πιθανούς επενδυτές. Η αρχή θα πρέπει να έχει τη δικαιοδοσία να απαλείφει τα εμπόδια που θα εντοπίζει, αντί να βλέπει τις προτάσεις της να καθυστερούν στα διάφορα υπουργεία. Αυτού του είδους τα εμπόδια είναι συνήθως εξαιρετικά συγκεκριμένα – μια ρύθμιση ζωνών εδώ, ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα εκεί – και δύσκολα θα στοχευθούν σωστά από ευρύτερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Η απουσία ως σήμερα μιας αποφασιστικής εστίασης στα εμπορεύσιμα έχει κοστίσει αρκετά. Διαφορετικές μεταρρυθμίσεις είχαν αντικρουόμενες επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών. Για παράδειγμα, στη βιομηχανία, τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των περικοπών των μισθών («εσωτερική υποτίμηση») αντισταθμίστηκαν από τις αυξήσεις στο κόστος της ενέργειας που προέκυψαν από τα μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας και τις προσαρμογές τιμών από τις κρατικές επιχειρήσεις. Μία πιο εστιασμένη μεταρρυθμιστική στρατηγική θα είχε προστατέψει τις εξαγωγικές δραστηριότητες από αυτού του είδους τις αντίθετες επιδράσεις.
Οι συμβατικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις τείνουν να είναι προκατειλημμένες υπέρ των «καλύτερων πρακτικών» – πολιτικές λύσεις που υποτίθεται πως έχουν ευρεία αποτελεσματικότητα. Ωστόσο, όπως έχουν ανακαλύψει οι επιτυχημένες χώρες του κόσμου, η νοοτροπία της βέλτιστης πρακτικής δε βοηθά ιδιαίτερα στην προώθηση των νέων εξαγωγών. Μη έχοντας το δικό της νόμισμα, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα δημιουργική και εφευρετική.
Συγκεκριμένα, η εμπειρία άλλων χωρών υποδεικνύει πως μια γρήγορη αντίδραση προσφοράς πιθανώς να χρειαστεί επιλεκτικές, διακριτικές πολιτικές υπέρ των εξαγωγέων, και όχι «οριζόντιες» πολιτικές, τις οποίες προτιμούν οι υπερασπιστές των συμβατικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Και εκεί βρίσκεται ένα παράδοξο: όσο πιο ορθόδοξη είναι η μακροοικονομική και δημοσιονομική στρατηγική της Ελλάδας, τόσο πιο ετερόδοξη θα πρέπει να είναι η αναπτυξιακή της στρατηγική.