Καθώς οι κεντρικοί τραπεζίτες και υπουργοί Οικονομικών από όλον τον κόσμο συγκεντρώνονταν για τις ετήσιες συναντήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο Περού, ο αναπτυσσόμενος κόσμος μαστίζεται από τα συμπτώματα της αυξανόμενης οικονομικής αδυναμίας.
Έχουν τελειώσει οι μέρες που οι συνεδριάσεις του ΔΝΤ μονοπωλούνταν από τα προβλήματα των ανεπτυγμένος οικονομιών που προσπαθούσαν να ανακάμψουν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Τώρα η συζήτηση έχει μετατοπιστεί προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι οποίες αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο μιας δικής τους χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Παρ’ ότι ποτέ δύο χρηματοπιστωτικές κρίσεις δεν είναι πανομοιότυπες, όλες τείνουν να μοιράζονται κάποια ενδεικτικά συμπτώματα: μια σημαντική επιβράδυνση στην οικονομική ανάπτυξη και τις εξαγωγές, την υποχώρηση της ανόδου των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, την αύξηση των ελλειμμάτων, τρεχουσών συναλλαγών και δημοσιονομικών, την αυξημένη μόχλευση, τη μείωση ή και ανατροπή των κεφαλαιακών εισροών. Σε διαφορετικό βαθμό η κάθε μία, οι αναδυόμενες οικονομίες τα παρουσιάζουν αυτή τη στιγμή όλα.
Το σημείο καμπής ήρθε το 2013, όταν η αναμονή της αύξησης των επιτοκίων στις Ηνωμένες Πολιτείες και η παγκόσμια πτώση στις τιμές των προϊόντων έδωσε τέλος στην πολυετή ρέντα εισροής κεφαλαίων που είχε στηρίξει την ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων οικονομιών. Η πρόσφατη επιβράδυνση της Κίνας, προκαλώντας αναστάτωση στις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές και αποδυναμώνοντας ακόμη περισσότερο τις τιμές των προϊόντων, έχει επιδεινώσει την καθοδική τάση σε ολόκληρο τον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Αυτές οι προκλήσεις, παρ’ ότι είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν, είναι τουλάχιστον ευδιάκριτα. Όμως οι αναδυόμενες οικονομίες μπορεί να εκδηλώσουν ένα ακόμη κοινό σύμπτωμα μιας επικείμενης κρίσης, ένα που είναι πολύ πιο δύσκολο να εντοπιστεί και να μετρηθεί: τα κρυμμένα χρέη.
Μερικές φορές συνδεδεμένα με δωροδοκίες, τα κρυμμένα χρέη δεν εμφανίζονται συνήθως στους ισολογισμούς ή στα συνηθισμένα στοιχεία. Τα χαρακτηριστικά τους μεταμορφώνονται από τη μία κρίση στην επόμενη, όπως και οι παίκτες που συμμετέχουν στη δημιουργία τους. Ως αποτέλεσμα, πολλές φορές δεν εντοπίζονται μέχρι να είναι πολύ αργά.
Πράγματι, ήταν μετά το ξέσπασμα της κρίσης του πέσο του 1994-1995 όταν ο κόσμος έμαθε πως οι ιδιωτικές τράπεζες του Μεξικού είχαν αναλάβει σημαντική ποσότητα νομισματικού ρίσκου μέσω δανεισμών εκτός λογισμικού (παράγωγα). Παρομοίως, πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση της Ασίας το 1997, το ΔΝΤ και οι χρηματοπιστωτικές αγορές δε γνώριζαν πως τα αποθέματα της κεντρικής τράπεζας της Ταϋλάνδης είχαν σχεδόν αδειάσει (το σύνολο των 33 δισεκατομμυρίων δολαρίων που παρουσιάστηκε δεν κάλυπταν τις δεσμεύσεις σε προθεσμιακές συμβάσεις, αφήνοντας το καθαρό απόθεμα με περίπου 1 δισεκατομμύριο δολάρια). Και μέχρι την κρίση της Ελλάδας το 2010, τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το χρέος της χώρας θεωρούταν πολύ μικρότερο απ’ ότι ήταν, χάρη στη χρήση χρηματοπιστωτικών παραγώγων και δημιουργικής λογιστικής από την ελληνική κυβέρνηση.
Έτσι το μεγάλο ερώτημα σήμερα είναι το πού κρύβονται τα χρέη των αναπτυσσόμενων οικονομιών. Και, δυστυχώς, υπάρχουν σοβαρά εμπόδια στην αποκάλυψή τους – ξεκινώντας με την αδιαφάνεια των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών της Κίνας με άλλες αναδυόμενες οικονομίες κατά την τελευταία δεκαετία.
Κατά τη διάρκεια της άνθησης της εγχώριας υποδομής της, η Κίνα χρηματοδότησε μεγάλα έργα – συχνά σχετιζόμενα με την εξόρυξη, την ενέργεια και τις υποδομές – σε άλλες αναδυόμενες οικονομίες. Με δεδομένο πως οι δανεισμοί γίνονταν κατά κύριο λόγο σε αμερικανικά δολάρια, υπόκειται σε νομισματικό κίνδυνο, προσθέτοντας μια ακόμη διάσταση στην αδυναμία των ισολογισμών των αναδυόμενων οικονομιών.
Όμως η κλίμακα του δανεισμού είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστη, αφού σε μεγάλο βαθμό προήλθε από αναπτυξιακές τράπεζες στην Κίνα, οι οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται στα στοιχεία που συλλέγονται από την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (την κύρια παγκόσμια πηγή αυτού του είδους των πληροφοριών). Και επειδή τα δάνεια σπάνια εκδίδονταν ως χρεόγραφα στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, δεν υπάρχουν ούτε, για παράδειγμα, στα δεδομένα της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Ακόμη κι εκεί που υπάρχουν στοιχεία, οι αριθμοί θα πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή. Για παράδειγμα, τα στοιχεία που συλλέχτηκαν κατά έργο από την Παγκόσμια Πρωτοβουλία Οικονομικής Διακυβέρνησης και του Δια-αμερικάνικου Διαλόγου μπόρεσε να παρουσιάσει κάποια εικόνα των κινεζικών δανεισμών προς κάποιες οικονομίες της Λατινικής Αμερικής. Για παράδειγμα, φαίνεται πως από το 2009 έως το 2014 το σύνολο των κινέζικων δανείων προς τη Βενεζουέλα ανέρχονταν στο 18% του ετήσιου ΑΕΠ της χώρας, και το Εκουαδόρ πήρε δάνεια από την Κίνα που ξεπερνούσαν το 10% του ΑΕΠ του. Τα κινέζικα δάνεια προς τη Βραζιλία ήταν πιο κοντά στο 1% του ΑΕΠ, ενώ τα δάνεια προς το Μεξικό ήταν συγκριτικά ασήμαντα.
Ωστόσο, οι πραγματικές δόσεις μπορεί να ήταν μικρότερες από τα αρχικά σχέδια, κάτι που σημαίνει πως τα χρέη αυτών των χωρών στην Κίνα είναι χαμηλότερα απ’ ότι υπολογίζεται. Εναλλακτικά – και πιο πιθανά – τα στοιχεία μπορεί να μην καλύπτουν κάποια έργα, δανειστές ή οφειλέτες, κάτι που σημαίνει πως τα χρέη μπορεί να είναι πολύ υψηλότερα.
Επιπροσθέτως, άλλες μορφές δανεισμού – όπως η χρηματοδότηση του εμπορίου, η οποία ευνοεί τις μικρότερες προθεσμίες – δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτούς τους αριθμούς. Οι συμφωνίες συναλλαγματικών ανταλλαγών, οι οποίες υπήρξαν σημαντικές για τη Βραζιλία και την Αργεντινή, θα πρέπει επίσης να προστεθούν στη λίστα. (Αυτό υπογραμμίζει τη σημασία της παρακολούθησης των καθαρών και όχι των ακαθάριστων αποθεμάτων.)
Εν ολίγοις, παρ’ ότι τα χρέη των αναπτυσσόμενων οικονομιών φαίνονται σε μεγάλο βαθμό μέτρια κατά τα ιστορικά πρότυπα, είναι πολύ πιθανό να υποτιμούνται, και ίσως με μεγάλη διαφορά. Εάν είναι έτσι, η ισχύς της εν εξελίξει ανατροπής των κεφαλαιακών ροών που περνούν οι αναδυόμενες οικονομίες μπορεί να είναι μεγαλύτερη απ’ ότι υπολογίζεται – πιθανώς αρκετά μεγάλη για να πυροδοτήσει μια κρίση. Σε αυτό το πλαίσιο, η παρακολούθηση των αδιαφανών και εξελισσόμενων χρηματοπιστωτικών διασυνδέσεων είναι πιο σημαντική από ποτέ.