Χωρίς κανείς να το παρατηρήσει ιδιαίτερα, η εσωτερική ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη έχει μετακινηθεί. Η κυρίαρχη θέση της Γερμανίας, η οποία φαινόταν απόλυτη ύστερα από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, σταδιακά αποδυναμώνεται – με ευρείες συνέπειες για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Φυσικά, από την άποψη της ήπιας ισχύος, και μόνο το γεγονός πως οι άνθρωποι θεωρούν τη Γερμανία δύναμη, ενισχύει την εικόνα και τη στρατηγική θέση της χώρας. Ωστόσο, δε θα αργήσει πολύ η στιγμή που ο κόσμος θα αρχίσει να παρατηρεί πως το κύριο κίνητρο αυτής της αντίληψης – το γεγονός πως η οικονομία της Γερμανίας συνέχισε να αναπτύσσεται, ενώ οι περισσότερες υπόλοιπες οικονομίες της ευρωζώνης γνώρισαν μια παρατεταμένη ύφεση – αντιπροσωπεύει μιαν εξαιρετική περίσταση, η οποία σύντομα θα εξαφανιστεί.
Κατά τα 12 από τα τελευταία 20 χρόνια, ο ρυθμός ανάπτυξης της Γερμανίας ήταν χαμηλότερος από τον μέσο όρο των άλλων τριών μεγάλων χωρών της ευρωζώνης (Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία). Παρ’ ότι η ανάπτυξη της Γερμανίας εκτοξεύθηκε κατά την περίοδο προ της κρίσης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει πως θα ξαναπέσει κάτω από τον μέσο όρο των τριών χωρών – και πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, ο οποίος συμπεριλαμβάνει μικρότερες χώρες με υψηλή ανάπτυξη από την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη – μέσα σε πέντε χρόνια.
(1)
Αναμφισβήτητα, η Γερμανία έχει ακόμη κάποια εμφανή πλεονεκτήματα. Όμως μια πιο ενδελεχής εξέταση δείχνει πως δεν είναι τόσο θετικά όσο φαίνονται.
Για αρχή, η Γερμανία είναι πολύ κοντά σε πλήρη απασχόληση – σε τρομερή αντίθεση με τα διψήφια ποσοστά ανεργίας που κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος της ευρωζώνης. Ωστόσο, ο συνδυασμός της πλήρους απασχόλησης και του χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης υποδεικνύει ένα υποβόσκον πρόβλημα: την πολύ αργή ανάπτυξη παραγωγικότητας. Προσθέστε σε αυτό τη συρρικνωμένη δεξαμενή εργατών που μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες της αγοράς εργασίας της Γερμανίας – ο πληθυσμός της χώρας γερνά, ενώ οι καταφθάνοντες πρόσφυγες δεν έχουν τις απαραίτητες δεξιότητες – και η γερμανική οικονομία φαίνεται να κατευθύνεται προς μιαν παρατεταμένη περίοδο νωθρής απόδοσης.
Ένα άλλο φαινομενικό πλεονέκτημα είναι τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά αποθέματα της Γερμανίας, τα οποία όχι μόνο την προστάτεψαν από την κρίση, αλλά της παρείχαν και σημαντική πολιτική επιρροή. Πράγματι, καθώς τα γερμανικά χρήματα ήταν απαραίτητα για τη διάσωση των χωρών της περιφέρειας της ευρωζώνης που βρέθηκαν σε βαθιά κρίση, η χώρα πήρε κεντρική θέση σε όλες τις προσπάθειες αντιμετώπισης της κρίσης.
Η συμφωνία της Γερμανίας ήταν απαραίτητη για τη δημιουργία της «τραπεζικής ένωσης» της Ευρώπης, η οποία εμπεριείχε τη μεταφορά εποπτικών αρμοδιοτήτων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τη δημιουργία κοινού ταμείου για την εξυγίανση αποτυχημένων τραπεζών. Και η αντίθεση της Γερμανίας συνέλαβε στην καθυστέρηση της παρέμβασης της ΕΚΤ στις αγορές ομολόγων. Όταν η ΕΚΤ ξεκίνησε τελικά το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της, το έκανε με τη σιωπηλή έγκριση της Γερμανίας.
Τώρα όμως που τα επιτόκια βρίσκονται στο μηδέν, οι μεγάλες αποταμιεύσεις της Γερμανίας δεν της χρησιμεύουν ιδιαίτερα. Και με τη χρηματοπιστωτική καταιγίδα να έχει σε μεγάλο βαθμό υποχωρήσει, η Γερμανία δεν έχει νέες ευκαιρίες να επιδείξει την πολιτική της ισχύ, τόσο εντός όσο και εκτός της ευρωζώνης.
Πράγματι, ενώ η Γερμανία, χάρη στη βαθιά της εμπλοκή στις οικονομίες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, ήταν κεντρικός παίκτης στις συμφωνίες του Μινσκ που είχαν σκοπό να δώσουν τέλος στη σύγκρουση στην Ουκρανία, έχει ελάχιστη επιρροή στις χώρες της Μέσης Ανατολής που μονοπωλούν το παγκόσμιο ενδιαφέρον σήμερα. Ενώ πολλοί έχουν υπογραμμίσει την πολιτική ηγεσία της Γερμανίας στην προσφυγική κρίση, η πραγματικότητα είναι πως η ώθησή της στην πρώτη γραμμή αυτής της κρίσης, χωρίς να έχει ιδιαίτερη επιρροή στους παράγοντες που την προκαλούν, επιβαρύνει σημαντικά τη χώρα. Η Γερμανία είναι τώρα, για πρώτη φορά, σε θέση να χρειάζεται να ζητήσει αλληλεγγύη από τους εταίρους της στην ΕΕ, καθώς δεν μπορεί να απορροφήσει μόνη της όλους τους νεοαφιχθέντες.
Ως συνήθως, ωστόσο, οι εντυπώσεις απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, κάτι που σημαίνει πως η Γερμανία ακόμη θεωρείται ευρέως ως η μεγαλύτερη δύναμη της ευρωζώνης. Όμως, καθώς ο παγκόσμιος επιχειρηματικός κύκλος επιταχύνει την επιστροφή της Γερμανίας στην «παλιά κανονικότητα», η μετακίνηση της ισχύος στο εσωτερικό της Ευρώπης θα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αγνοηθεί.
Η Γερμανία, η οποία εξάγει μεγάλο όγκο επενδυτικών αγαθών, επωφελούταν περισσότερο από τα υπόλοιπα μέλη της ευρωζώνης από την επενδυτική άνθηση στην Κίνα και άλλες αναδυόμενες οικονομίες. Ωστόσο, η ανάπτυξη στις αναδυόμενες οικονομίες επιβραδύνει σημαντικά, μεταξύ αυτών και της Κίνας, όπου η ζήτηση μετακινείται από την επένδυση στην κατανάλωση. Αυτό τείνει να υπονομεύσει τη γερμανική ανάπτυξη και να ωφελήσει τις νοτιοευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες εξάγουν περισσότερα καταναλωτικά αγαθά.
Η εν εξελίξει μετακίνηση των δυναμικών οικονομικής και πολιτικής δύναμης στο εσωτερικό της Ευρώπης κατά πάσα πιθανότητα θα έχει σημαντικές συνέπειες στη λειτουργία της ΕΕ – και ιδιαίτερα σε αυτήν της ευρωζώνης. Για παράδειγμα, χωρίς μια ισχυρή Γερμανία που θα επιβάλει τη δημοσιονομική πειθαρχία της ευρωζώνης και θα προωθήσει την εφαρμογή δύσκολων αλλά απαραίτητων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι χώρες μπορεί να χάσουν το κίνητρο για να κάνουν αυτά που χρειάζεται για να εξασφαλίσουν τη δικαιοσύνη και τη σταθερότητα μακροπρόθεσμα. Εάν ο πληθωρισμός παραμείνει χαμηλός, η ΕΚΤ μπορεί να αισθανθεί ελεύθερη να προχωρήσει σε νέους γύρους νομισματικής χαλάρωσης, υπονομεύοντας ακόμη περισσότερο τους δημοσιονομικούς στόχους.
Εν ολίγοις, μπορεί να κατευθυνόμαστε προς μια λιγότερο «γερμανική» οικονομική πολιτική στην ευρωζώνη. Παρ’ ότι αυτό μπορεί να ενισχύσει τη δημοτικότητα της ΕΕ στην περιφέρεια, μπορεί επίσης να αυξήσει την αντίθεση στη συμμετοχή στην ΕΕ στη Γερμανία – μια χώρα που, παρά τη φθορά της οικονομικής της δύναμης, παραμένει σημαντικό κομμάτι στο παζλ της ενοποίησης.