Διακόσια χρόνια έχουν περάσει από τη μάχη του Βατερλό, όπου η διάσημη ήττα του Ναπολέοντα έφερε τόσο μεγάλο χτύπημα στην εικόνα της χώρας, που ο Στρατηγός Σαρλ ντε Γκολ, στην ιστορία του τού γαλλικού στρατού, απλά την παρέλειψε.
Παρ’ όλα αυτά, ο Ναπολέων, όπως κι ο ντε Γκολ, εύκολα θα συμπεριλαμβάνοντας σε λίστα των μεγαλύτερων ηγετών της ιστορίας – υποθέτοντας, φυσικά, πως θεωρεί κανείς τη «μεγαλειότητα» ως ένα μεμονωμένο χαρακτηριστικό.
Ο Μαρξ και ο Τολστόι θα υποστήριζαν πως δεν υπάρχει «μεγάλος ηγέτης». Για τον Μαρξ, η ταξική πάλη στη Γαλλία δημιούργησε τις προϋποθέσεις στις οποίες μια «αποκρουστική μετριότητα», δηλαδή ο Ναπολέων, μεταμορφώθηκε σε ήρωα. Όσον αφορά τον Τολστόι, ο Ναπολέων δεν ήταν ιδιαίτερα καλός στρατηγός, και οδηγήθηκε στη νίκη χάρη στη γενναιότητα και την αφοσίωση των γάλλων στρατιωτών που νίκησαν στη Μάχη του Μποροντίνο.
Είτε ήταν ο Ναπολέων μέγας είτε όχι, το ερώτημα παραμένει κατά πόσο μπορεί οποιοσδήποτε ηγέτης να κερδίσει αυτόν τον χαρακτηρισμό. Και αν ναι, ποιος;
Φαίνεται να υπάρχουν δύο ιδιαιτέρως σημαντικά κριτήρια της μεγαλειώδους ηγεσίας, και οι δύο σημειώνονται από τον πολιτικό φιλόσοφο Αϊζάια Μπερλίν. Πρώτον, αναγνωρίζει ο ηγέτης σε ποια κατεύθυνση φυσούν οι άνεμοι της ιστορίας; Ο Όττο φον Μπίσμαρκ το αναγνώριζε, όπως και ο Κόνραντ Αντενάουερ. Και οι δύο, όπως υποδεικνύει η διάσημη φράση του Μπίσμαρκ, μπορούσαν να ακούσουν «το θρόισμα του μανδύα του Θεού».
Δεύτερον, έχει ο ηγέτης να πάρει σημαντικές επιλογές; Φυσικά, εάν οι αποφάσεις επιβάλλονται στον ηγέτη, δεν μπορεί στην πραγματικότητα να λάβει τα εύσημα (ή να κατηγορηθεί) για αυτές. Το σημαντικό, συνεπώς, είναι να έχει ο ηγέτης την ευκαιρία να αναλογιστεί τις εναλλακτικές και να επιλέξει τη σωστή για τη χώρα του.
Για αυτόν τον λόγο είναι σχεδόν βέβαιο πως ο ντε Γκολ θα βρίσκεται σε οποιαδήποτε λίστα μεγάλων ηγετών. Σχεδόν ιδιοχείρως, έσωσε τη Γαλλία από τη ζώνη του υποβιβασμού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αφού επέστρεψε στην εξουσία το 1958, έσωσε τη χώρα του για δεύτερη φορά, σταματώντας δύο απόπειρες πραξικοπήματος, δίνοντας τέλος τον πόλεμο στην Αλγερία και εμπνέοντας το σύνταγμα της Πέμπτης Δημοκρατίας.
Όπως και ο βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο ντε Γκολ προσέφερε στους γάλλους μια νέα κοσμοθεωρία που καθόρισε τη θέση τους στην μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Στην πραγματικότητα, οι θεωρήσεις που θέσπισαν ο ντε Γκολ και ο Τσόρτσιλ για τις χώρες τους, αποδείχτηκαν να έχουν υπερβολική επιρροή. Οι διάδοχοί τους συνέχισαν να αντιλαμβάνονται τον κόσμο – και τον ρόλο των χωρών τους σε αυτόν – με τρόπους που παρεμπόδιζαν τη λογική συζήτηση και παραμόρφωναν τη λήψη των αποφάσεων για χρόνια. Ως αποτέλεσμα, κανείς από τους ακόλουθους ηγέτες των δύο χωρών δεν ήταν αντάξιός τους.
Υπάρχει ωστόσο άλλος πρωθυπουργός της Βρετανίας που ίσως πλησίασε αρκετά: η Μάργκαρετ Θάτσερ, μια ιδιαιτέρως αμφισβητούμενη προσωπικότητα, που αγαπήθηκε από πολλούς και μισήθηκε από άλλους. Ακόμη και η παραίτησή της, πριν από 25 χρόνια, πυροδοτήθηκε από ανταρσία στο υπουργικό της συμβούλιο και το κόμμα της. Όμως κανείς δε χρειάζεται να είναι συμπαθής σε όλους – είτε ακόμη και συμπαθητικός – για να είναι μεγάλος ηγέτης. Και το γεγονός είναι πως ακόμη και οι δυσφημιστές της Θάτσερ δεν μπορούν να αρνηθούν την επιρροή της.
Πέραν του ότι ήταν η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός στη Βρετανία, και μεταξύ των πρώτων γενικότερα, η Θάτσερ βοήθησε στην ανατροπή της οικονομικής κατάρρευσης στη Βρετανία. Η επίθεσή της κατά των υπερβολικά ισχυρών συνδικαλιστικών ενώσεων, επίσης, έκανε τη Βρετανία κυβερνήσιμη, σε μια περίοδο που η χώρα φαινόταν να πέφτει σε αστάθεια και αταξία. Με αυτά τα δεδομένα, σίγουρα αποτελεί υποψήφια για τον χαρακτηρισμό του «μεγάλου ηγέτη».
Παρομοίως, ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ μπορεί να χαρακτηριστεί ως μεγάλος ηγέτης, παρ’ ότι το ιστορικό του δεν είναι σε καμία περίπτωση πεντακάθαρο. Πέραν της ανάληψης σκοτεινών έργων ως ένας από τους υπασπιστές του Μάο, ο Ντενγκ έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διαταγή της σφαγής της Πλατείας Τιεν-αν-μέν το 1989. Ωστόσο, ο Ντενγκ επίσης απελευθέρωση την αγορά, θέτοντας τη χώρα στον δρόμο προς πρωτοφανή ανάπτυξη και ευμάρεια, η οποία τελικώς έβγαλε εκατοντάδες εκατομμυρίων κινέζους από τη φτώχεια.
Πολλοί θα θεωρούσαν τον Λι Κουαν Γιου, τον ιδρυτή της Σιγκαπούρης και επί χρόνια πρωθυπουργό της, ως μέγα, παρ’ ότι ο ίδιος θα καλωσόριζε την ευκαιρία να δοκιμάσει το θάρρος του σε μεγαλύτερο πεδίο μάχης. Και, πράγματι, φαίνεται πως το μέγεθος επηρεάζει τη δυνατότητα κάποιου να κερδίσει τον χαρακτηρισμό του μεγάλου ηγέτη. Δε θέλουμε να προσβάλουμε το Λουξεμβούργο όταν λέμε ότι είναι απίθανο να προκύψει μεγάλος ηγέτης από αυτό το μικρό κρατίδιο, ιδιαίτερα με δεδομένη τη γενικώς ατάραχη πολιτική του.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σίγουρα αρκετά μεγάλες για να παράξουν μεγάλους ηγέτες. Και κάποιοι πρόεδροι έχουν πράγματι κάνει μεγάλα πράγματα. Ο Χάρι Τρούμαν και ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ – σίγουρα όχι διανοητικοί γίγαντες – έδειξαν εξαιρετική κρίση καθώς θέσπισαν την μεταπολεμική διεθνή τάξη, η οποία έχει στηρίξει την ειρήνη σε πολλά μέρη του κόσμο επί δεκαετίες. Άλλοι, όπως ο Ρόναλτ Ρήγκαν και ο Μπιλ Κλίντον είχαν εξαιρετικά χαρίσματα – για παράδειγμα, την ικανότητα έμπνευσης ή το ταλέντο της πειθούς.
Ο Τζον Φ. Κέννεντυ είχε λίγο και από τα δύο. Έκανε ένα μεγάλο πράγμα: την επίλυση της κρίσης στην Κούβα. Και το χάρισμά του στην έμπνευση των ανθρώπων ήταν ανεπανάληπτο. Μάλιστα, αυτό επέζησε πολύ περισσότερο από τον ίδιο, με τη δολοφονία του να παγιώνει μιαν ισχυρή κληρονομιά.
Στην Αφρική, δεν έχει υπάρξει μεγάλη προσωπικότητα μετά τον θάνατο του προέδρου της Νοτίου Αφρικής Νέλσον Μαντέλα, ο οποίος συνδύαζε το θάρρος, την ισχύ και τη μεγαλοψυχία με μια κομψή αφθονία. Επρόκειτο για έναν από τους πιο χαρισματικούς και γοητευτικούς ηγέτες της γενιάς του.
Και τι γίνεται σήμερα; Ο μοναδικός ευρωπαίος που μπορεί να αξιώσει τον μανδύα της μεγαλειότητας είναι η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, η de facto ηγέτιδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως και ο πρώην καγκελάριος Χέλμουτ Κολ, τείνει να υποτιμάται αρχικά, όμως λαμβάνει σωστές μεγάλες αποφάσεις. Ο Κολ προσέφερε γενναιόδωρους όρους για την επανένωση της Γερμανίας, η Μέρκελ έχει σταθεί απέναντι στον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν και την παρεμβατικότητά του στην Ουκρανία, και έχει υιοθετήσει μιαν γενναιόδωρη προσέγγιση στη μεταναστευτική κρίση.
Ο Μαρξ και ο Τολστόι μάλλον δεν είχαν δίκιο. Η πολιτική ηγεσία – και οι άντρες και γυναίκες που την εξασκούν – μπορούν να κάνουν μεγάλη διαφορά, προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Η Μέρκελ είναι το κυρίαρχο σημερινό παράδειγμα για αυτό, καθώς παρέχει την κατεύθυνση που χρειάζεται να ακολουθήσει η Ευρώπη για να αντιμετωπίσει τη δύσκολη υπαρξιακή κρίση που έχει μπροστά της.