Η Ισπανία είναι το τελευταίο υπόδειγμα της ευρωζώνης για τη λιτότητα και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η οικονομία της έχει επεκταθεί επί οκτώ συνεχή τρίμηνα, κερδίζοντας σταθερά δυναμική και ξεπερνώντας εύκολα σε απόδοση την υπόλοιπη νομισματική ένωση.
Η ανάπτυξη των εξαγωγών είναι αντίστοιχη αυτής της Γερμανίας, η ανεργία έχει μειωθεί κατά περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους σε δύο χρόνια, οι επενδύσεις αυξάνονται και η βιομηχανική παραγωγή έχει ανέβει 5% τους τελευταίους 12 μήνες.
Όμως η ανάκαμψη της Ισπανίας δεν είναι ακριβώς αυτό που δείχνει, και υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις πως η πρόοδος που έχει σημειώσει η χώρα είναι αποτέλεσμα της λιτότητας και των μεταρρυθμίσεων.
Στην πραγματικότητα, αντί να ακολουθεί τη συνηθισμένη αφήγηση της λιτότητας – σύμφωνα με την οποία η δημοσιονομική πειθαρχία αναζωογονεί την πεποίθηση των επιχειρήσεων και κατά συνέπεια τις επενδύσεις και τη δημιουργία θέσεων εργασίας – η επιστροφή στην ανάπτυξη της Ισπανίας αντικατοπτρίζει τη χαλάρωση της λιτότητας από τις αρχές του 2014. Η χώρα έχει αντισταθεί αισθητά στην πίεση από την Ευρωπαϊκή Κομισιόν να κάνει πιο επιθετικά βήματα για να μειώσει το έλλειμμά της, το οποίο, στο 5,9% του ΑΕΠ, ήταν το τρίτο υψηλότερο της Ευρωπαϊκής Ένωσης του περασμένου έτους.
Παρομοίως, δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις πως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πυροδότησαν την ανάκαμψη της Ισπανίας. Πράγματι, ο ΟΟΣΑ αναφέρει πως οι αγορές προϊόντων και υπηρεσιών της Ισπανίας είναι πιο ελεύθερες απ’ ότι ήταν πριν από την κρίση, όμως η χώρα δεν έχει παρουσιάσει μεγαλύτερη πρόοδο από την Ιταλία, της οποίας οι εξαγωγές δεν είχαν καλή απόδοση.
Επιπλέον, παρ’ ότι τα στοιχεία του ΟΟΣΑ υποδεικνύουν μιαν μικρή απορρύθμιση στην αγορά εργασίας της Ισπανίας, δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να συνδέουν τις απορρυθμισμένες αγορές εργασίας με την βελτιωμένη ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές. Οι εξαγωγές της Γερμανίας, για παράδειγμα, είχαν μιαν καλή απόδοση, παρ’ ότι η αγορά εργασίας της χώρας έχει πιο στενή κρατική ρύθμιση απ’ ότι στη Γαλλία, την Ιταλία ή την Ισπανία.
Σε κάθε περίπτωση, η ανάκαμψη της Ισπανίας είναι λιγότερο σθεναρή απ’ ότι δείχνει. Ακόμη κι αν η ισπανική οικονομία αναπτυχθεί κατά 3% το 2015 και 2,5% το 2016, δε θα επιστρέψει στα μεγέθη της προ κρίσης πριν από το 2017. Εάν η οικονομία είχε επεκταθεί κατά 2% ετησίως από το 2008 – δηλαδή, στο μισό της μέσης ανάπτυξής της από το 1999 μέχρι το 2007 – θα ήταν κατά περισσότερο από ένα πέμπτο μεγαλύτερη απ’ ότι είναι τώρα. Επιπλέον, η κατανάλωση και οι επενδύσεις βρίσκονται ακόμη 12% χαμηλότερα και είναι απίθανο να καλύψουν το χαμένο έδαφος πριν από το 2020.
Το χάσμα μεταξύ του ΑΕΠ και της εγχώριας ζήτησης μπορεί να εξηγηθεί σε μεγάλο βαθμό από την κατάρρευση στις εισαγωγές, οι οποίες ήταν κατά 15% χαμηλότερες στο δεύτερο τρίμηνο του 2015 απ’ ότι ήταν στο τελευταίο τρίμηνο του 2007, λόγω του μειωμένου βιοτικού επιπέδου, της μαζικής ανεργίας και των περιορισμένων επενδύσεων. Είναι εντυπωσιακό πως η βιομηχανική παραγωγή βρίσκεται ακόμη χαμηλότερα απ’ ότι ήταν στο απόγειο της κρίσης το 2009.
Ενώ οι ισπανικές εξαγωγές έχουν αυξηθεί κατά 18% από το τέταρτο τρίμηνο του 2007, αυτό αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό το γεγονός πως οι τιμές των ισπανικών εξαγωγών έχουν αυξηθεί πολύ λιγότερο απ’ ότι σε άλλες μεγάλες χώρες της ΕΕ. Και η ανάπτυξη των εξαγωγών της Ισπανίας κινητοποιήθηκε από τομείς με χαμηλή προστιθέμενη αξία, όπως τα καύσιμα, τα τρόφιμα και οι πρώτες ύλες, και όχι από την ανοδική πορεία των ισπανικών εταιρειών στην αλυσίδα αξίας.
Το μεγαλύτερο κίνητρο της ανάπτυξης στην Ισπανία τον τελευταίο χρόνο ήταν η αυξημένη ιδιωτική κατανάλωση, πυροδοτούμενη από την πτώση της ανεργίας και την αύξηση των πραγματικών μισθών. Ενώ όλα αυτά είναι καλά νέα, χρειάζεται να περιγράψουμε και τα συμφραζόμενα.
Για αρχή, η πτώση της ανεργίας κατά τα τελευταία δύο χρόνια συμπεριλαμβάνει τους 300.000 ανθρώπους που έχουν αποχωρήσει από την εργατική δύναμη. Οι περισσότερες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν αυτήν την περίοδο ήταν χαμηλόμισθες υπηρεσίες, ιδιαίτερα στον τουρισμό, ενώ η συνολική απασχόληση παραμένει 14% χαμηλότερη από το ζενίθ της προ κρίσης – η χειρότερη απόδοση από οποιαδήποτε χώρα της ευρωζώνης εκτός της Ελλάδας.
Η αύξηση των πραγματικών μισθών, μεταξύ, πυροδοτείται εν μέρει από προσωρινούς παράγοντες. Παρ’ ότι η ανάπτυξη του ονομαστικού μισθού έχει επιταχύνει, η ανάπτυξη του πραγματικού μισθού αντικατοπτρίζει την πτώση σε ύφεση. Καθώς οι οικονομικοί παράγοντες προσαρμόζονται στον πιο αδύναμο πληθωρισμό, η ανάπτυξη του πραγματικού μισθού κατά πάσα πιθανότητα θα μειωθεί. Πράγματι, η ανάπτυξη στους ονομαστικούς μισθούς επιβράδυνε απότομα στο δεύτερο τρίμηνο του έτους.
Ο χαμηλός πληθωρισμός μπορεί να βοήθησε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των τιμών των ισπανικών εξαγωγών, δεν είναι όμως σε καμία περίπτωση καλοήθης. Το ονομαστικό ΑΕΠ είναι χαμηλότερα απ’ ότι ήταν πριν από επτά χρόνια, κάτι που σημαίνει πως το χρέος εξυπηρετείται από στάσιμο ή μειούμενο εισόδημα. Το συνολικό επίπεδο του χρέους της Ισπανίας (κράτος, νοικοκυριά, χρηματοπιστωτικές εταιρείες και μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις) είναι ελάχιστα χαμηλότερο από το ζενίθ το 2012 και ακόμη πολύ υψηλότερο απ’ ότι ήταν το 2008.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι να είναι κανείς σκεπτικός με τις προοπτικές ανάπτυξης της Ισπανίας. Πρώτον, ο πληθωρισμός είναι πολύ πιθανό να παραμείνει πολύ χαμηλός, με πολλά ακόμη χρόνια υψηλής ανεργίας να επιβαρύνουν τις τιμές και με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απρόθυμη να ακολουθήσει την επιθετική πολιτική της νομισματικής χαλάρωσης που χρειάζεται για να τις ανεβάσει (κάνοντας δύσκολο να μειωθεί η πραγματική αξία του βάρους του χρέους μιας χώρας).
Δεύτερον, με τον χαμηλό πληθωρισμό να σπρώχνει προς τα πάνω το πραγματικό κόστος δανεισμού, το κεφάλαιο και η ικανή εργατική δύναμη κατευθύνονται σε ισχυρότερες χώρες, όπου ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος. Η ισπανική κυβέρνηση δεν έχει τους πόρους για να αντιμετωπίσει αυτό το φαινόμενο με δημόσιες δαπάνες, και η ευρωζώνη δεν έχει τους δημοσιονομικούς μηχανισμούς για να αποζημιώσει τα πιο αδύναμα κράτη-μέλη.
Τρίτον, η ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης θα οδηγήσει τις εισαγωγές να αυξηθούν πιο γρήγορα από τις εξαγωγές. Αυτό θα επαναφέρει το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και θα επιδεινώσει την ήδη αδύναμη θέση καθαρών εξωτερικών περιουσιακών στοιχείων της Ισπανίας.
Τέταρτον, η πληθυσμός της Ισπανίας που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας συρρικνώνεται γρήγορα. Εν μέσω υψηλής ανεργίας, αυτό μπορεί να μη μοιάζει με πρόβλημα, όμως συνήθως οδηγεί σε αδύναμη οικονομική ανάπτυξη που υπονομεύει τις προοπτικές μείωσης του χρέους μιας χώρας.
Πέμπτον, ο συνδυασμός της μη ευνοϊκής δημογραφίας και του περισσεύματος άδειων σπιτιών, θα παρεμποδίσει την ισχυρή ανάκαμψη στην αγορά των ακινήτων. Ως αποτέλεσμα, η κατασκευαστική δραστηριότητα αναμένεται να παγώσει σε χαμηλά επίπεδα.
Τέλος, η Ισπανία είναι πιθανό να μπει στην επόμενη καθοδική πορεία χωρίς να έχει ανακάμψει πλήρως από την προηγούμενη ύφεση, με υψηλά επίπεδα δημόσιου και ιδιωτικού χρέους και με την ανεργία υψηλότερα από τα επίπεδα προ κρίσης. Με δεδομένη την ανεπάρκεια πολιτικών εργαλείων για την ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης, μία νέα βαθιά ύφεση είναι πολύ πιθανή.
Η ιστορία της ανάκαμψης της Ισπανίας δεν είναι ακριβώς «ψέματα, αναθεματισμένα ψέματα και στατιστικές», ούτε είναι και η εμπνευσμένη αφήγηση πολιτικής γενναιότητας και θριάμβου, όπως την παρουσιάζουν πολλοί παρατηρητές. Η πραγματικότητα είναι πως η Ισπανία βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με τη δύσκολη πρόκληση της ενίσχυσης της παραγωγικότητας εν μέσω επίμονα χαμηλού πληθωρισμού, ενός μεγάλου εσωτερικού και εξωτερικού χρέους, περιοριστικών μακροοικονομικών πολιτικών και μιας σοβαρής δημογραφικής πρόκλησης. Και αυτή είναι μια ιστορία που δε θα έχει απαραίτητα αίσιο τέλος.