Η αντίδραση της Ευρώπης στις στρατηγικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει – οι ρωσικές επιθέσεις στην Ουκρανία, οι πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τη βία στη Μέση Ανατολή, η ταραχές στη Βόρειο Αφρική – δημιουργεί την εντύπωση πως οι ηγέτες της δεν έχουν ιδέα τι να κάνουν. Και πράγματι, μπορεί να μην έχουν – μια πραγματικότητα που θα πρέπει να αναγνωριστεί και όχι να συγκαλυφθεί.
Θέτοντάς το απλά, η στάσιμη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης επηρεάζει την αντίδρασή της στις εξωτερικές πιέσεις που αντιμετωπίζει. Η εσωτερική κρίση έχει αφήσει ελάχιστα περιθώρια ελιγμών στους ηγέτες της ΕΕ. Ευτυχώς, η Ευρώπη έχει τα μέσα για να αντιμετωπίσει αυτήν την κρίση, εάν μπορέσει να μαζέψει τη σοφία και την πολιτική βούληση για αυτό.
Οι πηγές των προβλημάτων της ΕΕ βρίσκονται στην αντίδρασή της στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008: δύο χρόνια δημοσιονομικών κινήτρων μεγάλης κλίμακας. Ενώ αυτό δεν έκανε πολλά για την ανάπτυξη, είχε ως αποτέλεσμα ένα δυσβάσταχτο δημόσιο χρέος. Επτά χρόνια αργότερα, η κατά κεφαλήν παραγωγή της ΕΕ δεν είναι υψηλότερη απ’ ότι ήταν στο ξεκίνημα της κρίσης. Την ίδια στιγμή, το μέσο δημόσιο χρέος έχει ανέβει στο 87% του ΑΕΠ, αφήνοντας λίγο χώρο για πολιτική ευελιξία ή καινοτομία.
Εκ των υστέρων, είναι εξαιρετικά προφανές τι θα έπρεπε να είχε γίνει. Η Ελλάδα, η οποία δέχτηκε τη μεγαλύτερη δημοσιονομική ώθηση, είναι η χώρα της οποίας η οικονομία έχει δεχτεί τη μεγαλύτερη ζημιά. Η ύφεσή της συνεχίζεται, ενώ χώρες όπως η Λετονία, η Λιθουανία και η Εσθονία, οι οποίες πραγματοποίησαν γρήγορες, ριζικές δημοσιονομικές προσαρμογές και απελευθέρωσαν τις οικονομίες τους, απολαμβάνουν μιαν ισχυρή ανάπτυξη.
Επιπλέον, ο αργός ρυθμός της λήψης αποφάσεων στην Ευρώπη έχει επιδεινώσει τα προβλήματα της Ελλάδας. Σε ότι έχει να κάνει με την οικονομική πολιτική, μια γρήγορη, λάθος απόφαση είναι συχνά καλύτερη από την απραξία. Αντί να λύσουν την ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση γρήγορα, οι ηγέτες της ΕΕ της επέτρεψαν να παραγκωνίσει τις συζητήσεις για άλλα ζητήματα επί πέντε χρόνια. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα χώλαινε, χωρίς να παίρνει ποτέ τα αποφασιστικά μέτρα που θα μπορούσαν να επαναφέρουν την εμπιστοσύνη.
Με την προσοχή της να εστιάζει στην μακροοικονομία, η ΕΕ παρέλειψε να πάρει τα μέτρα που θα είχαν θέσει την οικονομική ανάπτυξη ξανά στον σωστό δρόμο: την απελευθέρωση των αγορών, την περικοπή των δαπανών (αντί της αύξησης των φόρων) και, πάνω απ’ όλα, την περαιτέρω ανάπτυξη του μεγαλύτερου προσόντος της, της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.
Ελάχιστα έχουν αλλάξει από τότε που οι ιταλοί οικονομολόγοι Alberto Alesina και Francesco Giavazzi σημείωσαν, σχεδόν μια δεκαετία πριν, πως «Χωρίς σοβαρές, βαθιές, και ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις, η Ευρώπη θα υποχωρήσει αδυσώπητα, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά». Προειδοποίησαν πως «Απουσία εις βάθος αλλαγής, σε 20 ή 30 χρόνια, το μερίδιο της Ευρώπης στην παγκόσμια παραγωγή θα είναι σημαντικά χαμηλότερο απ’ ότι είναι σήμερα και, πιθανώς πιο σημαντικό, η πολιτική της επιρροή θα περιοριστεί πολύ».
Πράγματι, η αναφορά της Παγκόσμιας Τράπεζας για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη το 2012 συνόψιζε την κατάσταση ως εξής: «Οι γηρασμένοι ευρωπαίοι στριμώχνονται μεταξύ των καινοτόμων αμερικανών και των ικανών ασιατών».
Τα κύρια αίτια για την ανεπαρκή απόδοση της Ευρώπης είναι απολύτως γνωστά: υψηλοί φόροι, υπερβολικά πολλές κακές ρυθμίσεις, η απουσία κύριων αγορών και οι υψηλές δημόσιες δαπάνες. Και υπάρχει μόνο ένας λόγος που οι ευρωπαϊκές αγορές δαπανούν τόσο: η υπερβολική κοινωνική προστασία. Όπως παρατήρησε η Παγκόσμια Τράπεζα, «Οι κυβερνήσεις της δυτικής Ευρώπης δαπανούν περίπου 10% του ΑΕΠ περισσότερο απ’ ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς και η Ιαπωνία. Η διαφορά στις δαπάνες για την κοινωνική προστασία βρίσκεται στο 9% του ΑΕΠ».
Για να χρηματοδοτηθούν αυτές οι δαπάνες, θα πρέπει να συγκεντρωθούν έσοδα. Και επειδή είναι δύσκολο να φορολογηθεί επαρκώς το κεφάλαιο, η Ευρώπη έχει επιβάλει υπερβολικές εισφορές στην εργασία. Σε όλη την ήπειρο, όμως ιδιαίτερα στη νότιο Ευρώπη, οι φόροι και οι αυστηρές ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, διατηρούν την ανεργία υψηλά, στο 11% της εργατικής δύναμης, και αποθαρρύνουν τους ευρωπαίους από το να επενδύσουν στην εκπαίδευσή τους. Οι φυσικές συνέπειες είναι η πολύ λίγη απασχόληση, η πολύ λίγη επένδυση σε εκπαίδευση υψηλής εξειδίκευσης, πολύ λίγη καινοτομία και ελάχιστες αυξήσεις στην παραγωγικότητα.
Το πιο εντυπωσιακό είναι η οπισθοδρομικότητα των ευρωπαίων στην ανάπτυξη υψηλής τεχνολογίας και στην καινοτομία. Σχεδόν με κάθε μέτρο, το μεγαλύτερο κομμάτι της Ευρώπης έχει οικτρή εικόνα. Από τα 50 καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο, σύμφωνα με τη λίστα της Σανγκάης και τη λίστα των Times, περίπου 30 είναι αμερικανικά, έξι ή επτά βρετανικά, και μόλις κάποια από αυτά βρίσκονται στην ηπειρωτική Ευρώπη. Κάποιες χώρες του ευρωπαϊκού βορά μπορούν να ανταγωνιστούν τις ΗΠΑ σε ότι έχει να κάνει τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη και τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας που αποδίδονται, όμως ο νότος και η ανατολή της Ευρώπης μένουν πολύ πίσω.
Την ίδια στιγμή, η ΕΕ δεν έχει ακόμη ανοίξει τις αγορές της για επιχειρηματικές υπηρεσίες και ψηφιακό εμπόριο, όπου η αμερικανική οικονομία ευδοκιμεί, παρ’ ότι οι υπηρεσίες καταλαμβάνουν περίπου 70% του ΑΕΠ στις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Το 2006, η Ευρωπαϊκή Κομισιόν εξέδωσε μιαν οδηγία για την απελευθέρωση των συναλλαγών στις υπηρεσίες, όμως οι μεγαλύτερες χώρες – ιδιαίτερα η Γερμανία – έχουν αρνηθεί να την εφαρμόσουν. Η απουσία των υπηρεσιών και των ψηφιακών αγορών ζημιώνει την ανάπτυξη μια σύγχρονης οικονομίας στην Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο που οι αμερικανοί γίγαντες όπως η Apple, η Amazon, και η Google, ηγούνται του κόσμου της υψηλής τεχνολογίας.
Δεν υπάρχει τίποτα το αναπόφευκτο στις κακουχίες της Ευρώπης, όπως δεν υπάρχει και τίποτα το ευρωπαϊκό στην ύπαρξη των υπερβολικών κοινωνικών μεταφορών. Οι σοβαρές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις – από την Ιρλανδία έως την Πολωνία – έχουν αντιμετωπίσει επιτυχώς το πρόβλημα. Το υπόλοιπο της ΕΕ θα πρέπει όχι μόνο να ακολουθήσουν το παράδειγμα, θα πρέπει επίσης να μειώσουν τους φόρους στο εισόδημα και στο μισθολόγιο και να απελευθερώσουν τις αγορές εργασίας τους.
Οι θεμελιώδεις οικονομικές μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνται συνήθως μόνο μετά από μια σοβαρή κρίση, όπως έγινε στη Βρετανία στο τέλος της δεκαετίας του 1970, στη Σουηδία και στη Φινλανδία στις αρχές της δεκαετίας του 1990, και στην Ανατολική Ευρώπη ύστερα από την κατάρρευση του κομμουνισμού το 1989. Η ΕΕ έχει σπαταλήσει τις ευκαιρίες που προσέφερε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και η επακόλουθη κρίση του ευρώ. αντί να προχωρήσουν στις δύσκολες αλλαγές που θα επέτρεπαν την ισχυρή ανάκαμψη, οι πολιτικοί παράγοντες της Ευρώπης έχουν επιβαρύνει την οικονομία ακόμη περισσότερο με περισσότερες δαπάνες και χρέος.
Η ΕΕ θα συνεχίζει να παραπαίει μέχρι να αναγνωρίσει τα λάθη της και να ξεκινήσει να πραγματοποιεί τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η οικονομία της. Μόνο θέτοντας την ήπειρο σταθερά στον δρόμο της ανάπτυξης θα μπορέσουν οι ηγέτες της Ευρώπης να αντιμετωπίσουν τις εξωτερικές προκλήσεις που έχουν τώρα μπροστά τους.