Η προηγούμενη εβδομάδα σημείωσε την πρώτη αλλαγή κυβέρνησης στον Καναδά μετά από σχεδόν μία δεκαετία, ύστερα από την αναπάντεχα μεγάλη νίκη του Φιλελεύθερου Κόμματος του πρωθυπουργού Τζάστιν Τρουντώ στις γενικές εκλογές των μέσων του Οκτωβρίου.
Για να καταλάβουμε τι θα σημαίνει η αλλαγή για τις σχέσεις του Καναδά με τον κόσμο θα πρέπει να εξετάσουμε τη διεθνή στάση της χώρας υπό τον Συντηρητικό προκάτοχο του Τρουντώ, Στίβεν Χάρπερ.
Μιλώντας γενικά, η εκλογή του Τρουντώ (ο πατέρας του οποίου, Πιέρ, ήταν πρωθυπουργός όταν εκείνος γεννήθηκε το 1971 και διατήρησε τη θέση από το 1968 έως το 1979, και ξανά από το 1980 έως το 1984) αποτελεί απόρριψη της πολωτικής πολιτικής ατζέντας του Χάρπερ και του ανταγωνιστικού ηγετικού στυλ του. Υπό τον Χάρπερ, ο Καναδάς απομακρύνθηκε από τις πολυμερείς σχέσεις, παραμελώντας θεσμούς όπως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών προς όφελος μιας πιο επιθετικής εξωτερικής και πολιτικής ασφαλείας, η οποία διαχώρισε τον κόσμο σε φίλους και εχθρούς.
Η σκληρή ρητορική του Χάρπερ για την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και την παρέμβαση στην ανατολική Ουκρανία, και για την ανησυχητική προϊστορία της Κίνας στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του απέσπασαν ευρεία δημόσια στήριξη. Ωστόσο, η στάση του για την κλιματική αλλαγή αποδείχτηκε περισσότερο αμφιλεγόμενη. Αποσύροντας τον Καναδά από το πρωτόκολλο του Κιότο και απορρίπτοντας σε μεγάλο βαθμό τη σημασία του ζητήματος (προτού τελικά προσφέρει περιορισμένες υποχωρήσεις για να μειώσει το αποτύπωμα διοξειδίου του άνθρακα της χώρας), περιόρισε τη θέση του Καναδά σε ένα από τα πρωτεύοντα παγκόσμια ζητήματα της εποχής μας. Στη Μέση Ανατολή, η εξωτερική πολιτική του Καναδά περιορίστηκε ουσιαστικά στην αδιαμφισβήτητη στήριξη προς την κυβέρνηση του Ισραήλ.
Αυτού του είδους οι πολιτικές θέσεις, μαζί με άλλες, εξηγούν γιατί το 2010 ο Καναδάς γνώρισε μια τεράστια διπλωματική ήττα, όταν το αίτημά του για έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ απορρίφθηκε, σοκάροντας το καθεστώς εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Ο Χάρπερ αφήνει μιαν καλύτερη κληρονομιά στο μέτωπο του εμπορίου, όπου παρείχε μιαν αφοσιωμένη ηγεσία στην επιδίωξη φιλόδοξων συμφωνιών τόσο με την Ευρωπαϊκή Ένωση (τη Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία, CETA) όσο και με την Ασία (την Υπερ-Ειρηνική Συνεργασία, TPP). Από την πλευρά του, ο Τρουντώ έχει ήδη δώσει το μήνυμα πως θα πιέσει για την επικύρωση τόσο της CETA όσο και της TPP – βοηθώντας έτσι να μειωθεί η υπερβολική εξάρτιση του Καναδά από το εμπόριο με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Συγκεκριμένα, η νέα Φιλελεύθερη κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να βοηθήσει τις μικρές και μεσαίες καναδικές επιχειρήσεις να κερδίσουν μια θέση στην ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή κυβέρνηση και οι επιχειρήσεις μπορούν να περιμένουν να δουν μιαν εξαιρετικά ενεργητική καναδική διπλωματία στα θέματα του εμπορίου και των επενδύσεων.
Οι υπερατλαντικοί εταίροι του Καναδά, από την πλευρά τους, έχουν παρομοίως υψηλές προσδοκίες από τον Τρουντώ και την κυβέρνησή του, ιδιαίτερα λόγω της δέσμευσής του να επιδιώξει πιο φιλόδοξους στόχους στη μείωση των εκπομπών ρύπων στην επικείμενη Συνεδρίαση για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ στο Παρίσι. Επίσης, η πιο άμεση ενσωμάτωση με τις τεράστιες πηγές ενέργειας του Καναδά θα μπορούσε να προσφέρει στην Ευρώπη μιαν ελκυστική εναλλακτική από την μεγάλη της εξάρτιση στις εισαγωγές από τη Ρωσία και τη Μέση Ανατολή.
Πολλοί στον ενεργειακό κλάδο του Καναδά θα ακολουθήσουν την κλιματική ατζέντα του Τρουντώ με τρόπο, ωστόσο η πίεσή του για περιβαλλοντικές μεταρρυθμίσεις μπορεί να αποδειχθεί δώρο εξ’ ουρανού για τις εταιρείες ενέργειας της χώρας. Ο Καναδάς έχει μιαν ευκαιρία όχι μόνο να επιδιορθώσει τη διεθνή του εικόνα, αλλά και να υπογραμμίζει τις σημαντικές τεχνολογικές και οικολογικές προόδους που έχουν κάνει οι καινοτόμες πετρελαιοπαραγωγικές εταιρείες τα τελευταία χρόνια.
Σε όρους ασφαλείας και αμυντικής πολιτικής, οι θέσεις της κυβέρνησης του Τρουντώ είναι περισσότερο αόριστες. Την ημέρα μετά την εκλογή του, ο Τρουντώ είπε στον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα πως θα αποσύρει τον Καναδά από τη βομβιστική εκστρατεία κατά του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και το Ιράκ. Από την άλλη, η δηλωμένη δέσμευση του Φιλελεύθερου Κόμματος στη διατήρηση των αμυντικών δαπανών και τη συνέχιση των καναδικών επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη, θα πρέπει να καθησυχάσει τους στρατηγικούς συμμάχους της χώρας.
Επιπλέον, ο Τρουντώ πραγματοποιεί την προεκλογική υπόσχεσή του να υποδεχτεί 25.000 σύρους πρόσφυγες όσο το δυνατόν συντομότερο. Αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια καλοδεχούμενη, εάν και σε μεγάλο βαθμό συμβολική, επίδειξη της αλληλεγγύης του Καναδά στην προσπάθεια της ΕΕ να διαχειριστεί την πιο σοβαρή κρίση της εδώ και δεκαετίες.
Ίσως το πιο σημαντικό, όποια κατεύθυνση και αν πάρει η εξωτερική (και εσωτερική) πολιτική του Καναδά, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ξεκάθαρο πως η διαδικασία χάραξης πολιτικής θα αλλάξει δραματικά υπό τον Τρουντώ. Κατά τη διάρκεια των σχεδόν δέκα ετών στην εξουσία, ο Χάρπερ δημιούργησε μιαν ισχυρή, εξαιρετικά συγκεντρωμένη εκτελεστική εξουσία που «έκανε πράγματα» και ήλεγχε την πολιτική αφήγηση, με τον ίδιο να είναι γνωστός για την προσπάθειά του να επιδιώξει υψηλό βαθμό προσωπικής εμπλοκής σε κάθε τομέα της κυβέρνησής του.
Ο Τρουντώ, από την άλλη, έχει υποσχεθεί πως θα είναι ένας πολύ διαφορετικού τύπου ηγέτης, υποσχόμενος να επιδιώξει μιαν πιο συνεργατική προσέγγιση στη χάραξη πολιτικών και να επιτρέψει στους υπουργούς τους να αναλάβουν πολύ μεγαλύτερη ευθύνη των χαρτοφυλακίων τους. Κατά πολλούς τρόπους, το μήνυμα της εκστρατείας για αλλαγή – μαζί με μια τεράστια γοητεία και προσωπική αυτοπεποίθηση – θύμιζε την πρώτη υποψηφιότητα του Ομπάμα για τον Λευκό Οίκο το 2008.
Καθώς ο Τρουντώ ξεκινά ένα γεμάτο πρόγραμμα εξωτερικών επισκέψεων, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων συνόδων κορυφής στη σειρά, θα παρουσιάσει τον εαυτό του στον κόσμο με ένα οικείο μήνυμα ελπίδας και συνεργασίας. Όπως και αν τον αλλάξουν οι προκλήσεις της διακυβέρνησης τα επόμενα τέσσερα χρόνια, είναι ήδη εμφανές σήμερα πως ο Καναδάς δε θα είναι ίδιος.