Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι το βράδυ της 13ης Νοεμβρίου, οι οποίες άφησαν πίσω τους τουλάχιστον 120 νεκρούς, αποτελούν τραγική υπενθύμιση της πανταχού παρουσίας της σύγχρονης τρομοκρατίας.
Μόνο φέτος, βίαιοι εξτρεμιστές έχουν δολοφονήσει αθώους ανθρώπους στο όνομα της θρησκείας ή της πολιτικής στη Γαλλία, στην Τυνησία, στην Κένυα, στο Ισραήλ, στη Νιγηρία και, φυσικά, στη Συρία και στο Ιράκ – για να αναφέρουμε κάποιες χώρες ως παράδειγμα. Όπως η μαύρη πανούκλα στη μεσαιωνική Ευρώπη, η τρομοκρατία καταδιώκει τον σύγχρονο κόσμο, και η εξόντωσή της έχει μετατραπεί σε παγκόσμια ανάγκη.
Η διεθνής κοινότητα διατηρεί εδώ και καιρό ανησυχίες για την απειλεί που δημιουργεί η τρομοκρατία. Χώρες έχουν εφαρμόσει νομοθεσίες ασφαλείας και δημιουργήσει ειδικές υπηρεσίες πληροφοριών και αστυνομικές μονάδες για να σταματήσουν τους δράστες και να αποθαρρύνουν ή να εμποδίσουν τις επιθέσεις, και έχουν συνοδέψει αυτές τις προσπάθειες με την είσοδό τους σε διεθνείς και τοπικές συνθήκες και διμερείς συμφωνίες.
Παρ’ όλα αυτά, και παρά τις πολυάριθμες προσπάθειες δημιουργίας του, δεν υπάρχει παγκόσμιο νομικό σώμα που να ηγείται της μάχης κατά της τρομοκρατίας. Και είναι καιρός αυτό να αλλάξει.
Η προσπάθεια αντιμετώπισης της τρομοκρατίας σε διεθνές επίπεδο έχει παρουσία σχεδόν 90 ετών. Το 1926, η Ρουμανία – η πρώτη χώρα που εισήγαγε το έγκλημα της τρομοκρατίας στον ποινικό της κώδικα – ζήτησε από την Κοινωνία των Εθνών να «εξετάσει τη σύνταξη μιας σύμβασης που θα καταστήσει την τρομοκρατία παγκοσμίως τιμωρητέα».
Όμως δεν ήταν μέχρι το 1934 που η δολοφονία του Βασιλιά Αλεξάνδρου Α’ της Γιουγκοσλαβίας και του γάλλου υπουργού Εξωτερικών Λουί Μπαρτού έπεισε την Κοινωνία των Εθνών να κάνει την πρώτη προσπάθεια να δημιουργήσει διεθνείς δικαστικούς μηχανισμούς για να αντιμετωπίσει την τρομοκρατία. Μια ομάδα ειδημόνων συνέταξαν την Σύμβαση για την Πρόληψη και την Τιμωρία της Τρομοκρατίας και τη Σύμβαση για τη Δημιουργία ενός Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Και οι δύο συμβάσεις υπογράφηκαν από 24 κυβερνήσεις και επικυρώθηκε από μία, όμως το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εξασφάλισε πως καμία από τις δύο δεν τέθηκε σε ισχύ.
Μέχρι σήμερα, έχουν υπογραφεί 19 «τμηματικές» συμβάσεις για την τρομοκρατία, που καλύπτουν τους τρομοκρατικούς βομβαρδισμούς, την πυρηνική τρομοκρατία, τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, τις ενέργειες κατά της εναέριας και θαλάσσιας ασφάλειας, και ενέργειες κατά διεθνώς προστατευμένων προσώπων. Όμως ένας παγκόσμιος νομικός μηχανισμός για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας υπό όλες τις μορφές της έχει παραμείνει εκτός εμβέλειας.
Κάθε προσπάθεια δημιουργίας του έχει κολλήσει σε σημαντικές διαφωνίες μεταξύ των χωρών, με κύριο παράδειγμα για τον ορισμό της τρομοκρατίας και για το εάν συμπεριλαμβάνει πράξεις που γίνονται από ένοπλες δυνάμεις και μαχητές της ελευθερίας. Πιο πρόσφατα, μια προσπάθεια θέσης της τρομοκρατίας υπό τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου αφέθηκε λόγω της απουσίας ενός παγκοσμίως αποδεκτού ορισμού και της παραπάνω επιβάρυνσης εργασίας που θα επέφεραν αυτού του είδους οι υποθέσεις.
Καθώς οι τρομοκρατικές επιθέσεις γίνονται όλο και πιο συνηθισμένες, ένα διεθνές σώμα για την αντιμετώπισή τους δεν υπήρξε ποτέ πιο σημαντικό. Τον Φεβρουάριο, η Ρουμανία πρότεινε τη θέσπιση ενός Διεθνούς Δικαστηρίου κατά της Τρομοκρατίας και μαζί με την Ισπανία έχει ξεκινήσει μια κοινή διαδικασία διαβούλευσης που ελπίζουμε πως θα οδηγήσει στην τελική δημιουργία του. Ένα τέτοιο δικαστήριο θα είχε την ισχύ να καταδικάσει κάθε ενέργεια τρομοκρατίας που θα διαπραχθεί μετά τη δημιουργία του, προσφέροντας την απελπιστικά απαραίτητη βοήθεια σε χώρες με αδύναμα νομικά συστήματα και παρέχοντας ένα ισχυρό απωθητικό για τους εν δυνάμει τρομοκράτες.
Το Δικαστήριο κατά της Τρομοκρατίας θα είχε συμπληρωματική δικαιοδοσία τόσο στα εθνικά δικαστήρια, όσο και στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, παρεμβαίνοντας μόνο όταν τα εγχώρια σώματα δεν έχουν τη δυνατότητα ή την επιθυμία να εκδικάσουν υπόθεση τρομοκρατίας ή όταν τα εγκλήματα που διαπράττονται βρίσκονται εκτός δικαιοδοσίας του Ποινικού Δικαστηρίου. Θα είχε έναν εισαγγελέα και έναν λογικό αριθμό δικαστών, επιλεγμένους με στόχο την ισορροπημένη εκπροσώπηση των κύριων νομικών συστημάτων του κόσμου και των γεωγραφικών περιοχών, και την ισότητα φύλων. Θα επωφελούταν επίσης από τη δημιουργία μιας πολυεθνικής αστυνομίας ή δύναμης ασφαλείας με τη δυνατότητα να δράσει εάν μια κυβέρνηση δεν έχει τη δυνατότητα ή την επιθυμία να συνεργαστεί για να εξασφαλίσει στοιχεία κατά των κατηγορουμένων.
Η δημιουργία του δικαστηρίου θα απαιτούσε μια διεθνή συνθήκη ή μια δεσμευτική πράξη από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών για να εξασφαλίσει την παγκόσμια δικαιοδοσία του. Το πιο πιθανό είναι πως θα υιοθετούταν μέσω δεσμευτικής διάταξης του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, με την θέσπιση των Διεθνών Ποινικών Δικαστηρίων για την Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα και του Ειδικού Δικαστηρίου για το Λίβανο να λειτουργεί ως προηγούμενο.
Αναμφισβήτητα, η δημιουργία ενός τέτοιου δικαστηρίου θα αντιμετώπιζε δυσκολίες, με την πιο σημαντική από αυτές να παραμένει η απουσία συναίνεσης στο τι καθιστά ένα έγκλημα τρομοκρατίας. Προτείνεται η υιοθέτηση μιας «προσέγγισης κοινού παρανομαστή». Πέραν της περίληψης ενεργειών που έχουν συμφωνηθεί από τις υπάρχουσες τμηματικές συνθήκες, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου θα βασίζεται στο εθιμικό διεθνές δίκαιο, λαμβάνοντας υπόψη την πρόθεση (εάν η πράξη είχε σκοπό να σκορπίσει τον τρόμο ή να ασκήσει πίεση στις αρχές), καθώς και τη βαρύτητα του εγκλήματος και τον διεθνή χαρακτήρα του.
Η θέσπιση του Διεθνούς Δικαστηρίου κατά της Τρομοκρατίας και η παροχή νομιμότητας θα απαιτήσει τη στήριξη της κοινωνίας των πολιτών, του ακαδημαϊκού κόσμου και της κοινής γνώμης. Η απόκτηση αυτής της στήριξης δε θα είναι εύκολη, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όταν οι πολιτικοί παράγοντες βρίσκονται αντιμέτωποι με τόσες άλλες οικονομικές και στρατηγικές προκλήσεις. Όμως ένα ισχυρό νομικό εργαλείο στην παγκόσμια μάχη κατά της τρομοκρατίας θα αποδειχθεί γρήγορα απαραίτητο – δικαιολογώντας εύκολα την προσπάθεια που αφιερώνεται στη δημιουργία του.