Οι επιθέσεις στο Παρίσι από άτομα που συνδέονται με το Ισλαμικό Κράτος, ακολουθώντας κατά πόδας τους βομβαρδισμούς στη Βυρηττό και την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους πάνω από τη χερσόνησο του Σινά, ενισχύσουν την πραγματικότητα πως η τρομοκρατική απειλή έχει μπει σε μια νέα και ακόμη πιο επικίνδυνη φάση.
Το γιατί το Ισλαμικό Κράτος αποφάσισε να πραγματοποιήσει τώρα τις επιθέσεις είναι ένα ζήτημα για υποθέσεις. Μπορεί κάλλιστα να εξαπλώνεται παγκοσμίως για να αντισταθμίσει την πρόσφατη απώλεια εδαφών στο Ιράκ. Όμως όποιος κι αν είναι ο λόγος, αυτό που είναι βέβαιο είναι πως μια ξεκάθαρη απάντηση είναι απαραίτητη.
Στην πραγματικότητα, η πρόκληση που δημιουργεί το Ισλαμικό Κράτος χρειάζεται αρκετές απαντήσεις, καθώς δεν υπάρχει καμία μοναδική πολιτική που υπόσχεται να είναι επαρκής. Χρειάζονται πολλαπλές προσπάθειες σε πολλαπλά μέτωπα.
Ένα είναι το στρατιωτικό. Πιο έντονες επιθέσεις από αέρος ενάντια σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς του Ισλαμικού Κράτους, τις εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου, και τους αρχηγούς του. Όμως κανένας αριθμός εναέριας δύναμης από μόνος του δε θα κάνει τη δουλειά. Μια ουσιαστική δύναμη επί εδάφους είναι απαραίτητη εάν είναι να ανακτηθούν και να συντηρηθούν εδάφη.
Δυστυχώς δεν υπάρχει χρόνος να χτιστεί μια συνεργατική δύναμη εδάφους από την αρχή. Αυτό έχει δοκιμαστεί και αποτύχει, και τα αραβικά κράτη δεν έχουν ούτε τη δυνατότητα ούτε και την προθυμία να δημιουργήσουν μία. Ο ιρακινός στρατός επίσης δεν έχει πετύχει πολλά. Οι εθνοφυλακές με στήριξη από το Ιράν κάνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα.
Η καλύτερη επιλογή είναι η στενότερη συνεργασία με τα κουρδικά στρατεύματα και επίλεκτες φυλές σουνιτών τόσο στη Συρία όσο και στο Ιράκ. Αυτό σημαίνει παροχή πληροφοριών, όπλων και δυνατότητα αποστολής περισσότερων στρατιωτών – περισσότεροι από 3.500 αμερικανοί βρίσκονται ήδη εκεί, και πιθανώς κοντά στους 10.000 – για να εκπαιδεύσουν, να συμβουλέψουν και να βοηθήσουν στην καθοδήγηση της στρατιωτικής αντίδρασης.
Μία τέτοια προσπάθεια θα πρέπει να είναι συλλογική. Μπορεί να είναι ανεπίσημη – με μια «συμμαχία των προθύμων» που θα συμπεριλάμβανε τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τα Αραβικά κράτη και ακόμη και τη Ρωσία υπό τις κατάλληλες συνθήκες – ή να πραγματοποιηθεί υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ ή των Ηνωμένων Εθνών. Το περιτύλιγμα έχει λιγότερη σημασία από τα αποτελέσματα. Οι συμβολικές ανακηρύξεις πολέμου, ωστόσο, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη με προσοχή, ώστε να μη φαίνεται το Ισλαμικό Κράτος να κερδίζει κάθε μέρα που δε χάνει.
Ένα διπλωματικό στοιχείο δεν είναι λιγότερο σημαντικό από οποιαδήποτε άλλη αντίδραση. Ο σύρος πρόεδρος Μπασάρ αλ Άσαντ αποτελεί εργαλείο στρατολόγησης για το Ισλαμικό Κράτος και πρέπει να φύγει. Όμως η όποια κυβέρνηση τον διαδεχτεί θα πρέπει να είναι σε θέση να διατηρεί την τάξη και να μην επιτρέψει στο Ισλαμικό Κράτος να εκμεταλλευτεί το κενό δύναμης, όπως έχει συμβεί στη Λιβύη.
Επιπλέον, η τακτική πολιτική αλλαγή μπορεί να έλθει μόνο με τη στήριξη της Ρωσίας και του Ιράν. Μια βραχυπρόθεσμη επιλογή που αξίζει να ληφθεί υπόψη είναι μια κυβέρνηση συμμαχίας υπό την ηγεσία εκπροσώπου της μειονότητας των Αλεβιτών, μια υποχώρηση που θα ήταν το τίμημα για την απομάκρυνση του Άσαντ από την εξουσία. Επί της αρχής, και με τον καιρό, μια πιο αντιπροσωπευτική εθνική κυβέρνησης θα μπορούσε να δημιουργηθεί, παρ’ ότι οι συζητήσεις για διεξαγωγή εκλογών σε 18 μήνες πλασματικές υπό οποιοδήποτε σενάριο.
Ωστόσο, η επίτευξη συμβιβασμού υπό αυτούς τους όρους μπορεί κάλλιστα να αποδειχτεί αδύνατη. Για αυτόν τον λόγο χρειάζεται ενισχυμένη στρατιωτική προσπάθεια που θα μπορούσε να δημιουργήσει περισσότερους και ασφαλέστερους θύλακες που θα μπορούσαν να προστατεύσουν καλύτερα τους πολίτες και να μεταφέρει τη μάχη στο Ισλαμικό Κράτος. Η Συρία δεν είναι μια κανονική χώρα υπό καμία έννοια, και δε θα είναι για αρκετό καιρό, εάν γίνει ποτέ. Μια Συρία θυλάκων ή καντονιών είναι ένα πιο ρεαλιστικό μοντέλο για το προβλέψιμο μέλλον.
Άλλα απαραίτητα στοιχεία οποιασδήποτε επιτυχημένης στρατηγικής συμπεριλαμβάνουν επέκταση της βοήθειας ή πίεσης στην Τουρκία, ώστε να κάνει περισσότερα για να περιορίσει τη ροή στρατολογουμένων προς το Ισλαμικό Κράτος. Και η Τουρκία, μαζί με την Ιορδανία και το Λίβανο, χρειάζονται περισσότερη χρηματοδοτική βοήθεια καθώς έχουν επωμιστεί το μεγαλύτερο μερίδιο του προσφυγικού βάρους. Άραβες και μουσουλμάνοι ηγέτες μπορούν να συμβάλουν μιλώντας ανοικτά προκαλώντας το όραμα του Ισλαμικού Κράτους και για να απονομιμοποιήσουν τη συμπεριφορά του.
Υπάρχει επίσης και η εγχώρια διάσταση της πολιτικής. Η εσωτερική ασφάλεια και επιβολή του νόμου – αυξάνοντας την προστασία τόσο στα σύνορα όσο και μέσα από αυτά – θα πρέπει να προσαρμοστεί στην αυξημένη απειλή. Οι τρομοκράτες «λιανικής» – άτομα ή μικρές ομάδες που πραγματοποιούν ένοπλες επιθέσεις κατά μαλθακών στόχων σε ανοικτές κοινωνίες – είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιμετωπιστούν. Η απειλή και η πραγματικότητα των επιθέσεων θα χρειαστεί μεγαλύτερη κοινωνική ελαστικότητα και πολύ πιθανώς μιαν επαναπροσαρμογή της ατομικής ιδιωτικότητας και της συλλογικής ασφάλειας.
Αυτό που χρειάζεται επίσης είναι μια δόση ρεαλισμού. Η πάλη κατά του Ισλαμικού Κράτους δεν είναι ένας συμβατικός πόλεμος. Δεν μπορούμε να το ξεριζώσουμε ή να το καταστρέψουμε σύντομα, καθώς είναι τόσο ένα δίκτυο και μια ιδέα όσο είναι και οργάνωση και ένα πραγματικό κράτος που ελέγχει εδάφη και πόρους.
Πράγματι, η τρομοκρατία είναι και θα είναι μία από τις πληγές αυτής της εποχής. Τα καλά νέα, ωστόσο, είναι πως η απειλή που παρουσιάζεται από το Ισλαμικό Κράτος στη Μέση Ανατολή και τον υπόλοιπο κόσμο μπορεί να μειωθεί δραματικά μέσω συνεπούς, συντονισμένης δράσης. Το κύριο μάθημα που προκύπτει από την επίθεση στο Παρίσι είναι πως πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δράσουμε τόσο με τον χρόνο όσο και με τον χώρο.