Η Ευρώπη γνωρίζει μια «σιωπηλή κατάστασης έκτακτης ανάγκης» στο ζήτημα της στέγασης, με τον αριθμό των νέων ενηλίκων που μένουν με τους γονείς τους να έχει φτάσει σε πρωτοφανή υψηλά, σύμφωνα με έρευνα.
Η έρευνα που πραγματοποίησε η Habitat for Humanity, μια μη κυβερνητική οργάνωση αφιερωμένη στην προώθηση προσιτών κατοικιών σε όλον τον κόσμο, ανακάλυψε πως η στεγαστική κρίση που πυροδοτήθηκε από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση δεν έχει σε καμία περίπτωση τελειώσει στην Ευρώπη.
Εμπειρογνώμονες προειδοποιούν πως τα συνεχιζόμενα προβλήματα, όπως τα εκτοξευμένα κόστη και οι αριθμοί των νέων ενηλίκων που αναγκάζονται να μένουν στο σπίτι, είναι πιθανό να έχουν τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις σε ολόκληρη την περιοχή.
Σύμφωνα με την έκθεση που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη:
Περισσότεροι από 10% των ευρωπαίων σηκώνουν τα κόστη στέγασης – συμπεριλαμβανομένων των ενοικίων και της θέρμανσης – ξεπερνώντας το μισό του εισοδήματος του νοικοκυριού τους. Στην κεντρική και την ανατολική Ευρώπη, τα νοικοκυριά δαπανούν μεταξύ του 30 και του 50% του εισοδήματός του αποκλειστικά σε θέρμανση τον χειμώνα, και τα αυξανόμενα κόστη στέγασης συμβάλουν στα επίπεδα φτώχιας και στην αύξηση της πιθανότητας να χάσουν οι άνθρωποι τα σπίτια τους.
Οι αριθμοί των νέων ενηλίκων, ηλικιών μεταξύ των 18 και των 34 ετών, που μένουν με τους γονείς τους βρίσκονται σε πρωτοφανή υψηλά. Η κατάσταση είναι χείριστη στη Σλοβενία, όπου το 74% μένει ακόμη στο σπίτι, στην Ιταλία το ποσοστό είναι 66% και στην Πορτογαλία είναι 55%.
Η κατασκευή νέων κατοικιών έχει βυθιστεί μεταξύ του 70 και του 90% τα τελευταία χρόνια, και η ποσότητα των κοινωνικών στεγών δεν επαρκεί για να καλύψει ούτε το 10% των αναγκών των ανθρώπων.
Οι συντάκτες της έρευνας τονίζουν επίσης την άνοδο της πραγματικότητας της «στεγαστικής φτώχιας», η οποία δημιουργήθηκε από το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ της φτώχιας και της αφθονίας σε οικονομικά ενεργά αστικά κέντρα, και η οποία αναγκάζει ικανούς και εξαιρετικά εξειδικευμένους επαγγελματίες να μετακομίσουν εκτός των πόλεων, επειδή πλέον οι τιμές ξεπερνούν τις δυνατότητές τους.
Υποστηρίζει πως οι πολιτικοί παράγοντες της Ευρώπης πρέπει εκτάκτως να βρουν τρόπους να αναπτύξουν και να παράσχουν στέγαση σε όλους. Προτείνει καινοτόμες επιλογές χρηματοδότησης και δανεισμού, καλύτερη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών κατασκευής που θα βοηθούσαν στη μείωση του ενεργειακού κόστους και θα έκαναν τα κτίρια πιο ανθεκτικά, καθώς και νέες στεγαστικές πολιτικές που θα συνέβαλαν στην ενθάρρυνση της κοινωνικής ένταξης.
«Η Ευρώπη πρέπει να κοιτάξει καλύτερους τρόπους ανάπτυξης και παροχής στέγης που θα βοηθήσει τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως τάξης ή εισοδήματος, να έχουν ένα αξιοπρεπές μέρος να μείνουν» σύμφωνα με τον Greg Foster, τον διευθυντή της Habitat for Humanity για την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική.
«Και οι τάσεις και απειλές για τις γειτονιές με μέσο και χαμηλό εισόδημα της Ευρώπης θα πρέπει να αναλυθούν και να αναπτυχθούν λύσεις, ώστε να εξασφαλιστεί πως οι πόλεις της περιοχής θα παραμείνουν βιώσιμες για όλους.»
Η ΜΚΟ καλεί τους ευρωπαίους πολιτικούς παράγοντες να θέσουν ως προτεραιότητα την πρόνοια για προσιτή και βιώσιμη στέγαση για όλους.
Η δημοσίευση της έκθεσης είναι σχεδιασμένη για να συμπέσει με το Ευρωπαϊκό Φόρουμ για τη Στέγαση, το οποίο συνεδριάζει για τρίτη φορά στο Βερολίνο αυτήν την εβδομάδα. Θα συγκεντρώσει ειδικούς από όλον τον κόσμο οι οποίοι θα συζητήσουν εάν σε μια περίοδο αυξανόμενων οικονομικών πιέσεων, οι οποίες έχουν κάνει συγκεκριμένα τη στέγαση εξαιρετικά κοστοβόρα για πολλούς, οι ευρωπαίοι έχουν ακόμη την οικονομική δυνατότητα να ζουν στην Ευρώπη.
Η συνεδρίαση αναμένεται να εστιάσει στην επίπτωση που θα έχει και η προσφυγική κρίση στις στεγαστικές προκλήσεις της Ευρώπης. Μόνο στη Γερμανία, θα χρειαστεί να βρεθούν σπίτια για ένα εκατομμύριο προσφύγων μέσα στους επόμενους μήνες, σε μια περίοδο που η κατασκευή κοινωνικών στεγών – ακόμη και χωρίς τους νεοαφιχθέντες – βρίσκεται σε απογοητευτικά ανεπαρκές επίπεδο σχεδόν παντού. Η ένταξη των προσφύγων στην αγορά των κατοικιών θα είναι μία από τις πιο κρίσιμες προκλήσεις των επόμενων ετών, επιμένουν οι συντάκτες.
Οι συντάκτες της έρευνας υποστηρίζουν πως τα νοικοκυριά υποφέρουν από υπερφόρτωση κόστους στέγασης σε όλη την Ευρώπη, με κόστη όπως το ενοίκιο, η θέρμανση και η συντήρηση απορροφούν μέχρι και 40% του διαθέσιμου εισοδήματος του νοικοκυριού σε ομάδες χαμηλού εισοδήματος – δηλαδή σε αυτούς με εισόδημα χαμηλότερο του 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος – ενώ δεν υπάρχουν και ενδείξεις χαλάρωσης. Η επίδραση γίνεται αντιληπτή τόσο στις πόλεις όσο και στις αγροτικές περιοχές, και αυξάνεται όσο πιο φτωχή είναι μια οικογένεια.
Ενώ η πρόσβαση σε προσιτή στέγαση γίνεται όλο και πιο δύσκολη σε όλη την ήπειρο – φαίνεται να είναι χειρότερη στο Παρίσι, στο Ελσίνκι, στο Άμστερνταμ, στο Λουξεμβούργο, στο Λονδίνο και στις Βρυξέλλες. Συγκρίνοντας την αγοραστική δύναμη σε οκτώ ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η έρευνα δείχνει πως το Λονδίνο βρίσκεται στη χειρότερη κατάσταση σε ότι έχει να κάνει με τη σχέση τιμής προς εισόδημα.
Σε όλη την ΕΕ, 17% των ανθρώπων μένουν σε συνθήκες συνωστισμού. Το υψηλότερο ποσοστό είναι αυτό της Ρουμανίας, όπου φτάνει το 52%. Οι συντάκτες ανέφεραν πως ο υψηλός αριθμός των νέων ενηλίκων που μένουν στο σπίτι των γονιών έχει δημιουργήσει μεγάλο μέρος του συνωστισμού.
Την ίδια στιγμή, υπάρχουν πολλές περιοχές της Ευρώπης με αργή οικονομία οι οποίες έχουν τεράστια ποσοστά κενών σπιτιών – σε μεγάλο βαθμό λόγω της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης, όπως στην Πορτογαλία, την Ελλάδα, την Ισπανία και πολλά μέρη της ανατολικής Ευρώπης.
Η έρευνα υπογραμμίζει επίσης το πρόβλημα του χωρικού διαχωρισμού. Σε μέρη της Ευρώπης, έχουν σχηματιστεί εθνικοί θύλακες και γκέτο για να στεγάσουν τις κοινότητες των Ρομά και των Σίντι – κυρίως στη νότια και την ανατολική Ευρώπη – και κοινότητες μεταναστών. Υποστηρίζει πως από οποιαδήποτε ομάδα, οι Ρομά και οι Σίντι αντιμετωπίζουν με διαφορά τις χειρότερες συνθήκες στέγασης στην Ευρώπη.
Μεγάλο μέρος της ευθύνης για τα προβλήματα στέγασης της Ευρώπης μπορούν να αποδοθούν στο γεγονός πως η στέγαση στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των πρώην κομμουνιστικών χωρών, αντιμετωπίζεται όλο και περισσότερο σαν καταναλωτικό αγαθό.
«Η στέγαση γίνεται όλο και λιγότερο προσιτή καθώς η ζήτηση της αγοράς επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τα επενδυτικά κίνητρα, κάτι που αναδεικνύεται από την εξέλιξη των τιμών των σπιτιών σε σύγκριση με την ανάπτυξη του ΑΕΠ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες» σύμφωνα με τους συγγραφείς της έκθεσης, József Hegedüs και Vera Horvath.
Υπογραμμίζουν τις επικίνδυνες ακρότητες στη στεγαστική αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου οι οποίες έχουν μιαν εξαιρετικά στρεβλωτική επίδραση στην προσιτότητα της στέγασης, καταλήγοντας: «Τα νοικοκυριά έχουν υποφέρει σημαντικά ως αποτέλεσμα αυτής της ανισότητας», αλλά και επειδή «η δυνατότητά τους να προσαρμοστούν στις έντονες μεταβολές της αγοράς είναι περιορισμένη».
Οι επιπτώσεις της ιδιωτικοποίησης της στέγασης σε όλη την Ευρώπη – συμπεριλαμβανομένης της πώλησης πολλών κοινωνικών στεγών – έχει δημιουργήσει έναν μεγάλο αριθμό αυτών που η αναφορά αναγνωρίζει ως «φτωχούς ιδιοκτήτες» – άνθρωποι που είναι ιδιοκτήτες των σπιτιών τους, αλλά δεν έχουν τα χρήματα να φροντίσουν την ιδιοκτησία τους. Η αναφορά προειδοποιεί πως η επιδεινωμένη κατάσταση μεγάλου μέρους των ιδιωτικοποιημένων σπιτιών «θα μετατραπεί σε μεγάλη δημόσια επιβάρυνση» για μεγάλο μέρος της Ευρώπης τα επόμενα χρόνια.
Ενώ αναγνωρίζει πως η ιδιωτική ιδιοκτησία έχει τα θετικά στοιχεία της, όπως ότι διατηρεί τα κόστη στέγασης χαμηλά και σταθερά και δίνει στους ανθρώπους ένα αίσθημα ισχύος, ο Wolfgang Amman, ένας από τους συντάκτες της έκθεσης, είπε πως ήταν λάθος να σκεφτεί κανείς πως η ευθύνη για παροχή στέγης στους φτωχούς θα μπορούσε να αποκηρυχθεί. «Το να αφήνεις απρόθυμους ιδιοκτήτες σε κτίσματα υπό κατάρρευση δεν αποτελεί πολιτική επιλογή… η στέγαση για όσους έχουν ανάγκη θα είναι πάντα δημόσια υποχρέωση» είπε.
Κρίνοντας με βάση τα μαθήματα που προέκυψαν από τη βαλκανική κρίση στις αρχές του 90, η αναφορά τονίζει επίσης τον σημαντικό ρόλο που παίζει η στέγαση στο να επιτρέπει στους ανθρώπους να παραμένουν σε περιοχές που μαστίζονται από πόλεμο και στο να βοηθάει, κατά συνέπεια, στον περιορισμό της μαζικής μετανάστευσης.
Προτείνει να δοθεί προτεραιότητα στην επανακατασκευή σπιτιών στις μαστιζόμενες από πολέμους περιοχές «ως αποτελεσματικός τρόπος παρεμπόδισης της μετανάστευσης». Ανέφερε πως η στέγαση αποτελεί «αποσβεστήρα κραδασμών σε καιρούς ειρήνης, όμως ακόμη περισσότερο σε περιόδους μετά από συγκρούσεις».
Παρουσιάζοντας προτάσεις που θα αντηχήσουν σε πολλά μέρη της Ευρώπης, η αναφορά σημείωσε πως οι μεγάλες μειώσεις στις κατασκευές έχουν μαζική επίδραση και στις στεγαστικές πιέσεις της Ευρώπης.
Ψάχνοντας τρόπους να αυξήσει την προσιτότητα των σπιτιών, το Φόρουμ για τη στέγαση θα μελετήσει σχέδια όπως αυτό της πρωτεύουσας της Γεωργίας, της Τιφλίδας, το οποίο προσφέρει προγράμματα χρηματοδότησης σε συγκεκριμένες ομάδες, όπως οι νέες οικογένειες και οι βασικοί εργάτες, και το οποίο έχει βοηθήσει στη μείωση των τιμών της αγοράς και στη συντήρηση της προσιτής στέγασης.
Στο Χάρκοβο της Ουκρανίας, ένα άλλο σχέδιο επιδιώκει να προσφέρει μικρές αλλά προσιτές μονάδες, διατηρώντας τα κόστη σχεδίασης και των κατασκευαστικών υλικών όσο το δυνατόν χαμηλότερα.
Και στο Βερολίνο, μια πολιτική που θα τεθεί σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου θα εξασφαλίζει πως οι χαμηλού εισοδήματος κάτοικοι των στεγαστικών προγραμμάτων θα δουν το ενοίκιό τους να περικόπτεται ώστε να καταλαμβάνει λιγότερο από ένα τρίτο του εισοδήματός τους. Οι πολιτικοί παράγοντες θα δεχτούν πίεση για να εξετάσουν εάν αυτού του είδους τα σχέδια μπορούν να επαναληφθούν και αλλού.